«Το γυάλινο καράβι», Κώστας Στοφόρος

Άνεμος Magazine 01/03/2016 0

to gialino karavi

Στίχοι: The Doors
Μουσική: The Doors
Πρώτη εκτέλεση: The Doors
Τραγούδι: The Crystal Ship

The days are bright and filled with pain
Enclose me in your gentle rain
The time you ran was too insane
We’ll meet again, we’ll meet again

Oh tell me where your freedom lies
The streets are fields that never die
Deliver me from reasons why
You’d rather cry, I’d rather fly

…αμήχανοι, το γυρισμό στη θάλασσα αποθέσαν
όπου αυτή τους φέρει…

Απολλώνιος Αργοναυτικά (μετάφραση Γιάννη Τριτσιμπίδα)

Όπως κάθε πρωί ο Χρήστος ξεκίνησε για το σχολείο. Ήταν πολύ περήφανος που εδώ και λίγους μήνες τον είχαν αφήσει να πηγαίνει μόνος του. Και ας ήταν λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Κι ας ήταν σίγουρος πως η μαμά καθόταν στο μπαλκόνι και τον κοιτούσε μέχρι να στρίψει στη γωνία. Ήταν Άνοιξη στην αρχή της και γύρω τα λουλούδια είχαν αρχίσει δειλά –δειλά να πετάγονται μέσα από το χορτάρι που φύτρωνε εδώ κι εκεί. Δεν έκανε κρύο αλλά βαριά σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. Δεν είχε κάνει παρά μόνο μερικά βήματα όταν άρχισε να ψιχαλίζει. Άνοιξε την ομπρέλα του.

Κι αυτό που έγινε μετά κανείς δεν μπορούσε να το περιμένει. Πόσο μάλλον ο Χρήστος. Άρχισε να υψώνεται αργά αλλά σταθερά προς τον ουρανό. Η μαμά που στεκόταν στο μπαλκόνι, είχε για μια στιγμή αφαιρεθεί και μόλις επέστρεψε ξανά στην πραγματικότητα νόμιζε ότι ονειρεύεται. Μετά άρχισε να φωνάζει «Χρήστο! Χρήστο!» λες κι έτσι θα μπορούσε να τον φέρει πίσω στη γη.

Όμως ο Χρήστος δεν άκουγε πια. Η βροχή δυνάμωσε κι όλα πίσω του –ή μάλλον κάτω του- μίκραιναν. Έτσι όπως απομακρύνονται οι χαρταετοί την Καθαρή Δευτέρα, έτσι κι ο Χρήστος έφευγε από τη γειτονιά και πετούσε προς τον Υμηττό. Είδε κάτω στο σχολείο τους συμμαθητές του σαν μικρά μυρμήγκια να μαζεύονται στην αυλή του σχολείου για την πρωινή προσευχή. Κάποιοι τον είχαν εντοπίσει ήδη στον ουρανό και τον έδειχναν στους άλλους. Σε λίγο ίσα που φαινόταν. Μια μικρή κουκκίδα στον ουρανό. Περνούσε πάνω από τις κεραίες του Υμηττού με κατεύθυνση τα Μεσόγεια. Άρχισε να φοβάται μη βρεθεί στον δρόμο κανενός αεροπλάνου. Ωστόσο, όταν η βροχή σταμάτησε, άρχισε να απολαμβάνει αυτή τη μοναδική βόλτα κι έπαψε να αναρωτιέται τι ακριβώς είχε συμβεί.

Τότε συνάντησε το ουράνιο τόξο και διασχίζοντας το, πήρε λίγο απ’ όλα τα χρώματά του, ενώ ανακάλυψε πως είχε και γεύση!

Το κόκκινο κεράσι
Το κίτρινο ξινό σαν το λεμόνι
Το μπλε, αλμυρό σαν θάλασσα
Το μωβ –μπλιαχ- είχε γεύση μελιτζάνας
Το πορτοκαλί –ευτυχώς –σα δροσερή πορτοκαλάδα
Το πράσινο -άγουρο σταφύλι
Το βιολετί σαν ένα γλυκό που έφτιαχνε η γιαγιά του

Αυτή ήταν κι η τελευταία γεύση που ένιωσε, καθώς έπεσε σε ένα ρεύμα αέρα που με μεγάλη ταχύτητα τον έσπρωξε προς το Πόρτο Ράφτη κι από εκεί γραμμή για το νότο.

Πετούσε πια πάνω από τη θάλασσα, όταν ένιωσε να χάνει ύψος. Αν και ήξερε καλό κολύμπι φοβήθηκε πολύ. Ο ήλιος που είχε κερδίσει το παιχνίδι με τα σύννεφα κι έλαμπε, δεν τον παρηγορούσε καθόλου. Τότε είδε κάτι να γυαλίζει εκτυφλωτικά. Όσο πλησίαζε, τόσο πιο έκπληκτος κοιτούσε. Δεν μπορούσε να σταματήσει, παρόλο που τυφλωνόταν από τη λάμψη. Ένα γυάλινο καράβι καταμεσής της ακύμαντης θάλασσας. Με τα πανιά και τα κατάρτια γυάλινα. Ένα καράβι φτιαγμένο λες με εκείνα τα γυαλάκια που μάζευαν τα καλοκαίρια στην παραλία του νησιού. Γαλάζια, πρασινωπά, λευκά, τιρκουάζ, καφετιά… Χωρίς να ξέρει πως, προσγειώθηκε απαλά στο γυάλινο κατάστρωμα. Δεν φαινόταν ψυχή. Μια απόκοσμη σιωπή απλωνόταν παντού σαν διάφανο πέπλο.

Έτσι, όταν εμφανίστηκε μπροστά του ο Σιδερένιος Άνθρωπος και ράγισε το γυαλί με τα βήματά του, ο Χρήστος τρόμαξε πολύ. Εκείνος όμως χαμογέλασε και του άπλωσε το χέρι. Η χειραψία τον πόνεσε λιγάκι, αλλά ταυτόχρονα τον καθησύχασε. Ο Σιδερένιος Άνθρωπος μίλησε σαν ρομπότ. Ζήτησε από τον Χρήστο να τον βοηθήσει:
«Δεν μπορώ να οδηγήσω το καράβι. Θα το καταστρέψω! Χρειάζομαι το λιγοστό βάρος και τα απαλά χέρια ενός παιδιού για να ταξιδέψει το Γυάλινο Καράβι. Ο φίλος μου ο Μαΐστρος βγήκε λίγο από τη θέση του στους «Αέρηδες» και διάλεξε εσένα απ’ όλα τα παιδιά για να κάνεις το ταξίδι. Αυτός σε έφερε στην «Αργώ» μου. Αν θέλεις να γυρίσει πίσω, ο Πουνέντες θα σε πάει στο Πι και Φι. Όλοι οι άνεμοι είναι φίλοι μου. Από τότε που μικρός έπαιζα κοντά στους Αέρηδες, στο «Ρολόι του Κυρρήστου». Πριν μεγαλώσω κι η καρδιά του γίνει σκληρή σαν πέτρα. Πριν γίνω Σιδερένιος…»

Κάποια καλή νεράιδα του είπε πως αν κατάφερνε να φτιάξει ένα γυάλινο καράβι και να ταξιδέψει με αυτό ως το μαγικό νησί της Ανάφης, τότε θα γινόταν πάλι κανονικός άνθρωπος. Έπρεπε αυτό το καράβι να το φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια μαζεύοντας από κάθε νησί των Κυκλάδων τα γυαλάκια που ξεβράζει η θάλασσα.

Ο Σιδερένιος Άνθρωπος άρχισε τότε να ταξιδεύει, παρά το ασήκωτο βάρος του. Παρά τα περιφρονητικά βλέμματα των ανθρώπων. Την αποστροφή τους. Με πλοία της γραμμής, με καΐκια, με αεροπλάνα, με μικρά ιστιοφόρα, πήγε σε 33 νησιά . Έδειξε στον Χρήστο ένα χαρτί που είχε γράψει τα ονόματα των νησιών, με τη σειρά που τα είχε επισκεφθεί:
Νάξος
Άνδρος
Πάρος
Τήνος
Μήλος
Κέα
Αμοργός
Ίος
Κύθνος
Μύκονος
Σύρος
Σαντορίνη
Σέριφος
Σίφνος
Σίκινος
Κίμωλος
Αντίπαρος
Φολέγανδρος
Μακρόνησος
Πολύαιγος
Ηρακλειά
Γυάρος
Κέρος
Ρήνεια
Δονούσα
Θηρασία
Σχοινούσα
Αντίμηλος
Δεσποτικό
Άνω Κουφονήσι
Κάτω Κουφονήσι
Δήλος
Ανάφη

Στην Ανάφη τέλειωσε τη συλλογή του κι εκεί θα επέστρεφε. Άγνωστο γιατί… Στα 23 από τα νησιά είχε μαζί του ένα μικρό βιβλιαράκι. Κι από εκεί διάβαζε ένα ποίημα για κάθε νησί, σα να έπαιρνε οδηγίες.

Ένα ξημέρωμα στην Ηρακλειά, το «Χρυσαφί νησί», όπως το έλεγε το βιβλίο, ο Σιδερένιος ‘Άνθρωπος τόλμησε να βουτήξει στη θάλασσα. Να κάνει ο ίδιο το σιδερένιο κορμί του έργο τέχνης, «με τα μικροσκοπικά πετραδάκια κολλημένα παντού, ένα ψηφιδωτό υπέροχα αντανακλώντας το τρέμουλο του νερού μπροστά στα αμυγδαλωτά μάτια της θάλασσας»*

Περπάτησε πάνω σε νησιά μαρτυρικά, όπως η Μακρόνησος και η Γυάρος. Η πέτρινη καρδιά του ένιωσε να ραγίζει εκεί. Στη θάλασσα δεν τόλμησε να ξαναμπεί. Ένιωθε πως θα τελειώσει η ζωή του. Πήγε στο καρνάγιο της Σύρου και σε ένα μυστικό εργαστήρι άρχισε να συναρμολογεί γυαλί -γυαλί το καράβι του. Όταν τέλειωσε –και του πήρε μήνες και χρόνια με ένα ρυμουλκό το έφερε στη θέση που βρισκόταν τώρα. Αγκυροβολημένο στα ανοιχτά της Τζιας. Τότε όμως κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να το ταξιδέψει. Κι έτσι βρήκε τον Χρήστο. Θα τον βοηθούσε;

Ο Χρήστος, αφού τον άκουσε, έπιασε στα χέρια του το τιμόνι του καραβιού σαν έμπειρος καπετάνιος. Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα. Ο Σιδερένιος άνθρωπος έκοψε τα σκοινιά που κρατούσαν δεμένο το Γυάλινο Καράβι κι άρχισαν να πλέουν προς τον Νότο. Ο θαλασσινό δρόμος είναι ανοικτός. Για ώρες το ταξίδι συνεχίζεται σιωπηλά πάνω στην ακίνητη θάλασσα. Ο βυθός φαίνεται καθαρά όσο κι ο ουρανός. Πολύχρωμα ψάρια και αποικίες σφουγγαριών.Σουρουπώνει.

Καθώς πέφτει η νύχτα, τα πράγματα αλλάζουν. Η δοκιμασία φαίνεται να αρχίζει τώρα. Το σκοτάδι πέφτει πυκνό σαν πέπλο. Φεγγάρι δεν υπάρχει. Τα αστέρια έχουν χαθεί από τον ουρανό. Ο Χρήστος δεν ήξερε αν πια έπλεαν πάνω στη θάλασσα. Ακόμη κι ο Σιδερένιος Άνθρωπος είχε χαθεί –σαν φάντασμα.

Μέσα στο από το πυκνό σκοτάδι έρχονταν γέλια και φωνές, σε μια παράξενη γλώσσα –μάλλον αρχαία Ελληνικά. Μπορούσες να ξεχωρίσεις κάποιες λέξεις. Πειράγματα που έκαναν τα μάγουλα του Χρήστου να κοκκινίσουν. Ξαφνικά στο βάθος της νύχτας φάνηκε ένα μικρό φωτάκι. Σαν κάφτρα τσιγάρου φαινόταν στην αρχή. Σαν μικρή φλόγα αργότερα. Ένα φως που έμοιαζε να αναδύεται από τη θάλασσα.

Ξαφνικά έμοιαζε να ξημερώνει. Ένα ρόδινο ακρογιάλι φάνηκε μπροστά τους. Το Γυάλινο Καράβι αργά -αργά, εξόκειλε στην αμμουδιά. Κατέβηκαν κι οι δυο. Σαν κάτι να τράβηξε το βλέμμα τους κοίταξαν ψηλά στην κορυφή. Ένας γιγαντιαίος πέτρινος ογκόλιθος σημάδευε τον ουρανό. Τράβηξαν κατά κει. Καθώς ανηφόριζαν, ή πανοπλία που ήταν ένα με το σώμα του Σιδερένιου Ανθρώπου, άρχισε να λιώνει. Μόλις ο ήλιος βγήκε πίσω από τον πέτρινο ογκόλιθο, το λιωμένο σίδερο αργοκυλούσε πια – σαν ρυάκι- προς τη θάλασσα. Όταν έφτασαν στην κορυφή ο Άνθρωπος δεν ήταν πια Σιδερένιος. Εκεί, αγναντεύοντας το νησί που απλωνόταν στα πόδια τους –την Ανάφη- απέκτησε ένα νέο όνομα. Θα τον έλεγαν πια Εύφημο**.

Ο Εύφημος, γονάτισε στη γη σα να την προσκυνούσε. Πήρε λίγο χώμα και το έπλασε με το λιωμένο σίδερο που είχε απομείνει. Έφτιαξε κάτι σαν μικρό άγαλμα- ομοίωμα του προηγούμενου εαυτού του και το έδωσε στον Χρήστο.

Του είπε μετά να ανοίξει την ομπρέλα του… Το απαλό αεράκι τον σήκωσε και πάλι στον ουρανό. Σε λίγο ταξίδευε πάνω από τη Σαντορίνη.  Κυκλάδες, Αίγινα, Πειραιάς… Προσγειώθηκε πάνω στο σχόλασμα.

Παράξενο. Αν και τον είχαν δει κανείς δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Ούτε και η μητέρα του που τον περίμενε όπως κάθε μεσημέρι στο μπαλκόνι. Όλα έμοιαζαν σαν όνειρο. Εκτός από το μικρό ανθρωπάκι –από χώμα και σίδερο- που αναπαυόταν στην τσέπη του.

Την ίδια εκείνη ώρα το Γυάλινο Καράβι διαλυόταν αργά από τα κύματα της θάλασσας. Τα μικρά γυαλάκια που το είχαν σχηματίσει άρχιζαν το ταξίδι της επιστροφής στα νησιά τους. Ο Εύφημος κοίταξε προς τη μεριά της Σαντορίνης καθώς μια νέα μέρα ξεκινούσε. Ένα δάκρυ, το πρώτο μετά από πολλά χρόνια κύλησε από τα μάτια του.

Ο Κώστας Στοφόρος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάζεται με το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η «Κούπα του Πτολεμαίου -Περιπέτεια στο Πόρτο Ράφτη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιπτάμενο Κάστρο.

*Η αναφορά και οι στίχοι στο βιβλίο της Πόπης Γκερούση, «Τα νησιά και ο έρωτας -23+1 νησιά- 23+1 χρώματα» (Άνεμος εκδοτική)
**Το όνομα και πολλά περιστατικά του ταξιδιού εμπνέονται από τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου.

Πηγή: http://grammophono.tumblr.com/post/140213560817/το-γυάλινο-καράβι-κώστας-στοφόρος

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *