Ξεκίνησε πάλι. Τα σκυλιά γάβγισαν σαν να ήθελαν να του δώσουν κουράγιο, σαν να τον προέτρεπαν να συνεχίσει. Είδε τον στενόμακρο θάμνο ανάμεσα στους άλλους που φύτρωναν άναρχα. Απόρησε με τον εαυτό του που κατάφερε να τον εντοπίσει από απόσταση τουλάχιστον τριάντα μέτρων. Ένα λυπημένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Πώς να μην τον αναγνωρίσω, τον έχω δει δεκάδες φορές στον εφιάλτη μου, είπε στον εαυτό του.
Το βήμα του έγινε πιο αργό. Βάδισε προσεκτικά στα ξερά φύλλα, όπως βαδίζουν οι ναρκαλιευτές στα μέρη όπου πιστεύουν ότι υπάρχει ναρκοπέδιο, προσευχόμενοι να μην ακούσουν το κλικ κάτω από την μπότα τους. Έφτασε στα είκοσι μέτρα από τον θάμνο. Τα σκυλιά ξεχύθηκαν για άλλη μία φορά μπροστά. Το ένα έκανε δεξιά και το άλλο αριστερά από το μονοπάτι που βάδιζαν. Τα κοίταξε καθώς έτρεχαν ανάμεσα στους θάμνους. Τα κάλεσε κοντά του. Αυτή τη φορά όμως δεν υπάκουσαν. Κάτι τα είχε αναστατώσει. Μόνο όταν αντιλαμβάνονταν κάποιο θήραμα συμπεριφέρονταν με αυτόν τον τρόπο. Όπλισε ενστικτωδώς την καραμπίνα και προχώρησε. Τα ξερά φύλλα κάτω από τα άρβυλά του αντήχησαν πιο δυνατά. Ένα σμήνος από πουλιά ξεπετάχτηκε από τις ψηλές βελανιδιές. Άκουσε τα φτερουγίσματα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ούτε κατάλαβε αν ήταν αγριοπερίστερα ή κάποιο άλλο είδος. Δεν τον ενδιέφερε πλέον. Η προσοχή του ήταν επικεντρωμένη στον θάμνο. Ποτέ πριν δεν φανταζόταν ότι θ’ άφηνε ένα σμήνος να φτερουγίσει χωρίς να σηκώσει καν τα μάτια να κοιτάξει εξαιτίας ενός θάμνου.
Έφτασε στα δέκα μέτρα. Άφησε το μονοπάτι κι έκανε δεξιά για να πάει κοντά του. Τα πόιντερ έτρεξαν προς τον θάμνο, γαβγίζοντας συνεχώς, και σταμάτησαν δύο μέτρα μακρύτερα, μυρίζοντας ταυτόχρονα τον αέρα. Ο Πάρης σταμάτησε κι αυτός. Πίσω από τον θάμνο κάτι υπήρχε. Τα κυνηγόσκυλα το αντιλήφθηκαν και φερμάρισαν. Ήταν βέβαιος, έτσι έκαναν πάντοτε. Πλησίασε αργά. Προσπάθησε να μην κάνει θόρυβο. Όχι από την έγνοια του να μην φύγει το θήραμα, αλλά από έναν ενδόμυχο φόβο, λες και ο θάμνος θα τον αντιλαμβανόταν, θα ζωντάνευε και θα του χιμούσε. Τα σκυλιά χώθηκαν μέσα στα πυκνά κλαδιά του γρυλίζοντας. Ο Πάρης έκανε ακόμη δύο βήματα. Έβλεπε το μπροστινό μέρος του θάμνου. Τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν έντονα. Έκανε ακόμη ένα βήμα. Τα σκυλιά κλαψούρισαν. Πλησίασε πιο κοντά. Τώρα έβλεπε κι ένα μέρος από την πίσω πλευρά του θάμνου. Κινήθηκε δεξιότερα για να δει καλύτερα. Πάτησε πάνω σε μια πέτρα και το πόδι του γύρισε. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε τον αστράγαλό του. Κόντεψε να σωριαστεί στο έδαφος. Τελευταία στιγμή κράτησε την ισορροπία του. Με τα μάτια δακρυσμένα από τον πόνο, κοίταξε ξανά πίσω από τον θάμνο. Μέσα στη θολούρα του διέκρινε κάτι λευκό. Έκπληκτος, σκούπισε τα μάτια του. Έγειρε λιγάκι δεξιά και ξανακοίταξε.
Ένα σώμα, ντυμένο με λευκό φόρεμα, κείτονταν κατάχαμα. Ξερά φύλλα και κλαδιά κάλυπταν το πρόσωπο. Τα πόδια και τα χέρια δεν φαίνονταν, μόνο τα μακριά μαλλιά ξεχώριζαν. Ξερόχορτα βρίσκονταν παντού. Τα σκυλιά μύρισαν και σκάλισαν την περιοχή γύρω από το σώμα. Ο Πάρης ούρλιαξε και τα πόιντερ υποχώρησαν τρομαγμένα. Το λευκό φόρεμα σαν να ανέμισε λιγάκι, καθώς ένα αεράκι φύσηξε ανάμεσα στα φυλλώματα. Τα μάτια του Πάρη πετάχτηκαν από τις κόγχες. Το ουρλιαχτό του δεν έλεγε να σταματήσει. Σήκωσε την καραμπίνα προς τον θάμνο και πυροβόλησε. Τα σκάγια διαπέρασαν τις φυλλωσιές, τρύπησαν το λευκό φόρεμα και τίναξαν στον αέρα κλαδάκια και φύλλα. Τα σκυλιά απομακρύνθηκαν φοβισμένα. Ο Πάρης συνέχισε να πυροβολεί μέχρι που η θαλάμη του όπλου άδειασε. Μέσα στη σύγχυσή του άκουσε ένα ειρωνικό γέλιο. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει αν το άκουσε πραγματικά ή αν ήταν στη φαντασία του.
Γύρισε και το έβαλε στα πόδια, κουτσαίνοντας. Το διάστρεμμα στον αστράγαλο τον εμπόδιζε να τρέξει όσο πραγματικά ήθελε και να απομακρυνθεί. Πονούσε αφόρητα, έσερνε το πόδι του και χοροπηδούσε. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του από τον πόνο και την απελπισία που τον κατέλαβε. Τα σκυλιά τον ακολούθησαν γαβγίζοντας. Πήρε ένα απότομο μονοπάτι και άρχισε να κατεβαίνει σέρνοντας τον πισινό του. Του ήταν ευκολότερο από το να μείνει όρθιος και να τρέχει. Μετά από είκοσι μέτρα, ένιωσε το πίσω μέρος του παντελονιού του να σκίζεται. Πέτρες πλήγωσαν τη σάρκα του. Αναγκάστηκε να σηκωθεί. Κατέβηκε μερικά μέτρα κουτσαίνοντας, έπειτα το πόδι του μπερδεύτηκε στη ρίζα ενός θάμνου που εξείχε κι έχασε την ισορροπία του. Κατρακύλησε όπως ένα τσέρκι που κυλάει στην κατηφόρα, και κλαδιά θάμνων γρατζούνισαν το πρόσωπό του. Έσφιξε την καραμπίνα στα χέρια για να μην του πέσει κι έκλεισε τα μάτια ενστικτωδώς, καθώς ένιωσε τα κλαδιά να του μαστιγώνουν το πρόσωπο. Συνέχισε να κατρακυλά, γδέρνοντας το σώμα και τα χέρια του, ώσπου κατέληξε σ’ ένα ίσιο πλάτωμα. Κύλησε στο χαμηλό χορτάρι και η πτώση του σταμάτησε.
Σηκώθηκε με κόπο. Το σώμα του πονούσε. Κοίταξε πανικόβλητος πίσω του, στο μονοπάτι απ’ όπου κατέβηκε. Βεβαιώθηκε ότι το πτώμα δεν τον ακολουθούσε, δεν ερχόταν ξοπίσω του κατρακυλώντας και αυτό στο μονοπάτι. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να απομακρυνθεί, να φύγει όσο μακρύτερα μπορούσε.
