«O Τριγωνοκουμπάκης και οι νταήδες», Τζίνα Μιτάκη

Άνεμος Magazine 09/02/2015 1

koumpia

Μια φορά και ένα καιρό, τότε που όλα στο κόσμο ήταν μαγικά, μέσα σε ένα μεγάλο ξύλινο συρτάρι υπήρχε μια χώρα μυστική και μαγική.

Η χώρα των ραπτικών.

Στη χώρα των ραπτικών, που είχε δρόμους, σπίτια με κήπους, πλατείες, ζαχαροπλαστείο, θέατρο και σινεμά, μαγαζιά, και σχολείο, ζούσαν κουβαρίστρες μικρές και μεγάλες με κλωστές βαμβακερές, μεταξωτές χρυσοκλωστές, ασημοκλωστές. Κουβαρίστρες με κλωστές όλων των χρωμάτων, λεπτές και χοντρές. Εκεί ζούσαν και βελόνες. Βελόνες λεπτές, βελόνες χοντρές, βελόνες ίσιες και στραβές. Καρφίτσες με μικρά κεφαλάκια και καρφίτσες με μεγάλα χρωματιστά κεφαλάκια. Ψαλίδια, ψαλιδάκια, παραμάνες, κόπιτσες και σούστες. Μεζούρες, δαχτυλήθρες, πλαστικές, χρωματιστές, δαχτυλήθρες μεταλλικές, από πορσελάνη και ζωγραφιστές. Ζούσαν και κουμπιά, τετράγωνα και στρογγυλά. Κουμπιά κοκάλινα, ξύλινα, μεταλλικά και υφασμάτινα, μικρά και μεγάλα, χρυσά, ασημιά, μαύρα, κόκκινα, κίτρινα μπλε, πράσινα, πορτοκαλιά και σε ότι χρώμα μπορούσες να φανταστείς, κουμπιά καινούργια και παλιά. Φερμουάρ κοντά και μακριά, με δόντια πλαστικά και μεταλλικά. Κορδόνια, τρέσες και δαντέλες σε χρώματα πολλά και Δήμαρχος της πόλης ήταν μια ραπτομηχανή.

Σε αυτή στην χώρα των ραπτικών γεννήθηκε μια μέρα ένα κουμπί.

Ένα τόσο δα, μικρούλικο και διαφορετικό από τα άλλα, κουμπί.

Ο μπαμπάς του ήταν ένα μεγάλο, τετράγωνο, κοκάλινο, μαύρο κουμπί, με τέσσερις τρύπες στο στήθος του και η μαμά του ένα πορτοκαλί ολοστρόγγυλο και στρουμπουλό υφασμάτινο κουμπί με χρυσές τρέσες.

Το κουμπάκι τους βγήκε μικρούλι τόσο δα!

Φιλντισένιο, με πολλές χρωματιστές ρίγες και τρίγωνο.

Ναι τρίγωνο παρακαλώ!

Οι γονείς του ξαφνιάστηκαν και στεναχωρήθηκαν που έκαναν ένα τόσο διαφορετικό από τα άλλα κουμπί.

Αλλιώς ονειρεύονταν το δικό τους κουμπί, μεγάλο, ολοστρόγγυλο, χρυσό λαμπερό με όμορφα σκαλίσματα και όχι έτσι μικρούλι μια σταλιά, από λεπτό φίλντισι, τρίγωνο και ριγέ με πολλά αταίριαστα χρώματα στις ρίγες του!

Στην πολιτεία των ραπτικών για καιρό γινόταν μεγάλο σούσουρο για αυτό το τόσο διαφορετικό, νεογέννητο, κουμπί. Σιγά-σιγά και με τον καιρό όμως όλοι ξέχασαν το καινούργιο, παράξενο, κουμπί και συνέχισαν τη ζωή τους.

Σχεδόν το ξέχασαν και οι πολυάσχολοι και λίγο απογοητευμένοι γονείς του, μιας και το μικρό κουμπάκι ήταν ήσυχο, υπάκουο, καλότροπο και διακριτικό.

