«Πίσω από την κουρτίνα. Γρήγορα! Μ’ ακούς; Γρήγορα!»
«Μα δεν υπάρχει τίποτα εκεί πέρα. Μόνο ένας άδειος και σκοτεινός χώρος».
«Αυτό ακριβώς σου έλεγα εδώ και τόσα χρόνια. Μα εσύ δεν έλεγες να το καταλάβεις».
«Και τώρα;
«Δεν ξέρω».
«Μα δεν γίνεται να μην ξέρεις. Πρέπει να ξέρεις!
«…»
Το σιωπηρό σου ουρλιαχτό ραγίζει στην μέση τον καθρέφτη. Από τις ρωγμές ξεχειλίζει στριμωγμένη η εκδίκηση του Μάη. Δεν υπήρξε κανείς να παλέψει με το σκοτάδι. Τώρα θυμίζει πληρωμένη απάντηση. Δικαιοσύνη νοθευμένη. Σπάσε την κλωστή. Γέννα την ζωή πριν σε γεννήσει εκείνη. Την είδα στο δρόμο. Φορούσε παρελθόν στα μαλλιά της. Τα χέρια της ήταν καλυμμένα με ένα μαύρο ύφασμα. Γύρισε και με κοίταξε. Μου είπε μόνο «είναι άλλο να πεθαίνεις γι αυτό που αγαπάς και άλλο το να πεθαίνεις από αυτό που αγαπάς. Μάθε να τα ξεχωρίζεις». Μάλλον εννοούσε, πως το δεύτερο είναι ανώτερο από το πρώτο.
Γεύομαι πραγματικότητα. Οσφρίζομαι πραγματικότητα. Όλα τριγύρω μου, κίτρινα. Κορώνα γράμματα. Να μην αναλάβουμε την ευθύνη της αποτυχίας. Μα πάνω από όλα εκείνη της επιτυχίας. Ένα δεκανίκι η ζωή για όσα είμαστε πέρα από τα στενά της όρια. Κοίτα τα παιδιά των δρόμων. Με πόσο κόπο καθαρίζουν τον καθρέφτη τους. Ν’ αντικρύσουν την ζωή όπως είναι. Όχι όπως θα ήθελαν να είναι. Αυτό δεν θέλει κόπο εξάλλου. Μόνο λίγα γραμμάρια θάρρους και άγνοιας. Οι καθρέφτες θαμπώνουν ξανά. Φταίνε βλέπεις οι ενταφιασμένες επιθυμίες και η σκόνη, που είναι συναγμένη από τα υπολείμματα των κατατεθλιμένων άστρων. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για κείνους που αγγιστρώθηκαν στο απάτητο, ο καθρέφτης τους, έγινε το σύμβολο μίας αιώνιας αμνησίας. Αν διαλέξεις τον τρόπο της ζωής σου, διαλέγεις κι εκείνον του θανάτου; Ή το αντίστροφο; Συγχώρα με που ο ήλιος έδυσε και σήμερα.
Ο ουρανός έμαθε να αγαπά τα μάτια που τον σκαλίζουν. Να στάζει αίμα από κει ψηλά και να εισχωρεί με κάποιο παράξενο τρόπο μέσα στις φλέβες. Είναι πάντα φωτεινός, για κείνους που έχουν ψυχή να τον δουν. Τι να την κάνω μια φθηνή δικαιολογία όταν μπορώ να δω κάθετα μέσα μου. Και η συγχώρεση; Ανάγκη ή υποχρέωση; Κάποτε κάποια, μου έμαθε ότι πρόκειται απλά για έναν διψασμένο άγγελο. Κι εμείς αποφασίζουμε αν θα του αποκαλύψουμε το απόκρυφο μονοπάτι που οδηγεί στην ανεξάντλητη πηγή μας. Η συγχώρεση· ένας ακόμη καθρέφτης. Τον κοιτάζω και είναι αδειανός. Γιατί είμαι εγώ άδειος μέσα μου. Τον κοιτάζω ξανά και γεμίζει. Έχω ένα τελευταίο φύλλο να τραβήξω από την τράπουλα.
Όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, ξέρω πως είμαστε ειλικρινείς ο ένας με τον άλλον. Προερχόμαστε και οι δύο από το ίδιο υλικό. Χώμα. Προτιμώ να φυτεύω τα λουλούδια μου ανάμεσα σε τόνους σκουπίδια. Θέλω η μυρωδιά τους να σημαίνει ομορφιά και να διαβάζεται αντίσταση. Όσο αργεί να έρθει κάτι, τόσο πιο ιερή γίνεται η στιγμή τής άφιξής του. Όσο αργεί να έρθει κάτι, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η αμαρτία που δεν το κυνήγησες ποτέ. Έχει και το σκοτάδι μερτικό στο φως. Φύτρωσαν ερωτήσεις στο στόμα μου. Τυλίγουν τον καθρέφτη και τον σπάνε. Και μετά; Αυτανάφλεξη. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιείς κεφαλαία γράμματα για να τονίσεις τις λέξεις.
Δανείστικα λίγο γυαλί από σένα. Πρώτα να… Και μετά να κοπώ. Τί ζητάει η ψυχή μου στα τόσα ταξίδια μιας ξένης ζωής μου;
• Επικοινωνήστε με τον δημιουργό:
https://www.facebook.com/john.manikas?ref=br_rs
• Δείτε άλλο ένα δείγμα γραφής του:
https://anemosmagazine.gr/2017/pezografia/trikumia-yannis-manikas/