Προσπάθησε να τρέξει. Ο αστράγαλος εξακολουθούσε να πονά. Έσφιξε τα δόντια και, σέρνοντας το πόδι του, έφυγε προς το ξέφωτο όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο. Το παντελόνι του ήταν πλέον κουρελιασμένο και ο πισινός του γδαρμένος. Ευχήθηκε να μην συναντήσει κάποιον κυνηγό. Ο φόβος του ήταν μεγάλος, αλλά και η ντροπή που ένιωθε εξίσου μεγάλη. Έφτασε στο αυτοκίνητο καταϊδρωμένος, με το πόδι να πονά ακόμη περισσότερο από την προσπάθεια που κατέβαλλε. Στρίμωξε γρήγορα τα σκυλιά στο κλουβί, πέταξε την καραμπίνα και το σακίδιο στο πίσω κάθισμα και, τρέμοντας, έβαλε σε λειτουργία τη μίζα. Δίχως καθυστέρηση έκανε μανούβρα και ξεκίνησε. Πάτησε γκάζι. Το αυτοκίνητο αναπήδησε στο ανώμαλο έδαφος. Το τρέιλερ με το κλουβί των σκυλιών εκτινάχτηκε ολόκληρο στον αέρα κι έπεσε πάλι με θόρυβο στο χώμα. Βγήκε στον δρόμο και ανέπτυξε ταχύτητα. Όσο γρηγορότερα έφευγε από εκεί τόσο το καλύτερο για εκείνον.
Κοίταξε από τον καθρέφτη. Δεν τον ακολουθούσε κανείς και τίποτα. Δεν είδε τίποτα λευκό να έρχεται ξοπίσω του. Το πτώμα έμεινε εκεί, πίσω από τους θάμνους. Ένα τρελό γέλιο τον έπιασε. Τα μάτια του σπινθηροβόλησαν. Έπειτα το γέλιο έγινε κλαψούρισμα και το κλαψούρισμα, κλάμα. Η λύτρωση που περίμενε δεν ήρθε. Αντί της λύτρωσης ήρθε ο εφιάλτης. Ζωντανός ετούτη τη φορά. Όχι πλέον στον ύπνο του, αλλά στην πραγματική ζωή.
Υπέθεσε ότι νεκρό κορίτσι ήταν αποφασισμένο να τον εκδικηθεί. Ότι είχε βγει από τον τάφο, ότι είχε επιστρέψει και τον περίμενε πίσω από τον θάμνο με το λευκό του φόρεμα, όπως την πρώτη φορά. Ήθελε να τον τιμωρήσει γιατί δεν την έσωσε. Ούρλιαξε:
«Γαμώτο! Πού να το φανταστώ πως θα την σκότωναν;»
Άφησε τα σκυλιά στο χτήμα και γύρισε στο διαμέρισμά του. Κλείδωσε την πόρτα, τράβηξε τις κουρτίνες, έβγαλε το κουρελιασμένο παντελόνι και τα υπόλοιπα ρούχα και περιποιήθηκε τα τραύματά του. Σκέφτηκε τον γιατρό. Αν του έλεγε τι συνέβη, πώς θα αντιδρούσε άραγε; Ως ψυχίατρος, σίγουρα είχε ακούσει πολλά απίστευτα πράγματα. Η δική του ιστορία, όμως, ήταν αληθινή. Αληθινή και εντελώς μεταφυσική. Αλλά ποιος θα τον πίστευε; Ο εγκλεισμός του σε κάποιο ίδρυμα ήταν πολύ πιθανός, αν επέμενε ότι το πτώμα της Αναστασίας τον περίμενε πίσω από τον θάμνο.
«Κι όμως, με περίμενε!» φώναξε με απελπισία.
Περισσότερα για το βιβλίο εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/ektos-orion.html
https://www.facebook.com/Εκτός-ορίων-Σάββας-Καλιοντζής-Άνεμος-εκδοτική-1596898570562931/?fref=ts
Βρείτε τη συγγραφέα στο Facebook:
https://www.facebook.com/savaskall?fref=ts