Δεν ξέρω ποια ακριβώς μέρα ήταν εκείνη που ένα τέρας πέρασε την πόρτα του σπιτιού μας.
Κανείς δεν το είδε, κανείς δεν άκουσε την ανάσα του και τον ήχο που έκαναν τα δόντια του και τα νύχια του καθώς τα ακόνιζε.
Γλίστρησε ύπουλα και αθόρυβα και εγκαταστάθηκε στο μυαλό της μαμάς και όσο εκείνη, αεικίνητη, κράταγε τα γκέμια του σπιτιού και φρόντιζε για όλους και για όλα, εκείνο έχτιζε τη φυλακή που θα την έκλεινε μέσα για το υπόλοιπο της ζωής της. Κάθε μέρα σιγά σιγά με τα γαμψά του νύχια ξερίζωνε από το μυαλό της γράμματα και λέξεις και τα καταβρόχθιζε λαίμαργα.
Πρώτα έφαγε τη λέξη αλάτι.
Λύσσαξε κι άφρισε το τέρας από το αλάτι και της έφαγε το «ρο» από τη λέξη νερό.
Η μάνα αναζητούσε τη λέξη αλάτι και το «ρο» από το νερό στα ντουλάπια, στα συρτάρια, στο καλαθάκι για τα σκουπίδια κάτω από το νεροχύτη, στις τσέπες της ποδιάς της, στο ψυγείο… παντού. Κι όσο εκείνη τα αναζητούσε το τρομερό τέρας λούφαζε.
Μετά, το τέρας καταβρόχθισε και άλλες λέξεις. Μια-μια ξεψύχαγαν οι λέξεις στα κοφτερά του δόντια.
Καταβρόχθισε και τη συνταγή για τα κεφτεδάκια, για τη μπεσαμέλ, για το κέικ και την ικανότητα της να φτιάχνει καφέ.
Της καταβρόχθισε την ικανότητα να ξεσηκώνει σχέδια για κέντημα και βελονάκι και να βάζει τα αντικείμενα στις σωστές τους θέσεις.
Όσο έτρωγε τόσο θέριευε μέρα με την μέρα και άρχισε να μπήγει τα νύχια του και να της κόβει κομμάτια.
Τη σκέψη, την αντίληψη, τη κρίση, τις ικανότητες, τα ταλέντα, τη μνήμη.
Τα ξερίζωνε και τα μασούλαγε λαίμαργα και όσο μασούλαγε τόσο ένας συμπαγής, αδιαπέραστος, γκρίζος, τοίχος υψωνόταν και την κύκλωνε, την απομόνωνε από τη ζωή που ήξερε, από ότι και όσους αγαπούσε.
Όσο έτρωγε τόσο του άνοιγε η όρεξη.
Της έφαγε χρόνια, μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές.
Της έφαγε πρόσωπα, γεγονότα, τόπους.
Κατάπιε αμάσητα τα χρώματα, τις μυρωδιές, τους ήχους.
Καμπούριασε και έγειρε το στητό κορμί, βαθούλωσαν και θόλωσαν τα σπινθηροβόλα μάτια στο κενό που άφησαν τα φαγωμένα κομμάτια της
Πίσω από το γκρίζο ψηλό τοίχο όλα έγιναν αχνές σκιές. Μόνο κάτι ψιχουλάκια από τις λέξεις, μοναξιά, φόβος, πόνος, λύπη, χαρά, παιδιά, εγγόνια, σπίτι, χαμόγελο, δάκρυ, ξέφευγαν από το στόμα του θεριού.
Εκείνη άπλωνε τα χέρια και ψηλαφιστά τα μάζευε και τα έκλεινε σφιχτά στις χούφτες της να μην της τα φάει και αυτά.
Το τέρας έφαγε και τα ψίχουλα όμως.
Τώρα στις χούφτες της σφίγγει τα χέρια μας και ανάμεσα τους κρύβονται μόνο τρεις λέξεις που δεν τολμά το τέρας να τις καταπιεί.
«Εδώ μωρέ, εδώ, εδώ Μαζί!»
Το «Μαζί» είναι η λέξη που δεν μπορεί να φάει το τέρας. Ακόμα και όταν θα έχει φάει ολόκληρη τη μαμά και τότε θα γκρεμιστεί ο τοίχος και θα πετάξει ελεύθερη και πουπουλένια πια στο κόσμο των ψυχών, στα σφιγμένα χέρια μας θα ζει και θα βασιλεύει το «Μαζί».
• Eπικοινωνήστε με την συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit?ref=ts&fref=ts
https://www.facebook.com/Paramythies?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html