Το φιλντισένιο, ριγέ, τρίγωνο κουμπί, μεγάλωνε μόνο του και σχεδόν ξεχασμένο, στην αρχή μέσα στο μικρό κουτάκι του που ήταν ντυμένο με μαλακό, ζεστό, χρωματιστό, πανί και ήταν το κρεβάτι του και μετά μέσα στο κουμποσπιτικό τους. Αδέλφια δεν είχε, μα ούτε φίλους αφού δεν το άφηναν οι γονείς του να βγει στην γειτονιά να παίξει, μην τυχόν και τους κοροϊδέψουν που είχαν ένα τόσο αλλιώτικο παιδί.

Κάποτε έφτασε η μέρα να πάει στο σχολείο.

Θα μου πείτε πάνε τα κουμπιά και όλα τα ραπτικά στο σχολείο;

Φυσικά πάνε και μαθαίνουν ένα σωρό όμορφα και χρήσιμα πράγματα, ιστορία, γεωγραφία, μαθηματικά, μουσική και άλλα πολλά.

Ο Τριγωνοκουμπάκης, ήταν πολύ φοβισμένος. Η δασκάλα του, μια ξύλινη κουβαρίστρα με πράσινη μεταξωτή κλωστή, τον υποδέχτηκε με χαμόγελα και μια μεγάλη αγκαλιά και τον σύστησε στα άλλα ραπτικά. Αυτά κρυφογέλασαν σαν είδαν τον τόσο διαφορετικό συμμαθητή τους και άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους.

Ο Τριγωνοκουμπάκης ήταν έξυπνος πολύ και φύση καλλιτεχνική.

Ζωγράφιζε και έπαιζε εξαίσια μουσική με την μύτη του τριγωνικού κορμιού του.

Ήταν όμως πάντα μελαγχολικός, ντροπαλός, φοβισμένος και μοναχικός.

Δεν έβγαινε στην αυλή στα διαλείμματα, καθόταν μόνος του στο θρανίο και ζωγράφιζε, κρυφά, γιατί φοβόταν μην τον κοροϊδέψουν για τις ζωγραφιές του που δεν του φαίνονταν και τόσο σπουδαίες.

Όταν τον ρωτούσαν γιατί κάθεται μόνος του και δεν παίζει στα διαλείμματα στην αυλή, μια έλεγε πως πονάει η κοιλιά του, μια η τρίγωνη μύτη του, μια πως έχει πυρετό.

Μα και στο κουμποσπικό του η διάθεση του δεν άλλαζε. Δεν έτρωγε, δεν είχε πολλή όρεξη να διαβάσει τα μαθήματα του και πολλά πρωινά κουκουλωνόταν στο κρεβάτι ως τα αυτιά, λέγοντας πως είναι άρρωστος πολύ και δεν μπορεί να πάει στο σχολείο. Κλεινόταν στο κουτί του διάβαζε παραμύθια και ιστορίες, έπαιζε μουσική και ονειρευόταν πως ήταν ένα κουμπί όμορφο και αξιαγάπητο.

Κάποιες φορές που η δασκάλα του η κυρία-πράσινη κουβαρίστρα τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην αυλή να παίξει, από το φόβο και την ντροπή του ήταν τόσο αδέξιος που όλο γκάφες έκανε στα παιχνίδια και οι συμμαθητές του το κορόιδεψαν και τον έβγαλαν από τα παιχνίδια τους. Έτσι εκείνος επέστρεψε στην αίθουσα και καθόταν πάντα μόνος του πια και ας λαχτάραγε να παίξει και αυτός μπάλα, κρυφτό, κουτσό και τόσα άλλα παιχνίδια και να κάνει φίλους.

Αυτά σκεφτόταν και αναστέναζε με βουρκωμένα μάτια το πρωί εκείνο, που, όπως πάντα καθόταν μόνος στην αίθουσα και κοίταζε από το παράθυρο στην αυλή του σχολείου τους συμμαθητές του να τρέχουν, να γελάνε και να παίζουν.

Ξαφνικά από την πόρτα φάνηκαν ένα βελόνι με στραβή μύτη και ένα φερμουάρ γκρι με χοντρά σιδερένια δόντια από την Πέμπτη τάξη.

Το βελόνι και το φερμουάρ με ένα βήμα βρέθηκαν δίπλα του.

