Ανέβηκα, όπως κάθε φορά, στο καφέ του «Ιανού», με την ψυχή στα δόντια. Τρεχάλες απ’ το πρωί. Να προλάβω να πληρώσω τους λογαριασμούς στην «Εθνική», στην «Εμπορική», στη «Eurobank», -από αύριο έχουν σαρανταοκτάωρη απεργία- να περάσω απ’ τη Μακεδονίας να θεωρήσω τις εξετάσεις αίματος και την άλλη για την οστεοπόρωση-πότε πέρασε κιόλας ένας χρόνος απ’ τις προηγούμενες;- να δώσω τα χειρόγραφα του τελευταίου μου μυθιστορήματος στον εκδοτικό οίκο «Νεφέλη», να ρίξω και μια ματιά, σαν τη τρελή, στις βιτρίνες, και κει κατά τις τρεισήμισι, με πόδια πρησμένα, καταϊδρωμένη παρ’ όλο το βοριαδάκι του κρύου Μάρτη, χώθηκα, επιτέλους, στον «Ιανό».
Έπιασα το τραπεζάκι της προτίμησής μου. Στην περιοχή των άκαπνων, με την πλάτη στους υπόλοιπους θαμώνες και με τους βυζαντινούς πίνακες που σκέπαζαν τους τοίχους μπροστά στα μάτια μου. (Κάποιος είχε εκθέσει την τέχνη του στους γύρω τοίχους με την ελπίδα πως μερικοί, ίσως, φιλοτιμούνταν να την περιεργαστούν!) Έβγαλα το καμιλό παλτό μου, το πέταξα όπως όπως πάνω στον μπλε σκούρο καναπέ σε σχήμα μισοφέγγαρου, άφησα την τσάντα μου δίπλα του και κατέρρευσα. Ψιλοζαλάδα, ατονία, μυρμήγκιασμα στα πόδια, παγωμένος ιδρώτας, έκλεισα τα μάτια για να συνέλθω. Όταν τα ξανάνοιξα, ξεθαρρεμένη απ΄ το πόσο είχε ευεργετήσει τα νεύρα μου η νοτιοαμερικάνικη μελωδία που μεθούσε ερωτικά τον αέρα, το μάτι μου έπεσε πάνω στο παλτό μου. Είχε στην κυριολεξία ξαπλώσει. Μπρούμυτα. Ο λαιμός κάπως ανασηκωμένος, το δεξί χέρι κρυμμένο, το αριστερό έξω απ’ τον καναπέ, σχηματίζοντας αγκώνα, το κάτω μέρος με το ένα φύλλο ελαφρά ανασηκωμένο. Τo παλτό μου με φορούσε ακόμα. Μπρούμυτα!
Το γκαρσόνι, ένας όμορφος μελαχρινός, μου γέμισε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, πήρε την παραγγελία μου για καπουτσίνο, έμεινα μόνη. Το μάτι μου ξανάπεσε στο παλτό· μ’έριξε σε σκέψη. Καμιλό! Πάντα ένα καμιλό παλτό συνοδεύει τα βήματά μου. Γιατί, άραγε; Άγνωστο. Αλλά σε χίλια παλτά, αν με χώσεις μέσα, και μου πεις: «διάλεξε», πάλι ένα καμιλό θα προτιμήσω, ανεπιφύλαχτα. Το χρώμα με τραβάει; Απαλό, ξεκούραστο στο μάτι, ένα ταπέτο γήινο; Έχει μια ομορφιά αρχοντική; Ποιος να ξέρει! Πάντως, με το που το αντικρίζω, γαληνεύω μέσα μου. Ο καφές μου, αφράτος, κάτασπρος, μες στο λευκό φλυτζάνι, έφτασε. Έφαγα το μπισκοτάκι, που γέμισε το στόμα μου με μια σοκολατένια γεύση, ανακάτεψα με το κουταλάκι, ήπια νερό, μα το μάτι μου κολλημένο στο παλτό μου.
Ποιο ήταν το πρώτο καμιλό, που θυμόμουν; Ντουμπλ φας, απ’ του Βάρδα-Αναγνωστόπουλου. Από μέσα καπαρντινέ, απ’ έξω ύφασμα. Πολύ της μόδας, τότε· γύρω στο εξήντα. Μονοφόρι, μα πάντα αξιοπρεπές στην όψη. Πότε του άλλαζα κουμπιά, πότε του κολλούσα και κάτι διακοσμητικό, και η εμφάνισή του βελτιωνόταν αισθητά! Χρόνια το φόρεσα και η ιστορία του ξεκίνησε ρομαντικά.
Φορώντας αυτό το καμιλό ανέβηκα εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα στο Πέτρογραδ, το ζαχαροπλαστείο, για να συναντήσω την Ερμιόνη, τη συμφοιτήτριά μου. Πηγαίναμε εκεί συχνά, μετά το μάθημα, για να τα πούμε και να σχολιάσουμε τα καθέκαστα. Έπιασα το συνηθισμένο μας τραπεζάκι, κρέμασα το παλτό μου στον καλόγερο και ώσπου να έρθει η φίλη μου, έπεσα με τη μούρη στις σελίδες ενός περιοδικού-δε θυμάμαι πια ποιού. Το θέμα συναρπαστικό: η λεκτική κακοποίηση των γυναικών, στην Αμερική. Μιλούσαν δυο ζευγάρια, ένα μαύρων και ένα λευκών. Οι ερωτήσεις της δημοσιογράφου -διακριτικές αλλά καίριες-, και οι εξομολογήσεις των εξουθενωμένων γυναικών έκαναν τον λευκό να συνειδητοποιήσει πόσο σκληρά μιλούσε στη γυναίκα του, μόνο και μόνο γιατί ήθελε να ξεσπάσει τα νεύρα του πάνω της, ενώ τον έγχρωμο να ομολογήσει με συγκινητική ειλικρίνεια πως, μετά από κάποια σεμινάρια που παρακολούθησε, άλλαξε τελείως συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγό του που ήδη τον είχε εγκαταλείψει μαζί με το γιο τους. Διάβαζα ασταμάτητα, γιατί το θέμα ήταν πολύ καινούργιο και, όταν η δημοσιογράφος απέσπασε από τον λευκό τη διαβεβαίωση πως θα βελτιωθεί γιατί τώρα κατάλαβε πόσο πόνο προκαλούσε στη γυναίκα που αγαπούσε, ένιωσα βαθιά απογοητευμένη. Όχι, δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Ή και αν φανεί πως άλλαξε, θα είναι επιφανειακό. Ο χαρακτήρας είναι χαρακτήρας, είπα μέσα μου και έκλεισα απότομα το περιοδικό.
Η ώρα είχε περάσει, κινητά δεν υπήρχαν, σηκώθηκα. Η Ερμιόνη με είχε στήσει. Παράξενο, ήταν πάντα τόσο συνεπής! Μα και τόσο αγχώδης! Κάτι σοβαρό θα της είχε τύχει. Πλήρωσα και η ματιά μου πήγε στον καλόγερο. Το καμιλό μου δε φαινόταν. Μια καπαρντίνα γκριζωπή το είχε αγκαλιάσει απ’ όλες του τις πλευρές.
Άπλωνα το χέρι μου, όταν ένας λεπτός μελαχρινός άντρας με πρόλαβε. Ξεκρέμασε την καπαρντίνα του και με κοίταξε χαμογελώντας. «Γνωριζόμαστε;» με ρώτησε.
«Δε νομίζω», του απάντησα ξαφνιασμένη, ενώ κρατούσα στα χέρια το παλτό μου.
«Να σε βοηθήσω;» συνέχισε στον ενικό.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισα σκύβοντας το κεφάλι. Μου κράτησε το καμιλό και εγώ μπήκα μέσα του. Βρισκόμαστε στην αρχή της σκάλας, άρχισα να κατεβαίνω· με ακολούθησε.
«Κι, όμως γνωριζόμαστε», επέμεινε, μόλις βγήκαμε στην Πανεπιστημίου.
Στράφηκα και τον καλοκοίταξα. Ψιλόλιγνος, με μαύρα μαλλιά και μάτια, καθαρομελάχρινος, συμπαθητικός. Τα μάτια του σπίθιζαν με πονηράδα· δε μου άρεσαν. Χαμογέλασα ειρωνικά.
«Πρώτη φορά σε βλέπω», είπα.
Έβγαλε το πορτοφόλι του, τράβηξε μια φωτογραφία.
«Είσαι ή δεν είσαι εσύ;» έκανε σκύβοντας προς τη μεριά μου.
Και βέβαια ήμουν. Με το μαλλί τσάρλεστον, το μελό χαμόγελο, τη φουστίτσα την κοντή, τη μπλουζίτσα την ολόμαλλη-αγορασμένη απ’ την αμερικάνικη αγορά, στη φτήνια-αγκαλιά με τη φίλη μου, την Ερμιόνη! «Είσαι ο Παύλος;» ρώτησα ξαφνιασμένη.
«Ακριβώς! Και συ, η Ελπίδα».
Εκείνο τον καιρό, το καμιλό μου ήταν ολοκαίνουργιο!
Και έτσι, ο Παύλος, ο αδελφός της φίλης μου και εγώ ξεκινήσαμε μια ιστορία, που έμελλε να μείνει στα μισά, χαρακτηριστικό, ίσως, εκείνης της εποχής. Τρυφερότητες, ευαισθησίες, ταυτίσεις, για μένα έκρυβαν μόνο συναίσθημα, για κείνον, μάλλον όχι. Τα χρόνια δύσκολα. Οι νέοι έφευγαν γι’ αλλού αναζητώντας καλύτερη τύχη ή ακολουθώντας απλά τη μοίρα τους. Οι τρυφερές ιστορίες, δεν είχαν μέλλον. Έτσι και η δικιά μας. Όλα έγιναν, ένα χρόνο μετά, μακάβρια ήρεμα. Σα να επρόκειτο για ένα συνηθισμένο αποχωρισμό λίγων ημερών. Μέσα μου, είχε απλωθεί ένα θανατηφόρο πλέγμα. Που έμελλε να με απομονώσει απ’ τη ζωή, για πάντα. Εκείνος έφυγε με την προοπτική να ξανάρθει. Συνήθως, όμως, οι προοπτικές είναι βραχύβιες. Και έτσι έμεινα παρέα με το καμιλό μου, που τώρα του άλλαξα τα κουμπιά. Είχε πάρει να φθείρεται.
Μα και όλα γύρω μας είχαν πια μπει σε τροχιά φθοράς. O ουρανός είχε μπλαβίσει. Πραξικόπημα στο πραξικόπημα, οι φυλακές γέμισαν από τους αποφασιστικούς. Οι άλλοι, οι πολλοί, περίμεναν θυμωμένοι, αλλά άτολμοι. Στο μεταξύ, ο έξω κόσμος άλλαζε δραματικά. Οι νέοι στη Γαλλία ξεσηκώνονται, η «Άνοιξη της Πράγας» φτάνει στο τέλος της, ο Σαλαζάρ φεύγει, ο Βίλλυ Μπραντ σχηματίζει κυβέρνηση συνασπισμού, η Ευρώπη διευρύνεται, η Πολιτιστική Επανάσταση λήγει στην Κίνα, οι πρώτοι άνθρωποι φτάνουν στη Σελήνη, Λαϊκές Δημοκρατίες ανακηρύσσονται στο Κογκό, στη Γκάμπια, στη Σρι Λάνκα, το Μπαγκλαντές ανεξάρτητο, ο Αλιέντε κερδίζει τις εκλογές. Παρ’ όλ’ αυτά, εμείς αισιόδοξα υποτελείς!
Το καμιλό μου απορροφούσε την καθημερινή φθορά, και κάθε που το κρέμαγα, μου φαινόταν και πιο μαραμένο. Τριμμένο στο τελείωμα των μανικιών, αλλοιωμένο στο μέσα μέρος του γιακά, με τη φόρμα του εν γένει χαμένη, ήταν ίσως το μόνο που από νωρίς άρχισε να διαδηλώνει για αλλαγή! Δεν του έκανα τη χάρη παρά μόνο, όταν ο ουρανός μας ξαναβρήκε το χρώμα του. Το κρέμασα τότε, με ευλάβεια, στο πάνω μέρος της ντουλάπας και το αντικατέστησα, αμέσως, μ’ ένα πιο μοντέρνο. Από μια σπουδαία μπουτίκ της Κηφισίας, που μπορεί να μην την έπιανε εκ πρώτης όψεως το μάτι σου, που όμως, τελικά, στο έβγαζε. Το δεύτερο καμιλό μου, από γαλλικό ύφασμα, με ντουμπλαρισμένο γιακά και ρεβέρ μανικιών από βελούδο ριγωτό, με δερμάτινη περίεργη ζώνη, είχε επί πλέον και το εξής χαρακτηριστικό: δύο μεγάλες εσωτερικές τσέπες! Στην αρχή, τις βρήκα υπερβολικές. Με τα χρόνια αποδείχτηκαν εξαιρετικά χρήσιμες! Κυκλοφορούσα το λουσάτο μου καμιλό με υπερηφάνεια, αφού ένιωθα τα βλέμματα να πέφτουν πάνω μου θαυμαστικά. Η γυναικεία μου ματαιοδοξία είχε απογειωθεί! Καλό και αυτό…
Το είχε, φαίνεται, η μοίρα αυτού του παλτού να γνωρίσει αλλεπάλληλες αλλαγές. Η δική μας μεταστροφή της τύχης οδήγησε στην κυπριακή τραγωδία, μας άνοιξε και παράθυρα στον κόσμο. Μαθαίναμε και τρομάζαμε: η τρομοκρατία σκάει μύτη: Ούλρικε- Μπάαντερ, στη Γερμανία ·νεκρός ο Μόρο απ’ τους απαγωγείς του. Σοσιαλισμός στην Ισπανία. Οι σοβιετικοί εισβάλλουν στο Αφγανιστάν. Η Πολωνία σε φιλελεύθερη τροχιά. Ο Γκάντι δολοφονείται. Η Ουγγαρία δημοκρατία. Ενώνεται η Γερμανία. Διαλύεται η Σοβιετική Ένωση. Οι Αλβανoί, πεινασμένοι, φεύγουν μαζικά απ’ τη χώρα τους. Πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Δολοφονία Παλαιστινίων σε τζαμί. Εμφύλιος στη Βοσνία. Ο Μαντέλα οδηγεί την Αφρική σε νέα εποχή. Ο I. R. A. παραιτείται από τον ένοπλο αγώνα. Ειρήνη στη Γιουγκοσλαβία! Κύκλωμα παιδεραστών στο Βέλγιο. Ανάρμοστη σχέση του Κλίντον! Το αμάθητο καμιλό μου, φοβισμένο απ’ τη διεθνή αντιφατικότητα, αποφάσισε στα γρήγορα: όλα τα δυσάρεστα στις μέσα τσέπες.
Και άρχισε με μανία να αναζητά τις καλές ειδήσεις. Απογοητεύτηκε. Δεν υπήρχαν πολλές. Οι μεγάλοι του πνεύματος έφευγαν ο ένας μετά τον άλλο. Ευτυχώς, οι αγώνες τους, τα οράματά τους έμεναν ζωντανά: «Σκέψη σημαίνει παραβίαση», διδάσκουν οι κριτικοί φιλόσοφοι της εποχής. Ο Μπλοχ, -ο φιλόσοφος της ελπίδας- επιμένει: καθήκον της φιλοσοφίας είναι να κάνει αντιληπτό «το ακόμα μη υπαρκτό». Με οποιαδήποτε θυσία. Ο Αντόρνο, ο Χορκχάιμερ, ο Μαρκούζε -η σχολή της Φραγκφούρτης- ανοίγουν δρόμους: η αντιπαράθεση με το παρόν βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο. Ο Χορκχάιμερ στρέφεται εναντίον και των καπιταλιστικών κρατών και της γραφειοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Μαρκούζε διαβλέπει πως τεχνολογική πρόοδος σημαίνει πλήρης υποταγή του ανθρώπου στις παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως χρειάζεται αγώνας εναντίον του κατεστημένου για να επιτευχθεί μια κοινωνία ελεύθερη από κάθε είδους εξουσία. Ο ψυχαναλυτής Φρομ υποστηρίζει πως ο άνθρωπος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί, να ξεπεράσει την αυτοαποξένωσή του, να μάθει να είναι ανεξάρτητος και ικανός γι’ αγάπη, μέσα σε μια κατάλληλα δομημένη κοινωνία. Ο Σαρτρ επαναλαμβάνει διαρκώς πως ο άνθρωπος ήρθε στη ζωή και καλείται ο ίδιος να σχεδιάσει υπεύθυνα το μέλλον του και να δημιουργήσει μέσω της δέσμευσης. Ο Ζαχάροφ, που κατακρίνει το σοβιετικό σύστημα εξορίζεται. Ο Χ. Μίλλερ σηκώνει σημαία διαμαρτυρίας ενάντια στα ταμπού και τη συμβατικότητα. Τα ενθαρρυντικά μηνύματα τρύπωναν εδώ και εκεί μες στο καμιλό μου, μα ελάχιστα το βοηθούσαν να ισορροπεί τη φόρμα του. Οι κρυφές του τσέπες το τραβούσαν προς τα κάτω. Γέρασε άσχημα. Πήρε και αυτό με τη σειρά του μια περίοπτη θέση στη ντουλάπα μου, δίπλα στο πρώτο!
Το τρίτο μου καμιλό, το πιο απλό από τα τρία, είναι ενθύμιο του Μιλλένιουμ! Πανηγυρισμοί, φώτα, γλέντια, η ανθρωπότητα μες στην καλή χαρά, μα το παλτό μου σκεπτικό, σχεδόν μελαγχολικό. Δίχως στολίδια και κρυφοτσέπες, κυκλοφορεί πάντα ξεκούμπωτο, επιτρέποντας στον αέρα της εποχής να μπαινοβγαίνει ελεύθερα. Δε μοιάζει να ξεγελιέται πια. Κοιτάζει δύσπιστα και ερευνητικά γύρω του, μετράει τα βήματά του. «Υπερεπάρκεια και φτώχεια. Η ανισότητα συνταράζει την κοινωνική ειρήνη. Η καταστροφή του κλίματος απειλεί τον κόσμο.» διαβάζει και οι ώμοι του γέρνουν. Τα είχε ξανακούσει και παλιά. Μα τώρα οι λέξεις ηχούν παράξενα αληθινές. Τι κρίμα! Θα γεράσει πολύ πιο γρήγορα από τα προηγούμενα…
Το μελαχρινό γκαρσόνι με την κανάτα στο χέρι μ’ αποτράβηξε απ’ τις σκέψεις. Το καφέ είχε γεμίσει. Καπνίζοντες και μη, μιλούσαν χαμηλόφωνα, αλλά νευρικά οι περισσότεροι, λίγοι, σκυφτοί, διάβαζαν, οι υπεύθυνοι του βιβλιοπωλείου πηγαινοέρχονταν βιαστικοί, τα τηλέφωνα δε σταματούσαν, η μουσική τρυφερή. Μια ατμόσφαιρα αισιόδοξη, γεμάτη υποσχέσεις. Ο όμορφος νεαρός γέμισε το ποτήρι μου και μετά έσκυψε πάνω απ’ το καμιλό μου.
«Σέρνεται το μανίκι στο πάτωμα», είπε.
«Αφήστε το να ξεκουραστεί», τον πρόλαβα. «Λίγα είναι τα ψωμιά του. Καταλαβαίνει πολλά!»
Άνοιξα το βιβλίο μου και παραχώθηκα στις σελίδες του.
Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/vaso.zafir?ref=br_rs
Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/vaso-zafeiropoulou.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/stasi.html
Η τελευταία στάση, Άνεμος εκδοτική