Τη θρυλική σειρά FRIENDS την είδα ετεροχρονισμένα. Ίσως γιατί γενικώς μου έχει μείνει μια αντιπάθεια για τα σίριαλς επειδή -προ εκσυγχρονισμού του ίντερνετ- σε ανάγκαζαν να στηθείς συγκεκριμένη μέρα και ώρα μπροστά στην τηλεόραση. Τις μόνες σειρές που μπορούσα ν’ ανεχτώ ήταν (και είναι) αυτές με τα αυτοτελή επεισόδια, εκείνα δηλαδή που μπορείς να τα δεις αποσπασματικά χωρίς να περιμένεις (ή να ψάχνεις εναγώνια) το επόμενο. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και τα Friends.
Και για να εξηγηθώ εξαρχής. Τα Friends μου αρέσουν, είμαι fun τους γιατί έχουν ευχάριστο σενάριο, χαλαρή πλοκή και με ξεκουράζουν. Έλα, όμως, που αυτά που αποτελούν πλεονέκτημά τους είναι ταυτόχρονα και κείνα που με προβληματίζουν. Θα μου πει κάποιος, μιλάς για χαλάρωση και ταυτόχρονα για προβληματισμό; Ναι, ακριβώς. Αν έμαθες να σκέφτεσαι λίγο βαθύτερα από τον αφρό, αν δεν καταπίνεις με μεγάλες μπουκιές τα πάντα, ε, τότε δεν παύεις να ερμηνεύεις και να προβάλλεις τις ενστάσεις σου. Είναι δευτέρα φύσις αυτό.
Τι έχουν τα Friends και κατέκτησαν την αγορά όλων σχεδόν των κοινωνιών, αντέχοντας μάλιστα στη φθορά του χρόνου; Πρώτ’ απ’ όλα έξυπνο σενάριο, ζωντανό, παιχνιδιάρικο, θεατρικό, με λεξιλόγιο σύγχρονο κι απλό, καθημερινό. Ένα cast ηθοποιών με άφθαρτα (άρα και αθώα) πρόσωπα. Ζωντανό κοινό στα γυρίσματα για να παρακολουθεί, να επιδοκιμάζει (με τρανταχτά γέλια) και ενίοτε να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση αλλαγών στο σενάριο.
Και ήρωες, όχι ακραίους, σχεδόν καθημερινά τυπάκια της εποχής του millennium. Η χαριτωμένη Μόνικα, αρτηριοσκληρωτική με την τάξη και την καθαριότητα, που κατάφερε να γίνει όμορφη και θελκτική αφού απαλλάχτηκε από τη “δυσμορφία” που της προσέφεραν τα περιττά της κιλά. Ο γοητευτικός Τσάντλερ, ράθυμος τύπος, με “ευφυή” σχόλια στο όριο του εξυπνακισμού, που κατάφερε ν’ απαλλαγεί από την κληροδοτούμενη, από το τρανσέξουαλ (!) πατέρα του, απειλή της ομοφυλοφιλίας, κι επομένως διαρκώς ανασφαλής. Η αυτάρεσκη Ρέιτσελ, εντελώς απροβλημάτιστη, στα όρια της αφέλειας, κοπέλα, που επενδύει τα πάντα στην εμφάνιση, στο άψογο μαλλί και βυθισμένη στην άγνοια ακόμα και για τα πιο βασικά της ζωής. Ο σεξιστής Τζόι, η επιτομή του απόλυτα ηλίθιου, αλλά κάπου-κάπου με λεπτά αισθήματα για να μην ξεφύγει προς τον κρετινισμό, θιασώτης του δόγματος “όσα φάμε, όσα πιούμε κι όσα αρπάξει ο κ… μας”, που τα θηλυκά τα βλέπει διαρκώς σαν θήραμα σε σαφάρι. Η αφελής Φοίβη, πρώην homeless, πρώην κλεφτρόνι, πρώην ναρκομανής, που βρήκε τον ίσιο δρόμο, η πρώην κοινωνικά ανένταχτη, η μόνη «αντικομφορμίστρια» της παρέας, με IQ που δεν ξεπερνά το 30. Κι ο αμήχανος Ρος, ο μόνος σπουδαγμένος, σε επίπεδο διανοούμενου, της παρέας, διαρκώς ανασφαλής στη σχέση του με τις γυναίκες, ασταθής συναισθηματικά (γι’ αυτό και ό,τι αγαπά το παντρεύεται) και διαρκώς αμυνόμενος στον χλευασμό όλων των υπολοίπων, κάθε φορά που τολμά να ξεδιπλώνει κάτι από της επιστημονικές του γνώσεις. Σ’ αυτό το παρεάκι δεν χωρά προβληματισμός, εμβάθυνση, ούτε βήμα πέρα από το καθημερινό και το προφανές.
Είπαμε, οι ήρωες, ήταν καθημερινά τυπάκια, τίποτα εξεζητημένο, τίποτε ακραίο… Ίσως γι’ αυτό αντέχουν στον χρόνο. Μας θυμίζουν την υπνωτιστική μακαριότητα της κοινωνίας, θύμα της κυρίαρχης πολιτισμικής ιδεολογίας, που τα αποτελέσματά της τα βιώνουμε στο πετσί μας τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας. Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, λοιπόν…
Πάντως, τα φιλαράκια θα εξακολουθώ να τα κάνω παρέα!
Υ.Γ. Κι όποιος έχει χρόνο και διάθεση ας διαβάσει το παλιό καλό βιβλίο «Ντόναλντ ο απατεώνας» των Ντόρφμαν και Ματλάρ. Θα προβληματιστεί για το τι κρύβεται πίσω από τη ρόδινη αθωότητα της βιομηχανίας της νεανικής ψυχαγωγίας.