«Εεε φιλαράκο τι κάνεις;» του είπαν

«… καλά… καλά…» είπε ο Τριγωνοκουμπάκης ξαφνιασμένος.

Το βελόνι είχε στραβώσει τη μύτη του όταν ακόμα ήταν πολύ μικρό γιατί ήταν πολύ περίεργο και έχωνε παντού την μύτη του, μια μέρα την έχωσε στο παράθυρο ενός ξένου σπιτιού να δει τι κάνουν όσοι έμεναν σε αυτό. Φύσηξε όμως ο αέρας και το παράθυρο έκλεισε απότομα και δυνατά και… πάει η μύτη του βελονιού. Η περιέργεια του ήταν τόσο ενοχλητική που κατέληξε να μην το κάνει κανείς παρέα.

Το φερμουάρ είχε χοντρά σιδερένια δόντια και ένοιωθε πολύ δυνατό, για να δείξει τη δύναμη του ότι έβρισκε μπροστά του το μασούσε και το χάλαγε. Ανοιγόκλεινε με θόρυβο τα σιδερένια δόντια του και όλοι τρόμαζαν.

«Δεν βαριέσαι εδώ πέρα μοναχός σου;» το ρώτησε το βελόνι

«… ε λίγο, αλλά να… είμαι τόσο αλλιώτικος, ντροπαλός και αδέξιος και κανείς δεν μου δίνει σημασία και δεν με θέλει στην παρέα του.» είπε με θλιμμένη φωνή ο Τριγωνοκουμπάκης.

«Εμείς σε θέλουμε!» είπε κορδωτό το φερμουάρ, χαμογελώντας πονηρά

«Με θέλετε; Αλήθεια;» ρώτησε γεμάτο απορία το κουμπάκι

«Βεβαίως! Άλλωστε και εμείς διαφορετικοί είμαστε δεν βλέπεις; Δεν μας κάνουν και εμάς παρέα. Θα φτιάξουμε λοιπόν μια δική μας παρέα. Θα φτιάξουμε μια συμμορία και όλοι θα μας σέβονται και θα μας δίνουν σημασία» είπε το βελόνι.

«Τι είναι η συμμορία;» ρώτησε ο Τριγωνοκουμπάκης.

«Μια δυνατή παρέα, θα δεις…» πετάχτηκε το φερμουάρ για να προλάβει το βελόνι που ήταν έτοιμο να εξηγήσει τι είναι συμμορία στον απονήρευτο Τριγωνοκουμπάκη.

«Όμως θα πρέπει να μας αποδείξεις πως αξίζεις να είσαι μαζί μας» του είπε το βελόνι

«…και πως θα το κάνω αυτό;» ρώτησε ο Τριγωνοκουμπάκης

«Θα υπογράψεις συμβόλαιο με το λόγο σου, πως θα   είσαι πιστός σε μας, θα μας βοηθάς όταν χρειάζεται και δεν θα μας μαρτυρήσεις ποτέ… διαφορετικά… θα λιώσεις ανάμεσα στα δόντια μου… » είπε το φερμουάρ και γέλασε δυνατά.

Το κουμπάκι δίστασε, κάτι δεν του άρεσε και δεν καταλάβαινε τι χρειαζόταν το συμβόλαιο, μα, είχε πολλή ανάγκη από φίλους, ήταν και κείνα τα σιδερένια δόντια του φερμουάρ που κάθε λίγο κροτάλιζαν και τον ανατρίχιαζαν και συμφώνησε τελικά.

Από κέινη τη μέρα λοιπόν το βελόνι, το φερμουάρ και το μικρό τρίγωνο, ριγωτό, φιλντισένιο, κουμπί, γίνανε μια παρέα.

Δεν παίζανε όμως όπως οι άλλοι συμμαθητές τους. Όταν έβρισκαν ευκαιρία, το βελόνι πήγαινε και με την στραβή μύτη του κλείδωνε τις τουαλέτες, το φερμουάρ χάλαγε τις βρύσες, δάγκωνε τις μπάλες και τα στρώματα της γυμναστικής και έκανε ένα σωρό ζημιές..

Τον Τριγωνοκουμπάκη τον έβαζαν να παραφυλάει και να τους ειδοποιεί αν κάποιος πλησιάζει, γιατί έτσι μικροκαμωμένος και ήσυχος που ήταν, ήταν και απαρατήρητος.

Βέβαια ο Τριγωνοκουμπάκης κάποιες φορές ξεχάστηκε χαζεύοντας τους συμμαθητές του που έπαιζαν ξέγνοιαστοι. Ξεχάστηκε, μα το φερμουάρ του έδειξε τα δόντια του και έγινε πιο προσεκτικός.

Οι δάσκαλοι και ο επιστάτης του σχολείου έσπαγαν το μυαλό τους να βρουν ποιος έκανε όλες αυτές τις ζημιές και ξεγλιστρούσε και δεν τον έβρισκαν. Δεν πήγε καθόλου το μυαλό τους πως εκείνο το μικρούλι κουμπάκι, το ήσυχο, ευγενικό και ντροπαλό, που, επιτέλους βγήκε από την αίθουσα στην αυλή στα διαλείμματα, παραφύλαγε κάλυπτε και ειδοποιούσε τους ζημιάρηδες.

Όταν το βελόνι και το φερμουάρ χάλασαν ότι χάλασαν στο σχολείο κατέστρωσαν σχέδιο να πειράζουν και τους συμμαθητές τους.

Ξαφνικά όλοι οι μαθητές του σχολείου έβρισκαν τις σάκες τους σχισμένες, τα βιβλία τους τσαλακωμένα η λερωμένα, έχαναν το κολατσιό τους, τα μολύβια τους και τις ξυλομπογιές τους και επικράτησε μεγάλη αναστάτωση στο σχολείο.

Οι γονείς και οι δάσκαλοι έκαναν συμβούλιο και ένα πρωί ο διευθυντής του σχολείου ανακοίνωσε πως οι υπεύθυνοι για όλα αυτά θα βρεθούν και θα τιμωρηθούν.

Ο Τριγωνοκουμπάκης ένοιωσε πολύ άσχημα, δεν του άρεσε όλο αυτό και μάζεψε όλο το θάρρος του και είπε στο Βελόνι και το φερμουάρ.

«Δεν είναι σωστά αυτά που κάνουμε. Δεν μου αρέσει η παρέα σας, δεν θέλω να κάνω όλα αυτά τα άσχημα και ανόητα πράγματα. Δεν είναι παιχνίδι να καταστρέφουμε το σχολείο μας που σε αυτό περνάμε τόσες ώρες και είναι το δεύτερο σπίτι μας. Ούτε είναι σωστό να παίρνουμε και να χαλάμε τα πράγματα των συμμαθητών μας.»

«Μπα τι μας λες; Και αυτοί γιατί δεν μας κάνουν παρέα; Αυτό είναι σωστό;» είπε το βελόνι και στράβωσε ακόμα περισσότερο η μύτη του.

«Έχεις υπογράψει συμβόλαιο, το ξέχασες;» του είπε το φερμουάρ τον στρίμωξε σε μια γωνία και του δάγκωσε την τριγωνική μύτη του με δύναμη.

Ο Τριγωνοκουμπάκης δάκρυσε από τον πόνο μα περισσότερο από θυμό και απογοήτευση, κυρίως με τον εαυτό του που έμπλεξε έτσι.

Γύρισε σπίτι ακόμα πιο θλιμμένος και φοβισμένος και κλείστηκε στο κουτί του.

Η μύτη του είχε μελανιάσει και πρηστεί.

Αποκοιμήθηκε κουλουριασμένος, προσπαθώντας να σκεφτεί και να αποφασίσει τι θα κάνει.

Δεν ήθελε να είναι συμμορία με αυτούς του συμμαθητές του. Ήθελε να είναι φίλος με όλους τους συμμαθητές του, να γελάνε να παίζουν, να μοιράζονται. Ο πόνος στην μελανιασμένη και πρησμένη μύτη του όμως τον γέμιζε φόβο. Αποφάσισε να μην ξαναπάει σχολείο. Θα παρίστανε τον άρρωστο και θα κλεινόταν στο κουτί του για πάντα.

