«Έσμα», Μάχη Τζουγανάκη

Άνεμος Magazine 29/02/2016 0

esma

Στα χέρια της κρατούσε ένα χαρτί από διαφημίσεις. Πριν λίγο μοίραζε τέτοια φυλλάδια στο απέναντι φανάρι ένας όμορφος νέος. Την πλησίασε, της γέλασε και της έδωσε ένα. «Έλα, πάρε και εσύ! Ποτέ δεν ξέρεις!». Εκείνη άπλωσε το χέρι. Μαθημένη σε τούτη την κίνηση. Συνέχεια του κορμιού της. Το πήρε στα χέρια της και το κοιτούσε. Και ύστερα χάζευε τον νέο από μακριά. Το σώμα της ολόκληρο μου μαρτυρούσε τα πάντα.

Μετά από λίγα λεπτά, το έβαλε στην τσέπη της και συνέχισε να περπατά. Φορούσε μία κόκκινη φόρμα παλιά, και σκισμένα αθλητικά. Από πάνω φόραγε ένα αταίριαστο μωβ πουλόβερ. Με χάντρες και δαντέλες. Με ένα χακί ξεφτισμένο μπουφάν τυλιγμένο πάνω της, μήπως και αντέξει το κρύο, περπάταγε χωρίς να κοιτάζει γύρω της. Έτσι πέρασε και το φανάρι με κόκκινο. Αν δεν την είχα παρατηρήσει από ώρα, θα μπορούσα να την είχα χτυπήσει. Της πάτησα την κόρνα για να τη σταματήσω, να μη συνεχίσει το δρόμο. Γύρισε και με κοίταξε παγωμένη με ένα καταπράσινο βλέμμα.

Αυτή είναι η Έσμα. Μία μικρή γυναίκα με γατίσιο βλέμμα. Πανέμορφη μέσα σε τούτα τα άθλια ρούχα. Την είδε ο πατέρας της σαν γεννήθηκε και χαμογέλασε. Όχι γιατί είδε το παιδί του για πρώτη φορά. Ούτε γιατί έζησε τούτο το θαύμα. Αλλά γιατί με τούτη την ομορφιά θα είχε επιτέλους έξτρα εισόδημα. Η μάνα της το ήξερε. Σαν είδε το βλέμμα του, κατάλαβε τι θα ακολουθήσει. Μαθημένη σε τούτη τη ζωή, δεν έφερε ποτέ καμιά αντίσταση.

Η ζωή της ξεκίνησε στην αγκαλιά της μάνας της και της θείας της, δίπλα από φούρνους και έξω από μετρό και στάσεις λεωφορείων. Μέσα στο κρύο και στη βροχή για να συγκινούν ακόμα περισσότερο. Άπλωναν το χέρι τους και εκείνη τους κοίταζε όλους από ψηλά. Πότε να αδιαφορούν, πότε να αφήνουν κάποιο κέρμα. Ο ήχος του κέρματος την έκανε χαρούμενη. Άκουγε τους χτύπους στο στήθος της μάνας της και ένιωθε τη δική της ευχαρίστηση. Έτσι μεγάλωσε. Με τα γκλιν πάνω σε ποτήρια και δίσκους. Έτσι μεγάλωσε. Με τα βλέμματα όλων από ψηλά, πότε αποδοκιμαστικά, πότε θλιμμένα, πότε ψυχρά.

Αργότερα, συνέχισε μόνη της. Έξω από μαγαζιά, καθόταν εκεί με ένα λυπημένο βλέμμα και άπλωνε το χέρι της. Καμιά φορά ερχόντουσαν κάτι γιαγιάδες και της δίνανε να φάει. Άλλοι την παίρνανε στο φούρνο μαζί τους να διαλέξει. Άπλωνε και εκείνη τα χέρια της πάνω στο ζεστό τζάμι της βιτρίνας του φούρνου και κοίταζε λαίμαργα. Δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Το σταμάτησε όμως κι αυτό μετά από λίγο καιρό, σαν άρχισε να έρχεται σπίτι με μισό «μεροκάματο». Έβγαζε τη ζώνη ο πατέρας της και τη σημάδευε στην πλάτη. Για να μάθει…

Σαν μεγάλωσε και ξεβλαστάρωσε, την κοιτάζανε όλοι σαν ξερολούκουμο. Την αθωότητά της, τη διέλυσε μια μέρα ο θείος της. «Έτσι πρέπει», της είπε ψιθυριστά, «για να μαθαίνεις». Της έκλεισε το στόμα με τη βρωμερή παλάμη του και ξεφύσαγε λαχανιασμένος στο αυτί της. Ήθελε να φωνάξει δυνατά, να τον χτυπήσει, να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Μα σαν την απείλησε ότι θα της πάρει το μεροκάματό της και θα τη στείλει με άδειο το πορτοφόλι της στον πατέρα της, σώπασε και τον άφησε να λεηλατήσει το κορμί της. Γύρισε σπίτι της με διπλάσια λεφτά. Ο θείος φάνηκε γενναιόδωρος. Με διαλυμένη την ψυχή της, είδε τον πατέρα της να μετρά χαρούμενος τα λεφτά που έφερε και τη μάνα της να την αγκαλιάζει. Στη χειρότερή της μέρα, οι γονείς της χορεύανε από χαρά. «Μπράβο Έσμα, άρχισες να μαθαίνεις τη δουλειά!» της φώναζε ενθουσιασμένος ο πατέρας της.

Κι έτσι έμαθε τη δουλειά. Ο θείος της τη μοίραζε από εδώ κι από εκεί. Κι εκείνη σιωπηλή και άψυχη, έδινε ό,τι της ζητούσαν. Κάθε βράδυ, γινόταν η Έσμα η σκοτεινή γυναίκα με τα γατίσια μάτια που έκανε να τρέχουν τα σάλια όλων στα μπαρ που τριγυρνούσε. Πληρώναν όσο-όσο όλοι τους για μία νύχτα μαζί της. Και γέμιζε το πορτοφόλι της, γέμιζε και το πορτοφόλι του πατέρα της. Μόνο η μάνα της την κοίταζε θλιμμένη. Έβλεπε το κορμί της σημαδεμένο και την ψυχή της να αδειάζει και εκείνη να την αφήνει απροστάτευτη.

Κάθε πρωί, τριγυρνούσε στα φανάρια με το χέρι απλωμένο. Άλλαζε τα προκλητικά ρούχα της νύχτας με παλιόρουχα. Γινόταν η Έσμα των φαναριών. Με το λυπημένο βλέμμα. Που παρακαλά για λίγα κέρματα. Έτσι μου χτύπησε και εμένα πριν καιρό το τζάμι. Το κατέβασα και την είδα. Θαμπώθηκαν τα μάτια μου. Εκείνη με κοίταζε αμίλητη.

«Πώς σε λένε κοπέλα μου;» της είπα με ενδιαφέρον.

«Έσμα» μου είπε καρφώνοντάς με. «Πεινάω. Δώσε μου κάτι για να φάω» είπε ψυχρά

Έβγαλα ό,τι είχα στο πορτοφόλι μου και της το έδωσα. Εκείνη με κοίταξε έκπληκτη κοιτάζοντας τα χρήματα. Ακόμα και αν πέρναγαν πολύ περισσότερα στα χέρια της τα βράδια, τα πρωινά γινόταν εκείνο το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του που περίμενε πώς και πώς να ακούσει το γκλιν από ένα κέρμα. Μου γέλασε και ένιωσα πως με ευχαριστούσε εκείνο το μωρό. Την έβλεπα να απλώνει τα χέρια και να λαχταρά μια αγκαλιά. Ένα νταχτάρισμα. Ένα παιχνίδι. Μια βόλτα στο πάρκο, να την κάνω κούνιες. Λαχτάραγε να παίξουμε με μια μπάλα, να πούμε τραγουδάκια και να τη μάθω να περπατά. Με έκανε και δάκρυσα τούτο το χαμόγελο. Έκλεισα το παράθυρο και έφυγα βουρκωμένος.

Και σήμερα, ύστερα από καιρό, έπεσε στο αυτοκίνητό μου. Με πλησίασε σαν είδε ποιος είμαι και με κοίταξε χαμογελαστή. Ύστερα έβγαλε το χαρτί από την τσέπη της. Έσκυψε στο παράθυρο και μου είπε δειλά

«Τι λέει εδώ;» ρώτησε ψιθυριστά και μου το έδωσε στα χέρια να το διαβάσω.

«Μια διαφήμιση είναι για φροντιστήριο. Πηγαίνουν εκεί τα παιδιά για να μάθουν περισσότερα από ότι μαθαίνουν στα σχολεία…» της είπα χωρίς να ρωτήσω τίποτα.

Την είδα ύστερα να κοιτάζει το νέο από μακριά. Και πάλι εμένα. Πάγωσα με το βλέμμα της. Ύστερα, άρχισε να γελάει νευρικά. Πήρε το χαρτί και το έσκισε μπροστά μου. Τρόμαξα. Έκανε σαν τρελή. Δεν ήξερα αν πρέπει να βγω για να τη σταματήσω, να την πάρω αγκαλιά και να της πω πως ποτέ δεν είναι αργά. Μα δε μου άφησε περιθώριο βλέπεις.

Σαν έσκισε τα χαρτιά, γύρισε απότομα προς τη λεωφόρο και πετάχτηκε μπροστά από ένα φορτηγό. Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου αναστατωμένος. Ο νέος απέναντι σαν την είδε να πέφτει κάτω, έτρεξε πάνω της. Την πήρε αγκαλιά. Της μίλαγε. Εκείνη τότε, ματωμένη με την ψυχή της έτοιμη να πετάξει, του είπε με όση φωνή της είχε απομείνει:

«σε μια άλλη ζωή… σε κάποιο άλλο φεγγάρι…» κι ύστερα ξεψύχησε.

Έτσι απλά η ζωή της σταμάτησε. Αφήνοντας γεμάτα τα πορτοφόλια των αχόρταγων πελατών της και άδειο το πορτοφόλι του θείου και του πατέρα της. Έτσι απλά, σα να θέλε να αθωωθεί από τη νύχτα… κι από τον ίδιο της τον εαυτό…

Δημοσιεύθηκε στο:
http://tovivlio.net/έσμα/

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *