Τούτη δω η μούρη, τερατόσκυλο την λέει ο φίλος μου ο Φιλιππίδης, Τέρας της Αποκάλυψης ένας άλλος, ασχημομούρα την φώναζε η μάνα μου, ήρθε στα χέρια μου μια σταλιά, μόνο αυτιά και μάτια ήταν. Κάτι τεράστια μελαγχολικά μάτια.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από κείνο το βράδυ, που μου την έφερε ο γιος μου ο Ηλίας, μου έφαγε σαν κουτάβι δέκα ζευγάρια παπούτσια, ένα κινητό, μια φωτογραφική μηχανή, βιβλία, cd, τέμπερες, πινέλα και καμβάδες του γιου.
Από δεσποινίδα του Αθηναϊκού διαμερίσματος έγινε σε μια νύχτα αγροτόσκυλο που εκστασιάζεται με τα πρόβατα, τα κατσίκια και τα άλογα, έγινε φιλενάδα με αδέσποτα γατιά και μάνα που στέγνωσε, ζέστανε και γιατροπόρεψε πετούμενα πληγωμένα από το βόλι κυνηγών η ευαίσθητα, ασθενικά κοτοπουλάκια και παπάκια.
Περάσαμε μαζί ατελείωτες μοναχικές νύχτες δίπλα στο τζάκι στη βορειοδυτική κουζίνα του παλιού μικρού σπιτιού στο βουνό, ακούγοντας τις ιστορίες της κυρά-κουκουβάγιας του φεγγίτη μας και άλλες τόσες καλοκαιρινές νύχτες στο πέτρινο πεζούλι της αυλής, αγναντεύοντας την θάλασσα ή μετρώντας τα αστέρια στον ουρανό. Πιστή ακόλουθος της μάνας μου ως την ύστατη της στιγμή και ας παρίστανε εκείνη πως δεν την χωνεύει την ασχημομούρα. Ζεσταίνει τόσα χρόνια τώρα τα παγωμένα πόδια μου στο κρεβάτι, περιμένει ολομόναχη αδιαμαρτύρητα ώρες ατελείωτες στο σπίτι να επιστέψω, για να κουνήσει τρελά την ανύπαρκτη ουρά της και να μπερδευτεί στα πόδια μου, να της βάλω τις φωνές πως θα μπουρδουκλωθώ και θα με σκοτώσει, να ξεφυσήξει θυμωμένη και να ξαπλώσει στο πάτωμα, κοιτώντας με το μελαγχολικό της βλέμμα ως να την φωνάξω κοντά μου, να την φιλέψω χάδια και γλυκόλογα.
Είναι κόκκινο πανί για κάποια υπανθρωπίδια –μιας και θέλουμε δεν θέλουμε από όλα τα είδη έχει ο μπαξές της ζωής μας– που δεν μπορούν να καταλάβουν, τι σημαίνει Αγάπη, αποδοχή, φροντίδα, συντροφικότητα χωρίς να μπαίνει στην μέση η έννοια του οικονομικού κέρδους και όταν μπορούν την φιλεύουν κλοτσιές, μιας και δεν μπορούν να κλοτσήσουν εμένα και κάποια άλλα υποκείμενα, συμβουλεύουν τα υπανθρωπίδια να την… φαρμακώσουν (αντί να φαρμακώσουν εμένα που τολμώ να Αγαπώ ένα ζώο).
Ήμασταν νιες και γερνάμε μαζί, αν πω σε ανύποπτη στιγμή «Ο Ηλίας… ήρθε ο Ηλίας!» η γριούλα πια Τζίλη χύνεται σαν αστραπή στο πορτόνι. Δεν έχει ξεχάσει βλέπεις, τα χέρια που την πήραν από το κλουβί και της χάρισαν μια οικογένεια.
Και να σας πω και κάτι τρελό; Από αυτά που εμείς οι αγγελοκρουσμένοι που μιλάμε με τα πετούμενα και τα τετράποδα, τα δέντρα, τους ουρανούς και τις θάλασσες, κατέχουμε;
Νομίζω πως με την μάνα μου, έχουν κάνει μια μυστική συμφωνία, της ανάθεσε η μάνα μου της ασχημομούρας, να είναι εδώ όταν θα έρθει η Κοραλλένια κόρη του Ηλία μας, όταν κάποτε θα έρθει στο παλιό μικρό σπίτι στο βουνό, για να της δείξει η Τζίλη όλες της ομορφιές του, να την γνωρίσει με το χώμα, το μποστάνι, τις λεμονιές, τις κουμαριές τα αγριοκυκλάμινα, τον κυπαρισσώνα, την κυρά-κουκουβάγια του φεγγίτη, τα κοτοπουλάκια, τις χήνες, το παγώνι, να της μολογήσει παραμύθια και ιστορίες και όσα δεν πρόλαβε η προγιαγιά της να της πει.
Τούτα ονειρεύεται το Τζιλόσκυλο μας, τις νύχτες που το ροχαλητό του σπάει την σιωπή στο μικρό σπίτι στο βουνό και δυο χαμόγελα, ένα της Τζίλης και ένα της μάνας μου από την φωτογραφία, φωτίζουν τα σκοτάδια της νύχτας και την ψυχή μας.
Μέσα από τα μελαγχολικά μάτια του… τερατόσκυλου γνώρισα το πιο άδολο, τρυφερό και αγαπησιάρικο πλάσμα, που κατέχει θέση κραταιά στην καρδιά και την οικογένεια μου και ουαί (κι αλίμονο!) σε όποιον σκεφτεί να την πειράξει.
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit?ref=br_rs http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html