«Φτάνουμε! Φτάνουμε!» Ο πατέρας προσπάθησε να ταρακουνήσει τα μισοναρκωμένα παιδιά, να τους μεταδώσει λίγη απ’ τη χαρούμενη ταραχή του. Έτρεμαν τα χέρια και μια μικρή φλέβα χτύπαγε τρελά στον κρόταφό του. Μαραμένα τα μικρά, παραζαλισμένα, αργούσαν να πάρουν το μήνυμα. Ο Αρίστος έτριψε τα ερεθισμένα μάτια του και προσπάθησε να διακρίνει κάτι μέσα από την τσίπα που είχε πήξει το πύον.
Αρχές καλοκαιριού, 1923. Αχνό το πρωινό, στο βάθος του ορίζοντα μοιάζουν να αιωρούνται πέρα-δώθε τα κιτρινωπά κτίρια του Πειραιά. Το πλοίο πλησιάζει αργά. Αιγυπτιακό επιβατηγό «Φαμάκα», χτισμένο για ήρεμους πλόες με κομψούς, καλοζωισμένους ταξιδιώτες. Σήμερα μοιάζει κι αυτό εξαντλημένο, όμοια με το ανθρώπινο φορτίο του – οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες που επιστρέφουν ρακένδυτοι, ταπεινωμένοι από την ήττα και την αιχμαλωσία. Μαζί τους στριμωγμένες και δυο-τρεις οικογένειες που είχαν απομείνει για μήνες στην καμένη Σμύρνη, φαντάσματα μετά την καταστροφή. Εξουθενωμένοι, χωρίς ψευδαισθήσεις. Μόνο μια μικρή φλογίτσα βαθιά μέσα στους πιο αθώους η ελπίδα ότι κάποτε θ’ αλλάξουν τα πράγματα, θα ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους. Οι μεγάλες Συνθήκες, όμως, έχουν κιόλας κλείσει, η τύχη τους έχει σφραγιστεί με την ανελέητη σφραγίδα της πολιτικής. Η φούρια έχει καταλαγιάσει. Έσωσαν τη ζωή τους, αλλά μπροστά τους ανοίγεται μια άλλη, άγνωστη ζωή.
Ψείρες, φαγούρα ανυπόφορη, όλοι με μολυσμένα μάτια που πυορροούσαν, το στήθος όμως να φουσκώνει από ανυπόμονη προσδοκία. «Φτάνουμε στη μεγάλη πατρίδα!» Σε μια άγνωστη πατρίδα, που την γνωρίζουν μόνο στη συνείδησή τους και από τις ιστορίες των ταξιδεμένων. Το πλοίο έριξε άγκυρα αρόδου. Ο πατέρας, η μητέρα, η αδελφή και τα πέντε λιπόσαρκα παιδιά, τέσσερα δικά τους κι ένα σωσμένο, δικό τους κι αυτό, φορτώθηκαν στη βάρκα με μόνα υπάρχοντα δυο μπογαλάκια στα χέρια. Σαστίζουν. «Πού μας πάνε; Πού πάμε; Δεν θα βγούμε στο λιμάνι;» Η βάρκα έβαλε πλώρη αριστερά, φάνηκε ν’ απομακρύνεται αντί να πλησιάζει την προκυμαία. Ταραχή, δειλές ερωτήσεις που γι’ απάντηση παίρνουν προστάγματα με αγριοφωνάρες: Στο Λοιμοκαθαρτήριο! Στο Λοιμοκαθαρτήριο!
Στο γυμνό νησάκι, χαμηλά κτίρια και υπόστεγα που μοιάζουν με στρατώνες. Εδώ έχουν σχηματιστεί κιόλας ουρές. Φωνές, σπρωξίματα, πρώτο συσσίτιο τσάι, ψωμί κι ελιές. Το μωρό, ο Λευτεράκης, κλαίει ασταμάτητα. Τα μάτια του είναι σφραγισμένα από την τσίμπλα. Η μητέρα μασάει μια μπουκιά ψωμί, το λιώνει καλά και βάζει λίγο από τον πολτό στο στόμα του Λευτέρη. Η μικρή Στάσα με αχτένιστα τα χρυσά μαλλιά της σπρώχνεται κολλημένη στη φούστα της μητέρας. Η Μάρω κρατάει σφιχτά το χέρι του Αρίστου. Ο Μάνος σέρνεται κρεμασμένος από τη φούστα της θείας Κατίνας.
«Εμπρός, εμπρός, άιντε, πιο γρήγορα! Πάρτε τα πόδια σας! Κουνηθείτε! Πιο γρήγορα!» φωνάζουν οι άντρες με τις πράσινες στολές. Δεν προλαβαίνουν ούτε να κοιτάξουν γύρω σαστισμένοι. Πλήθος ανθρώπων που στριμώχνεται στη επόμενη ουρά. Ζέστη, ιδρώτας. Νιώθουν χαμένοι. Όσο προχωρούν προς την κεφαλή, ταράζονται, βλέπουν τι συμβαίνει. Μια σειρά χαμηλών πάγκων, γυναικείες φωνές, κλάματα, οιμωγές. Άντρες με γκρίζες ποδιές αρπάζουν έναν έναν τους νεοφερμένους, άντρες, γυναίκες, παιδιά, χωρίς διάκριση. Τους σέρνουν στον πάγκο, μια στον σβέρκο πότε πότε στους πιο δισταχτικούς, να σκύψουν, να κάτσουν φρόνιμα. Τους κουρεύουν βίαια, άγαρμπα, με μηχανές που κουρεύουν τα ζώα. Κι ύστερα με μια σπρωξιά ξεμπερδεύουν μαζί τους. Ο επόμενος! Πολύχρωμη κουρελού σωριάζονται τα μαλλιά στο χώμα, κοντά τσουλούφια, ξανθοκόκκινες μπούκλες, μαύρες κοτσίδες. Μια κουρελού με τα νήματα της ταπείνωσης.
Η μητέρα βάζει τα κλάματα. «Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ. Λυπηθείτε μας. Πιάστε μόνο εμένα. Λυπηθείτε την κοπέλα. Είναι ελεύθερο κορίτσι. Σας παρακαλώ!… Ούτε οι Τούρκοι δεν μας φέρθηκαν με τέτοια απονιά». Το σκληρό ξυράφι τής πληγιάζει το κεφάλι. Οι καστανόξανθες μπούκλες πέφτουν αθόρυβα στο χώμα και στην ποδιά της. Οι πυκνές μπούκλες της, που όταν τις χτένιζε η μάνα της έπλεκε μέσα ματόχαντρα, μην την ματιάσουν. Τα δάκρυα κυλούν στρογγυλά, σιωπηλά μέχρι το στήθος της, της μουσκεύουν τη ρόμπα. Τα μάτια της θολώνουν. Δεν μπορεί πια. Κουράστηκε. Παραδόθηκε. Αυτή η πανέμορφη, «γκιουζέλ γκελίν» την φώναζε η γειτονιά, με τα κρασάτα μάτια και τα ροδαλά μάγουλα. Η «ωραία νύφη», είκοσι πέντε χρόνων και τέσσερα παιδιά. Είκοσι πέντε χρόνων και άντεξε τόσα βάσανα. Δεν μπορεί πια. Λυγίζει.
Σηκώνεται από τον πάγκο ναρκωμένη, δεν μιλάει, δεν βλέπει. Βαδίζει προς τη θάλασσα με άδεια μάτια, άδεια καρδιά. Νιώθει κιόλας νεκρή. Βαδίζει και τα παπούτσια της μουσκεύονται. Το νερό τής ανεβαίνει στα γόνατα, φουσκώνει τη γαλάζια ρόμπα με τα άσπρα ανθάκια, σαν αλλόκοτη χρωματιστή ομπρέλα γύρω της. Προχωρεί μέσα σ’ ένα χρυσό φως, μακριά από τις φωνές, τις βρισιές, την ντροπή, τα κλάματα. Η θάλασσα παρηγορητική, την αγκαλιάζει από τη μέση. Κι εκείνη προχωρεί…
«Μαμά! Μαμά! Πού πας, μαμά, πού πας; Μπαμπά, κοίτα, η μαμά φεύγει στη θάλασσα!» φωνάζει ο Αρίστος. Η μαμά φεύγει! Στρέφει η μητέρα πίσω το κεφάλι, στυλώνει το βλέμμα, μοιάζει απορημένη. Πέντε κουρεμένα, γυμνά κεφαλάκια, λίγο αίμα εδώ κι εκεί, μάτια στρογγυλά, απορημένα. Μαχαιριά στην κοιλιά. Τι πάει να κάνει; Ο πατέρας τρέχει, την αρπάζει από τους ώμους. «Τι πας να κάνεις;»
Την άλλη μέρα τούς μετέφεραν στον Πειραιά. Ο πατέρας έφτιαξε μια πρόχειρη σκηνή με καντρόνια που μάζεψε εδώ κι εκεί και δυο κουρελούδες που έφερναν μαζί τους από τη Σμύρνη. Φώλιασαν από κάτω κι ένιωσαν χαμένα πουλιά. Εκείνος έφυγε μετά στην αγορά, μαζί με δυο άλλους άντρες απ’ την πατρίδα. Στον γυρισμό έφερε δυο λεπτά κεφαλομάντιλα με φλουράκια, ένα για τη μητέρα κι ένα για την αδελφή του, την Κατίνα, να κρύψουν το κακοποιημένο κεφάλι τους. Είχε βγάλει πια ο πατέρας το κόκκινο φέσι με τη φούντα. Αγόρασε μια γκρι τραγιάσκα. Δοκίμασε ρετσίνα για πρώτη φορά κι ήταν ελαφρά ζαλισμένος. Δεν μίλησαν καθόλου για τη χθεσινή μέρα.
Περισσότερα για το βιβλίο εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/anokseidwth-mnhmh.html
Βρείτε τη συγγραφέα στο Facebook:
https://www.facebook.com/polymnia.kossoras?fref=ts