Εκείνα τα Χριστούγεννα, όπου η μαμά μου απέτυχε να φτιάξει τα γλυκά που πάντα έφτιαχνε, ήταν σαν να έγινε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Ένα δάκρυ στην άκρη του ουρανού κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Πλημμύρισε το σύμπαν του σπιτιού μας, από δάκρυα. Υπήρχε μία σιωπή σαν πένθος, σαν ένας θάνατος μέσα στο σπίτι.
Δεν ξέραμε τι είχε γίνει. Κάτι φοβερό συνέβη. Κανένας δεν μιλούσε. Έπρεπε όλοι να προσποιηθούμε ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα. Και προπάντων, δεν έπρεπε να καταλάβει, ότι δεν συμφωνούσαμε στην αλλαγή αυτή που έκανε στην συνταγή. Ήταν ένας νεωτερισμός, θα έλεγε, μια δοκιμή. Θα ήθελε να το καλύψει. Και εμείς θα έπρεπε να συμφωνήσουμε.
Η μητέρα μου δεν είχε κάποιο άλλο τρόπο για να δείξει την αξία της. Όχι δεν είχε. Η μητέρα μου, άφησε όλη της την ζωή για την οικογένειά μας. Από τότε που παντρεύτηκε τον μπαμπά μου, δεν έκανε τίποτα για τον εαυτό της. Έτσι έπρεπε, σύμφωνα με τα πρότυπα που είχε μάθει. Αυτή η γυναίκα ήταν μια ζωντανή θυσία, στον βωμό της οικογένειας. Ήταν σαν να μην είχε βούληση κι επιλογές. Αυτά καθορίζονταν πάντα από τις εκάστοτε ανάγκες της οικογένειας. Αυτή η γυναίκα έπαψε πια να είναι γυναίκα, από τότε που έκανε οικογένεια.
Το βασικό θέμα ήταν να μας θρέφει και να μας φροντίζει. Τα πάντα γίνονταν βάσει αυτού. Το φαί , τα γλυκά ήταν το φόρτε της. Ήταν πάντα πλούσια και άψογα. Κάθε γιορτές και ειδικά κάθε Χριστούγεννα, το σπίτι γέμιζε με μυρωδιές. Αυτά τα γλυκά που έφτιαχνε ήταν εξαίρετα. Θυμάμαι ακόμη στην άκρη του ουρανίσκου μου, το σιρόπι που έλειωνε και πλημμύριζε το μέσα μου.
Η μάνα μου τάχτηκε στην οικογένειά της. Ήταν ταγμένη στον πατέρα μου και σ’ εμάς. Δεν υπήρχαν επιθυμίες, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Κι αν ποτέ τολμούσε να εκδηλώσει μία επιθυμία της για ανεξαρτησία και πρωτοβουλία, αρρώσταινε. Ναι μάλιστα, αρρώσταινε κι έτσι ποτέ δεν γινόταν πραγματικότητα το θέλω της. Ήταν εκεί πάντα ο πατέρας μου που δεν έλεγε όχι, αλλά ποτέ δεν της το επέτρεπε. Και η γιαγιά μου, η μάνα της που ήταν άγρυπνος φρουρός του βωμού τής οικογένειας. Μια ατόφια , γνήσια Σπαρτιάτισσα, με αδιαπραγμάτευτες αρχές και αξίες.
Έτσι είχαμε μάθει και εμείς, τα παιδιά της. Να θεωρούμε δεδομένο, πως έπρεπε να είναι έτσι. Έπρεπε να την θαυμάζουμε και προπάντων τα φαγητά της. Ήτανε το δόσιμό της σ’ εμάς. Ήταν αυτή η «υπηρεσία» της προς εμάς, δεδομένη. Τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει αυτή την ισορροπία.
Η μάνα μου δεν είχε άλλο τρόπο να μας πει, πόσο μας αγαπάει. Δεν μπορούσε λοιπόν, να μην μας αρέσει κάτι που έφτιαχνε. Γιατί αυτό μας έδινε. Και το έκανε με τόση θυσία και το έκανε με τόση αυταπάρνηση. Επιπροσθέτως, αν κάτι δεν μας άρεσε, θα αρρώσταινε. Και αυτό δεν μας άρεσε καθόλου. Δεν θέλαμε να την βλέπουμε ν’ αρρωσταίνει. Τότε όλο το σπίτι ήταν σε αναταραχή. Τότε χανόταν το μικρό μας σύμπαν.
Όσο μεγάλωνα, δεν μπορούσα ν’ αντέξω αυτή την στάση της. Δεν μπορούσα να χωρέσω, ότι δεν υπήρχε. Ήταν ολόκληρη μια ανυπαρξία και ένα τίποτα, χωρίς την οικογένειά της και τα φαγητά της. Όσο μεγάλωνα, άρχισα ν’ αρνούμαι να της μοιάσω. Δεν δεχόμουν να γίνω μία ανυπαρξία, αφιερωμένη σ’ ένα βωμό. Επαναστάτησα και κοιτούσα, να κάνω αυτό που μου αρέσει . Επανέλαβα πολλές δικές της συμπεριφορές, σαν να ήθελα έτσι να βρίσκομαι μαζί της. Όμως πάντα προχωρούσα στον δρόμο που εκπληρώνονταν οι βαθιές μου επιθυμίες.
Δεν μου άρεσαν οι δουλειές του σπιτιού ποτέ, σαν μια επανάσταση σε όλα αυτά που μου είχε μάθει. Και δεν δέχτηκα ποτέ να με μάθει.
Αυτό που μ’ εντυπωσιάζει, είναι πως αυτά που μαγείρευε και ήταν ιδιαίτερα για το σπίτι μας, τα φτιάχνω και με μεγάλη επιτυχία. Και ειδικά τα γλυκά των Χριστουγέννων, έτσι ακριβώς όπως τα έφτιαχνε, χωρίς νεωτερισμούς και δοκιμές. Λες και μου τα είχε διδάξει.
Επικοινωνήστε με την ποιήτρια:
https://www.facebook.com/eugenia.oikonomopoulou.5?ref=br_rs