Μια βδομάδα έμεινε σπίτι. Η γιατρός η κύρια Μεζούρα που τον εξέτασε όχι μια μα τρείς φορές δεν του βρήκε τίποτα. «Δεν υπάρχει λόγος να μένει σπίτι, αντίθετα, ο ήλιος και ο καθαρός αέρας, η παρέα στο σχολείο και τα μαθήματα θα του κάνουν καλό» είπε στους γονείς του που την άλλη μέρα τον πήραν οι ίδιοι από το χέρι και τον πήγαν στο σχολείο.

Ο Τριγωνοκουμπάκης έτρεξε και χώθηκε στην τάξη του, σχεδόν κρύφτηκε από φόβο μην τον δουν το βελόνι και το φερμουάρ και παρακαλούσε να μην χτυπήσει ποτέ το κουδούνι για διάλειμμα.

Το κουδούνι χτύπησε και ο Τριγωνοκουμπάκης είχε κιτρινίσει από την αγωνία και τον φόβο. Μα ευτυχώς οι δυο νταήδες το βελόνι και το φερμουάρ δεν φάνηκαν.

«Μακάρι να με έχουν ξεχάσει» ευχήθηκε ο Τριγωνοκουμπάκης και έσκυψε πάνω στα βιβλία του.

Στο δεύτερο διάλειμμα όμως εκεί που ζωγράφιζε ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, μην τυχόν και φανούν το βελόνι και το φερμουάρ, στην πόρτα, άκουσε κάτω από το παράθυρο κλάματα.

Έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο και κοίταξε έξω.

Το βελόνι και το φερμουάρ είχαν στριμώξει μια μικρή ροζ λεπτεπίλεπτη τρέσα στο παρτέρι. Το βελόνι την τσίμπαγε με την μύτη του και το φερμουάρ προσπαθούσε να της ξεριζώσει τις λευκές μαργαρίτες που την στόλιζαν.

Η καημένη η τρέσα αδύναμη να προστατευτεί έβαλε τα κλάματα

«Ε! Δεν πάει άλλο!» φώναξε το Τριγωνοκουμπάκης και έτρεξε στην αυλή, έφτασε στο παρτέρι λαχανιασμένος, όρμησε και έχωσε το τρίγωνο κεφάλι του ανάμεσα στην τρέσα και τα δόντια του φερμουάρ.

Τα δόντια του φερμουάρ άφησαν την τρέσα που έτρεξε να φέρει βοήθεια και άρπαξαν τον Τριγωνοκουμπάκη, τον δάγκωσαν δυνατά και από τον πόνο κόντεψε να λιποθυμήσει.

Φερμουάρ, Βελόνι και Τριγωνοκουμπάκης κυλίστηκαν στο χώμα του παρτεριού και ο καυγάς πήρε τέλος όταν έφτασε η δασκάλα η πράσινη κουβαρίστρα και ο διευθυντής του σχολείου ο κ. Ψαλίδης και τους χώρισαν.

Ο κ Ψαλίδης τους κοίταξε αυστηρά «Πηγαίνετε να πλυθείτε και μετά στο γραφείο μου και οι τρείς να μου εξηγήσετε τι έγινε» τους είπε

Στις βρύσες ο Βελόνης και το φερμουάρ είπαν στο Τριγωνοκουμπάκη « Είμαστε δυο και είσαι ένας μην τολμήσεις να μας μαρτυρήσεις αλίμονο σου!»

Ο Τριγωνοκουμπάκης δεν τους φοβόταν πια αλλά δεν ήθελε και να είναι ο μαρτυριάρης.

Σαν έφτασε έξω από το γραφείο του διευθυντή μια έκπληξη τον περίμενε.

Η ροζ τρέσα και όλοι οι άλλοι συμμαθητές του ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί.

Η τρέσα είχε εξηγήσει στους συμμαθητές τους τι είχε γίνει και πως ο Τριγωνοκουμπάκης την έσωσε από τα δόντια του φερμουάρ και την μύτη του βελονιού. Όλοι ήξεραν για τους δυο αυτούς νταήδες του σχολείου τους μα δεν αντιδρούσαν από φόβο και ούτε ήθελαν να στιγματιστούν ως μαρτυριάρηδες. Τώρα όμως έτσι όπως έγιναν τα πράγματα οι δύο ένοχοι, το Φερμουάρ και το Βελόνι, ξεσκεπάστηκαν και θα τους τιμωρούσε ο διευθυντής του σχολείου.

Τα χρώματα του Τριγωνοκουμπάκη έγιναν πιο φωτεινά, πήρε θάρρος όταν είδε όλους τους συμμαθητές του μαζεμένους. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και με θαρραλέα φωνή είπε «Φίλοι μου νομίζω πως ο φόβος και η άγνοια είναι οι ένοχοι για όλα όσα έχουν γίνει στο σχολείο μας. Η άγνοια γιατί δεν ξέρουμε η ξεχνάμε πως μπορεί να είμαστε διαφορετικοί, άλλος ψηλός, άλλος κοντός, άλλος πιο δυνατός η πιο αδύναμος, άλλος πιο γρήγορος και άλλος πιο αργός μα όλοι είμαστε ίσοι, όλοι έχουμε αξία   και έχουμε τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο φόβος γιατί φοβόμαστε το διαφορετικό που δεν γνωρίζουμε. Η άγνοια και ο φόβος σκληραίνουν τη ψυχή μας, σπέρνουν τη διχόνοια ανάμεσα μας, διώχνουν την αγάπη και την συντροφικότητα και μας κάνουν εχθρούς. Θα πούμε την αλήθεια στο διευθυντή του σχολείου, μα θα τον παρακαλέσουμε να μας αφήσει εμάς όλους μαζί να τιμωρήσουμε όχι το Φερμουάρ, το Βελόνι και μένα, γιατί και εγώ έκανα για λίγο μαζί τους αυτά τα άσχημα και ανόητα πράματα, μα την άγνοια το φόβο, την σκληρότητα και τη διχόνοια»

«Και πως θα τιμωρήσουμε την άγνοια, τη σκληρότητα τον φόβο και τη διχόνοια;» ρώτησε μια κόπιτσα που της έλειπαν δυο μπροστινά δοντάκια.

«Θα τα βγάλουμε από τη ζωή μας!» είπε ο Τριγωνοκουμπάκης

«Ναι αλλά είναι σωστό να μείνουν ατιμώρητοι οι νταήδες; Αν το ξανακάνουν;» είπε μια παραμάνα με γαλάζιο κεφαλάκι

«Νομίζω πως όλοι κάνουμε λάθη και δικαιούμαστε μια ευκαιρία να καταλάβουμε το λάθος μας και να επανορθώσουμε. Εμείς οι τρείς, το Φερμουάρ, το Βελόνι και εγώ νομίζω πως ήδη έχουμε μάθει από το λάθος μας και υποσχόμαστε να είμαστε από δω και πέρα οι «φύλακες» κάθε παιδιού που μπορεί να πέσει θύμα κάποιου άσκεφτου νταή. Όταν έχουμε άλλωστε πλατιά καρδιά που μπορεί να συγχωρεί και να δίνει ευκαιρίες νομίζω πως ο κόσμος γίνεται καλύτερος» είπε ο Τριγωνοκουμπάκης.

Όλοι συμφώνησαν, μαζί και το Φερμουάρ και το Βελόνι που είχαν καταλάβει το λάθος τους και έδωσαν τα χέρια.

Συμφώνησε και ο κ. Ψαλίδης ο διευθυντής με ένα χαμόγελο κάτω από τα μουστάκια του.

Από κείνη τη μέρα στο σχολείο αυτό τα παιδιά των ραπτικών ήταν χαρούμενα και μονιασμένα. Έπαιζαν, γελούσαν, τραγουδούσαν, ζωγράφιζαν, μοιράζονταν την χαρά της γνώσης οι πιο δυνατοί βοηθούσαν τους αδύναμους. Έτσι σαν μεγάλωσαν έφτιαξαν μια πολιτεία χαρούμενη, μονιασμένη και δίκαιη και όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι.

• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit?ref=ts&fref=ts
https://www.facebook.com/Paramythies?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html

One Comment »

  1. katherinepearson@t-online.de'
    vitalla.gr 06/08/2015 at 02:39 - Reply

    Ο υγιεινός τρόπος ζωής δεν είναι κάτι που κατακτιέται αμέσως και απλά θα
    υιοθετήσετε για κάποιο διάστημα.

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *