Θυμάμαι τον μικρούλη Γιάννη μου· να παίζει σε γειτονιές ολόφωτες με συνομήλικα φιλαράκια του, τα οποία αισθανόταν αδέρφια του.
Σκηνικό τοπίο; Χαμηλά σπίτια στις γειτονιές του συνονόματου παππού, που δε γνώρισα ποτέ, αλλά υπήρχαν γειτόνισσες-θείες, που έβρισκαν ότι του μοιάζω· όχι οπτικά, αλλά στην ψυχή.
Τέλη δεκαετίας του ’70, αρχές της επόμενες. Κι ο Γιάννης μου, το ‘σκαγε από το πολυτελές σπίτι του κραταιού ακόμα πατέρα για την παλιά γειτονιά. Εκεί αισθανόταν τον εαυτό του, παιδί. Εκεί, όλες οι γειτόνισσες και οι γείτονες ήτανε θείοι και θείες εξ αγχιστείας και όχι μόνο συγχωρούσαν τα παιδικά μας ατοπήματα, αλλά έκαναν πως δεν έβλεπαν.
Το δημοτικό του σχολείο, έστεκε επιβλητικό πάνω από την παλιά του γειτονιά, αλλά ο Γιάννης μου, που χαμογελώντας πάντα, πήρε με τα χρόνια να γερνάει με δυο επιτιμητικές ρυτίδες στα πλαϊνά των χειλιών του, δεν έδινε δεκάρα στο σχολειό-φοβέρα. Εξάλλου, έκανε τις σκανταλιές στο ρεπό του, ήταν ήδη συνδικαλιστής και διεκδικούσε τα προσωπικά του ανθρώπινα δικαιώματα, αφού ενεργούσε εκτός υπηρεσίας…
Από το σπίτι της θείας Φωτεινής, η φωνή του Γιάννη Πάριου σπάραζε για τα δισκογραφικά του συναισθήματα, το ίδιο κι η ξαδέρφη, που ξελιγωνόταν στο πλάι ενός πικάπ χρωματιστού, που ‘χε φτιαχτεί για να παίξει πρώτιστα τα 45άρια της εποχής, αλλά χωρούσε και τους μεγάλους δίσκους, οριακά. Στα όρια των αισθημάτων κι η πρώτη μου ξαδέρφη.
Και τ’ αγόρια έξω από το παράθυρό της, χασκογελούσαμε σαν αμετανόητα αρσενικά, σχολιάζοντας την κοριτσίστικη ευσυγκινησία τους, σκουντώντας χαμηλόφωνα αγκώνες, με την πεποίθηση πως, όταν μεγαλώσουμε λίγο ακόμα, θα μπορούσαμε να ‘χουμε στην αγκαλιά μας, κάθε ευσυγκίνητο κορίτσι. Για ποιο λόγο; Ακόμα δε ξέραμε σε τι άλλο χρησίμευαν τα πουλάκια μας, εκτός από την απορροή των σωματικών μας υγρών, αλλά είχε φαίνεται αρχίσει να λειτουργεί από τη φύση, η τεστοστερόνη μέσα μας.
Ήταν η εποχή που θα καθιερωνόταν η Σαββατιάτικη αργία τουλάχιστον για τα σχολεία. Μια μέρα παιχνιδιού και παιδικής αλητείας παραπάνω στην εβδομάδα μας; Μονοτονικό, αφού είχαμε προλάβει να διδαχτούμε το πολυτονικό σε πλήρη ανάπτυξη; Κάτι αντίστοιχο με το να σκίζει μια χώρα τα μνημόνια μ’ ένα άρθρο και μ’ έναν νόμο. Αλίμονο στο τώρα, ευτυχία για το τότε του Γιάννη μου.
Που ‘χε ερωτευθεί ένα κορίτσι, που στις δεκαετίες που πέρασαν, ξέχασε μέχρι και το μικρό της όνομα. Γιατί ήτανε δυο χρόνια μεγαλύτερη και ξέφυγε νωρίς από τα δικά μας κοινά παιχνίδια κι από τα προσωπικά μας βλέμματα. Βλέπεις, ήτανε η κόρη μιας πολύτεκνης οικογένειας, τον μπαμπά της τον έλεγαν Τέξας, γιατί στο σπίτι του γινόταν της τρελής ο γάμος κάθε μέρα. Και το κορίτσι εκείνο, δεν πήγε ποτέ του στο γυμνάσιο όπως εμείς. Θα δούλευε σα βοηθός κομμώτριας σε κοντινό αντίστοιχο κατάστημα, πριν την εντοπίσουν ενήλικα αρσενικά κοράκια. Την ίδια εποχή, σταμάτησε να με χαιρετάει η Χριστίνα. Είδες που θυμήθηκε ο παιδικός μου εαυτός τουλάχιστον το μικρό της όνομα; Άργησα λίγο καιρό να μάθω, οι φίλοι δε μιλούσαν, γιατί δεν ήθελαν να με πληγώσουν.
Αλλά η Χριστίνα εξ ανάγκης, αναγκάστηκε να εκδίδεται στην τοπική κοινωνία για εκατό δραχμές. Θα γεράσω, θα πεθάνω κι ακόμα θ’ αναρωτιέμαι, τι να απέγινε εκείνο το γοητευτικό κοκκινομάλλικο πλάσμα. Επέζησε; Ισορρόπησε; Βρήκε έναν άλλον Γιάννη, πέρα από μένα, που την είχε ερωτευθεί –χρόνια πίσω- από τα παιχνίδια της γειτονιάς, να της κρατήσει το χέρι σφιχτά, να την ξανασηκώσει όρθια; Έψαξα, ρώτησα. Τα ίχνη της είχαν χαθεί, πολλά χρόνια πίσω, την είχαν όλοι κι όλες διαγράψει από τη μνήμη. Λες και δεν υπήρξε ποτέ…
Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
https://web.facebook.com/yannis.filippidis.profil1?_rdc=1&_rdr
Σχετικοί σύνδεσμοι:
https://yannis-filippidis.blogspot.gr/
https://twitter.com/yanisfilippidis
https://vimeo.com/user5491628
https://plus.google.com/Γιάννης Φιλιππίδης