Η Μαριάνθη, θυγατέρα του Περίανδρου, ονομαστού δικηγόρου, πνιγμένη από εικοσάχρονη αδιατάραχτη καθημερινότητα και ζωσμένη από ένα πλάκωμα τον τελευταίο χρόνο, αγνοώντας άντρα και παιδιά, εξέδραμε για το Σαββατοκύριακο σε τούτη τη λουτρόπολη που χαριεντίζεται με την ψηλότερη αγκαλιά του βουνού.
Τα πλατάνια δέχονται με το πρώτο φως και το σύγκρυο από το διαπεραστικό αεράκι, κι αυτή, ακολουθώντας τους ατμούς του νερού που ζεσταίνουν το Νοεμβριάτικο πρωινό γύρω απ’ τον καταρράκτη, μετρά τη ζωή της.
Έναν χρόνο τώρα επιδίδεται σ’ έναν ανήκεστο αγώνα, από χαρτορίχτρα σε μέντιουμ, από ονειρομάντη σε χειρομάντη και μια καθάρια απάντηση δεν έχει πάρει.
Ένα πλατανόφυλλο ακολούθησε το τρέμουλο του κλωναριού του, σεισμένο απ’ το χέρι ενός μικρού βοριά, η ψύχρα αγκάλιασε με τον κισσό και τον πλάτανο που βουλιάζει τις ρίζες του στα τρόχαλα της όχθης και το βουητό του νερού τη σέρνει στον χρόνο τον στερνό, βήματα αργόσυρτα, έναν χρόνο το σαράκι την τρώει κι αυτή θαρρείς και το τρέφει να την τρώει περισσότερο.
Το ζεστό νερό άρχισε να επιδρά καταλυτικά πάνω της, προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από κάθε θόρυβο μνήμης, βουτηγμένη στη φυσική πισίνα, σ’ ένα βαθούλωμα στην άκρια της κοίτης, παρακολουθεί το δίπλα της ποτάμι να τρέχει ασταμάτητο, κάποιος βράχος το ηδονίζει, ένας μικρός καταρράκτης το φιλά και συνεχίζει μέσα στις διαφορετικότητες και ψαλιδίζει η σκέψη, είκοσι ήρεμα χρόνια με τον άντρα της, μια ξαφνική αναστάτωση, ένα χαριέντισμα με την Άννα, τη βοηθό του, της αρκούσε να προβληματιστεί πόσο ο άντρας της τής ήταν πιστός.
Έναν χρόνο τρέχει σε ντέντεκτιβ, σε όλους τους μελλοντολόγους της χώρας, όλοι της λένε αποκλείεται να την απατά, μ’ ένα ερωτηματικό στο τέλος.
Το θέμα είναι πώς κάποτε πρέπει να βγεις από το νερό, ο χιονιάς περιμένει να φιλήσει αυτό το κορμί που χρόνια διατηρείται σφριγηλό, νεανικό, με γυμναστική και ισορροπημένη διατροφή, έχει καιρό ν’ αγγιχτεί, ο τελευταίος ντέντεκτιβ πιο κάθετος, ο άντρας της με όλους εγκάρδιος κι αστειεύεται αστείρευτα, από κει και πέρα τίποτα, δουλειά και πάλι δουλειά, «για να με αποφύγει,» σκέφτεται η Μαριάνθη.
Οι υδρατμοί παλεύουν με το κρύο και μ’ έναν ξερακιανό πεύκο και οι κροκάλες παίζουν με κάποιους μικρούς αθόρυβους καταρράκτες που χωρίζουν τις γούβες σ’ εκείνες του παγωμένου ποταμίσιου και στις άλλες του ιαματικού νερού.
«Να ζει άραγε η Αΐσέ;»
Μια βδομάδα τώρα προσπαθεί να μάθει. Πριν είκοσι ένα χρόνια ήταν γριά ή έτσι της φαινόταν; Η στερνή της ελπίδα…
Θα κινήσει για πάνω, για το χωριό που την είχε συναντήσει, πριν είκοσι ένα χρόνια. Η Αΐσέ…
«Δεν βλέπω τίποτε… για είκοσι τουλάχιστον χρόνια δεν βλέπω τίποτε…» της είχε πει.
Τότε γέλασε.
Είκοσι χρόνια με τον Αργύρη έζησε ήσυχα, με χαμόγελα, χωρίς προβλήματα. Τα παιδιά μεγάλωναν, ο έρωτας πιστεύει πως υπήρχε. Και τώρα, για έναν χρόνο, τυραννιέται.
Μια υπερήλικη, με φτασμένα τα ογδόντα, τρεμούλιασε πάνω στις γλιστερές πέτρες, ήρθε και βούλιαξε δίπλα της. Ένιωσε το χτυποκάρδι ενός κορμιού που έχει βγει στον πηγαιμό για τον Άδη.
Ένας πίδακας νερού ξεπηδούσε απ’ τον κορμό ενός κομμένου δέντρου, τον έγλυφε ηδονικά, τον πασπάτευε και μετά κυλούσε στο ποτάμι, να βρει τον δρόμο του.
Κι αυτή ψάχνει τον δικό της.
Θ’ ανέβει ψηλά, θα πάει στον τόπο που συνάντησε την Αΐσέ και θα δει.
Θυμάται πως τότε, οι κάτοικοι του μικρού χωριού με το που τους είδαν, μέσα στο αστραφτερό αυτοκίνητο, τους δήλωναν τον δρόμο με το βλέμμα. Τον δρόμο για το σπίτι της Αΐσέ.
Ένα τράνταγμα από τη γέφυρα, ένας περιπατητής, τη γέφυρα με τα στέρεα κάγκελα και τα τριμμένα ξύλα, το βλέμμα από πάνω της βουλιάζει στον αφρό, στα σώματα που απλώνονται στην φυσική πισίνα που μουλιάζει η ζεστασιά και σαλαγούν κάτι στείρα όνειρα, στον ποταμό που θορυβεί βουρλισμένος απ’ τις συνεχείς μετατροπές, ζεστό- κρύο.
Μια γλυκάδα κάθισε στα μάγουλά της, απόθεσε στην κοκκινάδα τους την τωρινή της μοναξιά, τα παιδιά κοντεύουν να πάρουν τον δρόμο τους, δεν την έχουν ανάγκη κι ο Αργύρης βουτηγμένος στη δουλειά, να ξεφύγει απ’ την αγκαλιά της, τα χάδια, τον έρωτά της.
Πριν είκοσι ένα χρόνια…
Ασκούμενη στη Νάντια, στα πρώτα της βήματα, στον πατέρα της αρνήθηκε να δουλέψει, ίσως αργότερα στο δικηγορικό του γραφείο με τον αδελφό της, προς το παρόν προτιμούσε να πάρει τον δικό της δρόμο. Να δει αν θα τα κατάφερνε μόνη.
Θα ‘χε περίπου έναν χρόνο στο γραφείο, γνώστης όλων των απόκρυφών της Νάντιας ως και του νταλκά της, για το αν θα παρατήσει τη γυναίκα του ο εραστής της, για να την παντρευτεί.
Πέντε χρόνια τυραννιόταν η Νάντια, ο Απόστολος παντρεμένος με τρία παιδιά, η γυναίκα του λυγερή με ανεμίσιο πρόσωπο, όχι πως η Νάντια της υπολειπόταν σε κάτι, ένας άγονος ανταγωνισμός κι ο Απόστολος να παλαντζάρει ανάμεσα στις δυο, έτσι τουλάχιστον τον έκοβε αυτή, μιας να γέρνει από δω, μια από κει, και η Νάντια να τρέχει πέντε χρόνια σε όλες τις χαρτορίχτρες της χώρας, για μια πειστική απάντηση.
Η άχνα των ιαματικών ανέβαινε κάθετα και χυνόταν στην τριγύρω της παγωνιά, ένας εκτοξευτήρας έστελνε νερό και της χαλάρωνε το στήθος, γλυκάθηκε, μια λεπτοκαμωμένη ακακία προσπάθαγε να πιάσει φιλία με τα πλατάνια, και ψηλά, εκεί που το βλέμμα αδυνατούσε να φτάσει, οι οξιές ντυμένες την πολυχρωμία της εποχής, κίτρινο, κόκκινο, ροζέ και πεθαμένο πράσινο, τα φύλλα αναμόχλευαν τη φυγή τους…
Αρχές Νοέμβρη…
Αρχές Νοέμβρη πριν είκοσι ένα χρόνια η Νάντια της επαναλάμβανε για ένα δεκαπενθήμερο πως την πρώτη Δευτέρα του μήνα θα τραβήξουν κατά πάνω, να είναι έτοιμη, μια μέρα ολόκληρη θα τους πάρει, δυο ώρες να πάνε, κάτι συμβόλαια για περιουσιακά, μονάχα να μην ξεχάσει να φορέσει στηθόδεσμο. Η Μαριάνθη, λευτέρωνε τα στήθη μονάχα στο σπίτι, κι αν την πρώτη φορά που το άκουσε της φάνηκε αστείο, η συνεχής επανάληψη της προτροπής αυτής από τη Νάντια, «μην ξεχάσεις να φορέσεις στηθόδεσμο,» μια φορά το λιγότερο τη μέρα, εκτός του ότι την ανάγκαζε ασυναίσθητα να φέρνει το χέρι στο στήθος, της προκαλούσε νευρικότητα και ασφυξία.
Κινήσανε για το χωριό με το αυτοκίνητο. Σε όλη τη διαδρομή βουβές. Δυο ώρες δρόμο άλαλες. Είναι πρωί, σκέφτηκε κάποιες φορές, αλλά εκείνο το «φοράς στηθόδεσμο;» αντί για καλημέρα την κούμπωσε για τα καλά. Ήταν και η υπερδιέγερση της Νάντιας…
Τα τζάμια του αυτοκινήτου θάμπωναν, η φύση τριγύρω τους κάμπος οργωμένος.
