Όταν ξεκίνησα να γράφω, δεν περίμενα ποτέ να εξελιχθεί σε μια ιστορία, που ούτε καν είχα σκεφτεί! Με τον χρόνο όμως να περνά και με την σκέψη τελείως ελεύθερη, βγήκε αυτό το αποτέλεσμα…
Ελπίζω να σας αρέσει, όπως μου άρεσε κι εμένα! Ταξίδευα μέσα από αυτές τις σελίδες και το μυαλό μου γεννούσε συνέχεια καινούργιες ιδέες.. Όλο και κάτι διαφορετικό ξεπεταγόταν…
Είναι το πρώτο μου βιβλίο και εύχομαι να μπορέσω να γράψω και άλλα…
ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ
Η Ειρήνη, κρυφά απ’ όλους, πήγαινε στον Καλόμοιρο μία, τύχαινε και δυο φορές την εβδομάδα και της μάθαινε τα βότανα. Κράταγε τις σημειώσεις της σε ένα μικρό τετράδιο και ρουφούσε σαν σφουγγάρι όλα όσα της έλεγε για τις ιδιότητές τους και για τον τρόπο χρήσης τους. Πολλές φορές πήγαιναν μαζί να τα μαζέψουν…
Εκεί ήταν όλη η ομορφιά! Σηκωνόταν πολύ πρωί και το έσκαγε απ’ το σπίτι της, για να τρέξει στο βουνό! Μέσα στο πρωινό χάραμα και στις δροσοσταλίδες τα έβλεπε με άλλο μάτι, πολύ πιο καθαρά!
Όλα της τα είχε μάθει ο γέροντας, μόνο για ένα δεν της έλεγε τίποτα, για τον μανδραγόρα… Τόσα παρακάλια είχαν πάει χαμένα, λέξη δεν του έπαιρνε! Μόνο μια μέρα, που τον είχε ζουρλάνει με το πες πες κατάφερε να του πάρει δυο κουβέντες!
-Άκου να σου πω. Ούλα τα βότανα, αν δεν ξέρεις πως να τα χειριστείς, κάνουν κακό αντί για καλό. Ο μανδραγόρας, είναι το χειρότερο βότανο σε χέρια που δεν ξέρουν την αξία του. Όταν φτάσει ο καιρός, θα σου πω περισσότερα. Ακόμα είσαι πολύ μικρή γι’ αυτό!
-Στενοχωριέμαι που δεν μου λες, δεν είμαι δα και τόσο μικρή! Αλλά όπως θες, θα περιμένω…
Άδειασε το ταγάρι της πάνω στο τραπεζάκι και έπεσαν όλα όσα είχε μαζέψει, μαζί και η μαχαίρα της. Ο Καλόμοιρος την πήρε στα χέρια του και την ρώτησε ..
-Πού την βρήκες αυτή τη μαχαίρα; Είναι πολύ καλή! Τέτοιες, μόνο ένας φτιάχνει ακόμα, ο γέρο Δημητρός στα Χανιά.
-Από εκεί την έχω κι εγώ, μου την πήρε δώρο ο κύρης μου! Γιάντα ρωτάς;
-Τούτη την μαχαίρα ακριβώς θέλει ο μανδραγόρας! Έχω και εγώ μια ίδια, κοίτα.
Πήγε στο κρεβάτι και έβγαλε κάτω από το προσκεφάλι του ένα μαχαίρι, ακριβώς ίδιο, με μαύρο ξύλο σκαλιστό..
-Κοίτα καλά το ξύλο. Τι βλέπεις;
Η Ειρήνη κοιτούσε προσεκτικά το ξύλο και σε μια στιγμή είδε το σχέδιο να κινείται! Άλλαζε σχήμα, σαν ένα λουλούδι που εκεί που ήταν ολοζώντανο, άρχιζε να μαραίνεται!
-Μα αυτό κουνιέται! Πώς γίνεται αυτό, πες μου!
-Αυτό είναι που σου λέω! Ο μανδραγόρας έχει πολλή δύναμη Ειρήνη μου! Ως και την μαχαίρα, την θέλει δική του, να το ξέρεις! Τούτο το μαχαίρι βάλ’ το σε μια άκρη. Θα το χρειαστείς σαν έρθει η ώρα και μόνο για τον μανδραγόρα. Κοίτα να θυμάσαι ούλα όσα σου έμαθα ε…
-Μόνο ένα πες μου μπάρμπα. Κάνει καλό η κακό;
-Κατά πώς θέλει ο κύρης που κρατά τη μαχαίρα! Και καλό και πολύ κακό..
Μια καλοκαιρινή μέρα του Αυγούστου, η Ειρήνη η Κρινιώ και το Μαρινάκι, κάθονταν κάτω από τα πλατάνια κοντά στο ρυάκι, λίγο πιο έξω από το χωριό. Εκεί πήγαιναν πολλές φορές τα μεσημέρια και τα έλεγαν, ήταν το στέκι τους!
-Για πες Μαρίνα, πού βρίσκεται τώρα ο Πετράς;
Ρώτησε η Κρινιώ.
-Στο γράμμα που μας έστειλε έλεγε, ότι το καράβι πάει για Αμερική. Δεν κατέχω όμως πως το λένε αυτό το μέρος που θα αγκυροβολήσει. Ουφ, είμαι να σκάσω και μ’ αυτόν! Λείπει τόσο καιρό και ούτε ξέρουμε πότε θα τον ξαναδούμε! Η μάνα μας με αυτόν τον καημό κοιμάται και ξυπνάει!
-Καλά ρε Μαρίνα, δεν θυμάσαι τίποτα; Νέα Υόρκη είπε η μάνα σου προχθές, αφού εσύ της διάβασες το γράμμα!
Πετάχτηκε η Ειρήνη…
-Ε καλά ντε ένα μυαλό το έχω! Ασ’ τα όμως αυτά και πες μας που χάνεσαι ούλα τα πρωινά! Ε, πού πας;
-Πού χάνομαι; Σπίτι είμαι! Τι λες τώρα και τι θες να μάθεις;
-Άκουσα απ’ την Παναγιώτα, ότι έδωσες της μάνας της μια κρέμα. Είναι αλήθεια;
-Ναι αλήθεια είναι! Κρέμα για κάψιμο ήταν, εγώ την έφτιαξα!
Είπε και φούσκωσε από καμάρι! Περίμενε να δει τις αντιδράσεις των κοριτσιών και χαμογελούσε…
-Ειρήνη μου, αφού ξέρεις και φτιάχνεις τόσα πράγματα, γιατί δεν τα πουλάς κιόλας;
Ρώτησε η Κρινιώ όλο απορία! Ήξερε ότι η φίλη της είχε ταλέντο σ’ αυτό και ότι το αγαπούσε πάρα πολύ! Θυμήθηκε ότι αυτή ήταν που την είχε γιατρέψει, τότε που ο πυρετός δεν έπεφτε ούτε με τα φάρμακα που της έδιναν οι γιατροί.
Γιατί να μην το έκανε επάγγελμα, να βγάζει και λεφτά;
-Το σκέφτομαι! Θα πάω αύριο με τον κύρη μου στα Χανιά σε ένα φαρμακείο, για να πάρω βαζάκια και κάτι άλλα υλικά που θέλω. Το είπα του κύρη μου και είπε εντάξει! Είμαι ούλο χαρά! Αχ κορίτσια, τα βότανα μιλούν στα χέρια μου, ό,τι θέλω τα κάμω! Κοιτάτε εδώ!
Σήκωσε το φουστάνι της και τούς έδειξε το σημείο που είχε μια μεγάλη πληγή από ένα πέσιμο. Δεν υπήρχε τίποτα, είχε χαθεί!
-Τι έκανες και έφυγε;
Την ρωτούσαν και οι δύο έκπληκτες!
-Έφτιαξα μια κρεμά και την έβαζα κάθε μέρα. Σε δέκα μέρες είχε φύγει! Τώρα φτιάχνω μια άλλη για το πρόσωπο! Τις μαύρες θέλω να τις κάμω άσπρες!
Άρχισε να γελά χωρίς σταματημό και τα ματάκια της, δυο λίμνες γαλάζιες, γελούσαν κι αυτά!
-Ποιές μαύρες καλέ; Τι λες και γιάντα γελάς;
-Τα πρόσωπα λέω, τα μελαχρινά θέλω να τα κάμω άσπρα και λαμπερά! Αυτό σας λέω! Κουτές ε κουτές..
-Αν το κάμεις αυτό, ούλες οι γυναίκες θα πάρουν μα θες!
-Κατέω το και αυτό θα κάμω! Μα την συνταγή, δεν τη λέγω σε κανέναν! Μόνο εγώ θα τις φτιάχνω και εγώ πρώτη θα τις δοκιμάζω!
-Μπράβο Ειρήνη μου, αυτό να κάνεις φιλενάδα και εμείς θα είμαστε πάντα δίπλα σου να σε στηρίζουμε!
