Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, ξάπλωνα τα βράδια στο κρεβάτι μαζί με τη γιαγιά μου. Μου έπιανε το χέρι και μου έλεγε ιστορίες. Κάποιες αληθινές και κάποιες που τις σκαρφιζόταν από το μυαλό της. Αλλά πάντα ιστορίες, ποτέ παραμύθια. Δεν της άρεσαν. Και έτσι μου το μετέδωσε και εμένα. Πρόσφατα κάποιος μου το υπενθύμισε.
Καθόμασταν σε ένα παγκάκι δίπλα από τη θάλασσα. Απολάμβανα αυτά που έλεγε και τότε με ρώτησε.
«Σου αρέσει να ακούς τις ιστορίες των άλλων, σωστά;»
Ναι, η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να κάτσω με τις ώρες σε εκείνο το παγκάκι και να ακούω. Γιατί τα παραμύθια μας λένε ψέματα. Οι ιστορίες όχι. Μας δείχνουν ποιοι είναι οι άλλοι. Αποκαλύπτουν μικρές λεπτομέρειες που μπορεί να μας έπαιρνε και χρόνια για να ανακαλύψουμε από μόνοι μας στον άλλον. Στον κάθε άλλον.
Τώρα, τι θα γινόταν αν κάποιος ρωτούσε ποια είναι η πιο ωραία που έχω ακούσει; Η πιο όμορφη ή η πιο αστεία. Η καλύτερη από όλες; Αυτή που θα ήθελα να ακούω ξανά και ξανά..
Λοιπόν είναι εύκολο. Ξεκινάει με ένα αγόρι. Λίγο διαφορετικό από τους υπόλοιπους ανθρώπους που είχα γνωρίσει. Όνειρό του ήταν να ταξιδέψει. Να φύγει. Καθόταν και συνομιλούσε με άλλους ανθρώπους που κάπως του έμοιαζαν. Είχαν ταξιδέψει και εκείνοι. Ρωτούσε λοιπόν τις εμπειρίες τους για να συλλέξει αναμνήσεις και να μπορέσει αργότερα να τις συγκρίνει με τις δικές του.
«Έχουν το κάτι διαφορετικό αυτοί που έχουν ταξιδέψει», μου είπε κάποιο μεσημέρι.
«Υπάρχει κάτι στο βλέμμα τους», έλεγε καθώς κοιτούσε πέρα μακριά τη θάλασσα. Και μάλλον ήταν αυτό το κάτι που αναζητούσε ο ίδιος να δει στο δικό του βλέμμα.
Αν τα κατάφερε τελικά; Όχι. Δεν ταξίδεψε ποτέ όσο ήθελε. Αλλά ο ίδιος απέκτησε αυτή τη γνώση των ταξιδεμένων. Το βλέμμα του άλλαξε, μαλάκωσε, έχει κάτι το πολύ ευγενικό μέσα του. Δεν μπορεί να το αντιληφθεί όμως. Νομίζει ότι επειδή δεν έκανε τα ταξίδια που ήθελε, θα μείνει για πάντα μισός. Αλλά αυτή δεν είναι η αλήθεια.
Γιατί εκείνος έκανε το μεγαλύτερο και πιο δύσκολο ταξίδι που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Το ταξίδι μέσα του.
Δεν ήταν καθόλου εύκολος αυτός ο προορισμός. Είχε δύσβατα μονοπάτια και απότομους κοφτερούς βράχους. Ήρθε αντιμέτωπος με όλους τους δαίμονες του. Δεν πίστευε ποτέ ότι θα αντικρίσει τόσο άγρια θηρία και ούτε που έχει πλήρη επίγνωση για τα κατορθώματα του.
Πέρασαν αρκετά χρόνια που το αγόρι εκείνο έμεινε κλεισμένο στη μοναξιά του. Μια μοναξιά άγρια και σκληρή γιατί κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ένιωθε. Πόσο πολύ πονούσε. Το τι έχει χάσει. Μόνο να φανταστούν μπορούσαν οι γύρω του.
Λησμόνησε λοιπόν πως είναι να το αγαπούν.
Έτσι είναι όμως. Μαθαίνουμε από μικροί πως να αγαπάμε, αλλά κανείς δεν μας δείχνει πως είναι να αγαπιόμαστε. Το να αγαπάς κάποιον είναι πιο εύκολο. Γιατί υπάρχει πάντα ο φόβος κάποια στιγμή να σταματήσεις να αγαπιέσαι. Φοβάσαι γιατί δεν ξέρεις αν αξίζεις να σ’ αγαπούν.
Έτσι λοιπόν και το αγόρι της ιστορίας πίστευε ότι ήταν τόσο διαφορετικό που κανείς δε θα μπορούσε να το αγαπήσει.
Δεν καταλάβαινε ότι αυτή η διαφορετικότητα του ήταν που τον έκανε τόσο όμορφο. Όχι, η ιστορία του όμορφου αγοριού, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Γιατί υπάρχουν πολλές στιγμές που εκείνος κάθεται και κοιτάζει πέρα μακριά την θάλασσα. Μ’ εκείνο το όμορφο, καθαρό βλέμμα του. Αν και τώρα δεν είναι μόνο. Έχει δίπλα του ένα άλλο μοναχικό κορίτσι.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.