Ένας σπουργίτης βούτηξε στην άκρια μιας φτέρης, κάτι έβαλε στο στόμα του, την επανάφερε στο τώρα.
Η μπάμπω δίπλα της είχε βυθιστεί στις σκέψεις της κλυδωνισμένη απ’ το γουργουρητό του νερού. Μιας κι ο δρόμος μπροστά της τής φάνταζε λιγοστός, ίσως να ταξίδευε σε όλα τα δρομάκια που ως τώρα είχε περπατήσει.
Το νερό συνέχιζε να θορυβεί, το χειμωνιάτικο αεράκι επέτρεψε έναν σακάτη ήλιο να της χτυπήσει το πρόσωπο.
«Φόρεσες σουτιέν;» την ξαναρώτησε σαν φτάσανε κι έκανε δεξιά στα πρώτα σπίτια σβήνοντας τη μηχανή.
«Άκουσε Μαριάνθη…» κόμπιασε. «Συμβόλαια δεν υπάρχουν… για τον Απόστολο ξέρεις…»
Ήξερε και για τον Απόστολο και για την αρρώστια της Νάντιας με τις χαρτορίχτρες. Η ίδια αρρώστια έχει προσβάλλει και την ίδια.
Μια μελλοντολόγο είχε το χωριό…
Στενά σοκάκια πετρόστρωτα, ο κάμπος από κάποιες μπασιές φάνταζε με ακύμαντη δακρυσμένη θάλασσα. Τα γεροντάκια τα καθισμένα στις ξώθυρες, τ’ άλλα στο καφενείο το ετοιμοθάνατο, ως και τα πεύκα της πλατείας, με νεύματα τους όριζαν τον δρόμο.
Φτάσανε…
Πανδαισία χρωμάτων το σπίτι, κίτρινο, ανοιχτό και σκούρο, γαλάζια παράθυρα, κόκκινο, ελαφρύ και άλλοτε βαρύ, οι γωνιές και κάποιες καφετιές κουρελούδες κρεμασμένες στο μπαλκόνι του. Πάρκαραν μπροστά του.
Στο σαλονάκι η Μαριάνθη έτρεμε. Η ώρα της φάνηκε αιώνας, λένε. Η Νάντια βγήκε φουρκισμένη…
«Θα μπεις;» της πέταξε.
Τα βήματα πήραν το σώμα της και το απόθεσαν απέναντι ενός προσώπου που δεν ήξερες αν ανήκει στη ζωή ή στον θάνατο.
«Δεν βλέπω τίποτε… για είκοσι χρόνια δεν βλέπω τίποτε. Μια ζωή στρωτή βλέπω κορίτσι μου. Για είκοσι χρόνια δεν βλέπω τίποτε… μετά βλέπουμε…» της είπε και της έδειξε ένα στόμα στολισμένο με χρυσά δόντια και μυρωδιά απλυσιάς.
Σαν βγήκε είδε τη Νάντια μαδημένη.
«Πάμε να φύγουμε… δεν ξέρει τι της γίνεται… άκου δεν βλέπει γάμο… δεν βλέπει γάμο λέει κι άδικα τυραννιέμαι… τον κακό της τον καιρό!»
Καιρός να βγει. Το σώμα της μούλιασε. Το κρύο περονιάζει.
Αν ήταν εδώ ο Αργύρης θα της έφερνε τη ρόμπα να προφτάσει το ψύχος να την αλώσει. Αν ήταν εδώ…
Θα πάει οπωσδήποτε σ’ εκείνο το χωριό, να δει αν η Αΐσέ ζει. Να της πει για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Μετά βλέπουμε…
Ένα μειδίαμα την αγκάλιασε. Τέντωσε τη ράχη της…
«Βγάλε το σουτιέν σου…» τα πρώτα λόγια της Αΐσέ σαν κάθισε απέναντί της.
«Βγάλε το σουτιέν σου…» μια φωνή που καλούσε τους νεκρούς.
Με παγωμένα δάκτυλα το ξεκούμπωσε και της το έδωσε. Εκείνη το πήρε, έκλεισε τα μάτια, διέτρεξε όλον τον στηθόδεσμο ψηλαφίζοντάς τον με τ’ ακροδάκτυλά της. Τον μετρούσε χιλιοστό το χιλιοστό, ίνα την ίνα. Πήρε μιαν βαθιά ανάσα, εκμυζώντας τη μυρωδιά του στον χώρο.
Και της είπε…
Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/theopallas?fref=ts
https://www.facebook.com/pages/Ανεπαίσθητη-προσβολή-Θεόδωρος-Πάλλας-Άνεμος-εκδοτική/572620906118733?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/anepaisthiti-prosvoli.html