Αγκαλιάστηκαν όλες μαζί και άρχισαν έναν χορό χαράς και ξεγνοιασιάς!
Το όνειρο της, ήταν να κάνει καλά τον κόσμο και όμορφα πρόσωπα! Αυτό ήθελε και αυτό θα έκανε, το είχε βάλει σκοπό! Το έβλεπε τόσο έντονα! Ένα δικό της μαγαζί, να έρχονται ούλες οι κυράδες και να παίρνουν από τις κρέμες της…
-Καλημέρα μπάρμπα, ίντα κάνεις, ούλα καλά;
-Καλημέρα Ειρήνη μου, πάνω στην ώρα ήρθες και σ’ ήθελα! Έλα μέσα, καίει ο ήλιος.
Μπήκαν στην καλύβα και η Ειρήνη δεν κρατιόταν! Ήθελε να μάθει τι στο καλό την ήθελε ο Καλόμοιρος.
-Έλα λέγε, μην με κρατάς σε αγωνία! Ίντα με θες;
-Αύριο τη νύχτα θα πάω για τον μανδραγόρα! Θε να ’ρθεις μαζί μου;
-Και το ρωτάς; Φυσικά και θα ’ρθω! Μα πώς έγινε και μου το πρότεινες; Εσύ δε μου έλεγες τίποτα γι’ αυτό το βοτάνι ως τώρα!
-Νομίζω ότι είσαι έτοιμη τώρα πια, να δεις πως τον παίρνουμε από τη γη και τι κάνουμε, για να τον μετατρέψουμε σε φάρμακο! Απόψε είναι η νύχτα του, στο φεγγάρι απάνω! Μόνο μια φορά το χρόνο το βρίσκουμε! Να είσαι ξεκούραστη το βράδυ και σαν έρθεις φέρε και λίγο κερί μαζί…
-Τι να το κάνουμε το κερί μπάρμπα μου;
-Το βράδυ θα σου πω, έλα από νωρίς. Α και μην ξεχάσεις και την μαχαίρα σου, ε!
– Εντάξει, θα πω της μάνας, ότι θα κοιμηθώ στην Κρινιώ, για δε μ’ αφήνει αλλιώς! Και κατά πού θα πάμε;
-Μόνο σε ένα μέρος τον βρίσκω, εδώ κοντά, πάνω στο βουνό. Έλα εσύ και μην ρωτάς πολλά ..
Το απόγευμα, η Ειρήνη είπε στους γονείς της ότι θα έμενε στην Κρινιώ το βράδυ. Η μάνα της είχε τις αντιρρήσεις της, αλλά τελικά έγινε αυτό που ήθελε η Ειρήνη! Έτσι, πήγε πρώτα στην Κρινιώ να της το πει και μετά, πριν σκοτεινιάσει πολύ, πήρε τον δρόμο για την στάνη του Καλόμοιρου. Έφτασε νύχτα, με το ταγάρι στον ώμο της…
-Καλώς την! Κάτσε να φάμε λίγο και να ξεκουραστούμε. Σε δυο ώρες φεύγουμε. Έφερες το κερί;
-Ναι μπάρμπα, να το.
Το έβγαλε από το ταγάρι της και του το έδωσε.
-Φάε κάτι!
Πάνω στο τραπέζι, υπήρχε λίγο ψωμί, ελιές και μια ντομάτα. Αφού έφαγαν, ο Καλόμοιρος σηκώθηκε και πήγε παραπέρα. Η Ειρήνη, τον είδε να βάζει το κερί σε ένα τσίγκινο κύπελλο και να το λιώνει. Μετά άρχισε να το πλάθει με τα χέρια του και να το χωρίζει σε μικρά κομματάκια…
-Ίντα κάμεις εκεί;
Δε μπορούσε να καταλάβει τι νόημα είχε αυτό που έκανε! Ο Καλόμοιρος, πήγε κοντά της και κάθισε δίπλα της.
-Απόφαγες; Άκου τώρα προσεκτικά τι θα σου πω! Ο μανδραγόρας είναι ένα πολύ ιδιαίτερο φυτό. Όταν τον τραβάμε απ’ τη γη βγάζει στριγκλιές, πολλές και δυνατές! Για τούτο βάζουμε κερί στα αφτιά μας, αλλιώς όποιος ακούσει αυτές τις φωνές τρελαίνεται! Όταν τελικά τον ξεριζώσουμε, τον δένουμε με μια κόκκινη κλωστή και του δίνουμε άλλη μορφή!
Βρείτε το βιβλίο με παραγγελία εδώ:
https://www.facebook.com/anastasia.batth
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