Η Οδύσσεια των Χριστουγέννων

Άνεμος Magazine 05/01/2015 0

Santa Claus

Ένα παραμύθι γραμένο από τις μαθήτριες του «Κρυστάλλειου» Δημοτικού Σχολείου Π. Πεντέλης. Αγγελική Σ., Σεμέλη Κ. Στ’ Δημοτικού. Γαλάτεια Κ, Δωροθέα Σ., Δ’ Δημοτικού. Θεατρολόγος εμψυχώτρια, Θέκλα Μαντέλη

Μια παράξενη ανακάλυψη

Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν μόνο σε μία χώρα, την Μελομακαρονία. Ο Άγιος Βασίλης πήγαινε μόνο εκεί τα δώρα γιατί ήταν πολύ ηλικιωμένος και δεν μπορούσε πια να πηγαίνει σε όλες τις χώρες. Έτσι με τη πάροδο του χρόνου τα Χριστούγεννα ξεχάστηκαν.

Ας πάμε όμως στους ήρωές μας, δύο αδέρφια, τον Μιχάλη και την Αλεξία, που ζούσαν μαζί με τους γονείς τους στο Πετροχώρι, σε ένα πέτρινο σπιτάκι δίπλα στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Μια κυριακάτικη μέρα ο Μιχάλης και η Αλεξία αποφάσισαν να βγούνε έξω και να παίξουν χιονοπόλεμο. Ξαφνικά η Αλεξία βλέπει κάτι να γυαλίζει μέσα στο χιόνι. Φώναξε τον Μιχάλη και του είπε:

-Κοίτα Μιχάλη, τι βρήκα!

-Τι βρήκες πάλι;

-Είναι ένα κόκκινο βιβλίο με φανταχτερό εξώφυλλο! θαύμασε η Αλεξία.

-Τι τίτλο έχει; ρώτησε ο Μιχάλης

-Τα Χριστούγεννα, αναφώνησε εκείνη

-Μα τι σημαίνει; Πάμε να ρωτήσουμε τη μαμά, είπε ο Μιχάλης.

Έτσι τα παιδιά πήγαν να ρωτήσουν τη μαμά τους.

-Μαμά, τι θα πει Χριστούγεννα; Ρώτησαν με μια φωνή.

-Τι είναι αυτές οι αρλούμπες; Χριστούγεννα και κουραφέξαλα, σιγοψιθύρισε εκείνη.

 

Η επίσκεψη στον γερο-σοφό

Μέσα στο δωμάτιο. Τα παιδιά ξεφύλλιζαν το βιβλίο.

-Ωχ! Αναφώνησε η Αλεξία, Ποιός είναι αυτός ο χοντρούλης με την κόκκινη στολή;

-Που θες να ξέρω;

-Εγώ λέω να ρωτήσουμε τον γερο-σοφό που ζει στο δάσος με τις δίπλες.

-Εντάξει, ας πάμε. Συμφώνησε ο Μιχάλης.

Ενημέρωσαν τη μαμά τους και ξεκίνησαν.

Ευτυχώς που το δάσος ήταν κοντά κι έτσι φτάσανε γρήγορα . ο γερο-σοφός καθόταν μέσα στη ξύλινη καλύβα του, διαβάζοντας ένα βιβλίο μπροστά στη φωτιά.

-Κύριε σοφέ, κύριε σοφέ, εμείς είμαστε. Ανοίξτε μας. Ξεφώνισαν τα παιδιά

-Ωχ! Είπε τρομαγμένος, πέφτοντας από τη καρέκλα του. Α! ευτυχώς εσείς είστε, είπε με ανακούφιση καθώς άνοιγε τη πόρτα.

Όταν κάθισαν όλοι, έδειξαν στο γερο-σοφό το βιβλίο που είχαν βρει.

-Βρε μπας και είναι αυτό που είχα στη βιβλιοθήκη μου; Λέει ο γερο-σοφός

-Δε νομίζω κύριε σοφέ, αφού αυτό το βιβλίο το βρήκαμε όταν παίζαμε χιονοπόλεμο έξω από το σπίτι μας.

-Θα ψάξω να βρω αν μου λείπει. Μουρμούρισε εκείνος και συμπλήρωσε: Ναι μου λείπει!

-Τέλος πάντων κύριε σοφέ, εμείς ήρθαμε εδώ γιατί δεν ξέρουμε τι είναι τα Χριστούγεννα.

-Καλά λοιπόν θα σας πω τι είναι τα Χριστούγεννα.

Άρχισε να τους εξηγεί ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού.

-Και γιατί εμείς δεν το ξέρουμε αυτό;

-Aυτό συνέβη επειδή μια μάγισσα, η Μπάμπω, έκανε ξόρκια για να ξεχαστούν από τη μνήμη των ανθρώπων. Έκανε κι ένα ξόρκι στον Άγιο Βασίλη ώστε να γίνει πολύ γέρος και να μη μπορεί να ταξιδέψει. Έτσι τα Χριστούγεννα περιορίστηκαν στη Μελομακαρονία, μία χώρα που βρίσκεται στο Βόρειο πόλο.

-Ποιος είναι πάλι αυτός ο Άγιος Βασίλης; ρώτησαν τα παιδιά.

-Είναι ένας παππούλης ντυμένος στα κόκκινα και μοιράζει δώρα στα παιδιά την πρωτοχρονιά.

Τα παιδιά γύρισαν ενθουσιασμένα, αλλά και κάπως απορημένα στο σπίτι τους.

Όταν ανέβηκαν στο δωμάτιό τους, ο Μιχάλης είχε μια ιδέα.

-Αλεξία, εγώ λέω να βοηθήσουμε τον Άγιο Βασίλη, να μπορέσει να ξαναμοιράσει τα δώρα στα παιδιά και να ξαναγιορτάσουμε τα Χριστούγεννα.

-Ναι καλή ιδέα, αλλά πότε; δεν ξέρουμε πως να πάμε και που.

-Δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού έχουμε το χάρτη για τη Μελομακαρονία. Μπορούμε να ξεκινήσουμε το χάραμα, αφήνοντας ένα γράμμα στους γονείς μας για να ξέρουν που βρισκόμαστε και να μην ανησυχούν.

 

Το νησί των μαύρων μαργαριταριών

Μόλις χάραξε τα παιδιά πήραν μια τσάντα με τα απαραίτητα και ξεκίνησαν για το νησί των μαύρων μαργαριταριών.

-Ωχ! Πως θα μπούμε χωρίς εισιτήρια στο πλοίο;

-Θα τρυπώσουμε μέσα.

-Εντάξει πάμε γρήγορα.

Τα παιδιά τρύπωσαν μέσα στο πλοίο και κάθισαν κάτω από μια βάρκα. Ως τη μέση του ταξιδιού όλα ήταν ευνοϊκά. Μέχρι που άρχισαν να εμφανίζονται στον ουρανό μαύρα σύννεφα και από τη θάλασσα σηκώθηκαν πελώρια κύματα. Ο καπετάνιος φώναξε να μπουν όλοι στις βάρκες. Φυσικά οι άλλοι επιβάτες δεν ήξεραν πως τα παιδιά δεν είχαν εισιτήριο και έτσι δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα.

Πέρασαν ένα βράδυ γεμάτο αγωνία, όμως η τύχη ήταν με το μέρος τους κι έτσι το επόμενο πρωί έφτασαν σώοι κι αβλαβής στο νησί των μαύρων μαργαριταριών. Όταν τα παιδιά αποβιβάστηκαν έτρεξαν γιατί φοβόντουσαν μήπως ο καπετάνιος τους καταλάβει. Είδαν μπροστά τους μια σπηλιά και κάθισαν να ξεκουραστούν.

Τότε η Αλεξία είδα κάτι να λαμπυρίζει στο βάθος της σπηλιάς. Σκούντηξε τον Μιχάλη και προχώρησαν προσεχτικά προς τη μικρή λάμψη.

Καθώς πλησίαζαν , αυτό το πράγμα που λαμπύριζε, κατρακύλησε στα πόδια τους.

-Μαμά! Ένα γιγάντιο σκαθάρι! Ξεφώνισε η Αλεξία.

-Δεν είναι σκαθάρι φοβητσιάρα. Είναι ένα μαύρο μαργαριτάρι, αλλά μην το πλησιάσεις, γιατί αυτά τα μαύρα μαργαριτάρια είναι επικίνδυνα! Έχω διαβάσει πως όποιος τα ακουμπήσει γίνεται άγαλμα.

-Εντάξει, δεν θα τ΄αγγίξω.

-Ξέρεις κάτι ; έχω την εντύπωση πως η σπηλιά είναι φτιαγμένη από μαργαριτάρια, γιατί ολόκληρη η σπηλιά λαμπυρίζει.

-Αρχίζω να φοβάμαι Μιχάλη, ας φύγουμε γρήγορα.

-Ναι, ναι πάμε!

Βγήκαν έξω τρέχοντας.

-Γρήγορα Αλεξία! Κάπου εδώ είναι η μυστική πόρτα για τον επόμενο προορισμό μας.

Για να δούμε τι θα γίνει μόλις περάσουν τη μυστική πόρτα..

 

Ο πύργος με τους κόκκινους δράκους

-Α! Να, εδώ είναι η πόρτα. Αναφώνησε η Αλεξία.

-Μπράβο Αλεξία, να περάσουμε τώρα μέσα.

-Μιχάλη, που πρέπει να πάμε μετά; Ρώτησε η Αλεξία.

-Εμ… για να δούμε. Α ναι είναι το κάστρο των κόκκινων δράκων όπου εκει βασιλεύει ο μεράλος Κουραμπιεδοκτόνος ο Α’.Επίσης του βασιλιά του άρεσε πολύ το κόκκινο χρώμα γι αυτό είναι γεμάτο με κόκκινους δράκους.

-Αχ Μιχάλη, δεν θέλω να πάμε. Φοβάμαι τους δράκους.

-Μην φοβάσαι Αλεξία δεν θα σου κάνουν κακό. Μόνο να τους δώσεις μερικά γλυκά κι έχουν ηρεμήσει.

Έτσι τα παιδιά μπήκανε στο κάστρο.

Στο δίπλα δωμάτιο καθώς έμπαιναν είδαν πολλούς δράκους να τρώνε το μεσημεριανό τους, που ήτανε τι άλλο από κουραμπιέδες πασπαλισμένοι με… μπόλικη χιονάτη άχνη. Ο Μιχάλης τράβηξε την Αλεξία και έπεσαν στα γόνατα για να μη τους δουν οι δράκοι. Ευτυχώς οι δράκοι δεν τους πήραν είδηση και συνέχισαν το φαγοπότι τους.

Κάποια στιγμή ο Μιχάλης σκόνταψε πάνω σε έναν δράκο.

-Γκρρρρ! Ποιος είναι αυτός που με ενοχλεί; Γρύλισε ο δράκος.

-Τι ξεφωνίζεις ; θέλουμε να φάμε ! του φώναξαν οι άλλοι δράκοι.

-μα κάποιος έπεσε πάνω μου.

Κοίταξε προς τα κάτω και είδε τα δυο παιδιά να τρέμουν σα ζελέδες.

-Ποιοι είστε εσείς;

-Ε… εε… εμείς είμαστε… είπαν τρομαγμένα τα παιδιά.

-Ουφ. Ξεφορτωθείτε με! Πηγαίνετέ τους στο μπουντρούμι!

-Μα κύριε δράκε εμείς…

-Δεν θέλω ν ακούσω τίποτα.

Τους πήγαν στο μπουντρούμι και άφησαν για φρουρό έναν χοντρό και λίγο χαζό δράκο.

-Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε η Αλεξία.

-Άκου. Σκέφτηκα να δώσουμε όλους τους κουραμπιέδες μας σε αυτόν εδώ το δράκο για να μας ελευθερώσει.

-Εντάξει, εντάξει. Όλα θα τα δώσω για να φύγουμε απο δω.

-Ακόμα κι ένα φιλί σ’ αυτόν εδώ το δράκο; Την πείραξε ο Μιχάλης.

-Έλα σταμάτα.

-Ψιτ! Κύριε δράκε.

-Ποιος; Τι; Που; Πότε; Γιατί; άρχισε να τις ερωτήσεις ο χαζός δράκος.

-Εδώ! Μήπως θέλετε λίγους κουραμπιέδες;

-Ναι. που είναι;

-Εδώ τους έχω. Αλλά πρώτα θα μας ελευθερώσεις.

-Σύμφωνοι.

Έτσι κι έγινε. Τα παιδιά ευχαρίστησαν το δράκο, ο οποίος απολάμβανε τους κουραμπιέδες του και έφυγαν από μια μυστική τρύπα που είχε το κάστρο και συνέχισαν το ταξίδι τους για το βουνό των καραμελομένων γλειφιτζουριών.

 

Το βουνό των καραμελομένων γλειφιτζουριών

Μόλις βγήκαν από την τρύπα αντίκρισαν ένα μαγευτικό θέαμα. Το βουνό αντί για δέντρα είχε πελώρια γλειφιτζούρια με παιχνιδιάρικα χρώματα . επίσης αντί για λουλούδια ήταν σκορπισμένα μικρά ζελεδάκια σε διάφορα σχήματα.

-Τι λες Μιχάλη, πάμε να δοκιμάσουμε; Είπε η Αλεξία.

-Ναι πολύ καλή ιδέα, μου τρέχουνε τα σάλια!

Κι έτσι όρμηξαν στα ζαχαρωτά. Όμως με την πρώτη δαγκωνιά το έδαφος άρχισε να τραντάζεται και από το βάθος ακούγονταν παράξενοι ήχοι. Ξαφνικά γιγαντιαία πλοκάμια βγήκαν από τη γη κι έπιασαν σφιχτά τα δυο παιδιά από τη μέση. Καθώς πάλευαν με τα πλοκάμια , ο Μιχάλης θυμήθηκε το σουγιά που είχε πάντα στην τσέπη του και ήταν δώρο του παππού του. Τον άρπαξε χωρίς χρονοτριβή και έκοψε το πλοκάμι. Όταν έπεσε στο έδαφος είδε την Αλεξία που την είχαν ακόμη πιασμένη και άρχιζαν να τη τραβούν προς τα κάτω. Τότε ο Μιχάλης πέταξε τον σουγιά στην Αλεξία και εκείνη τον έπιασε σφιχτά κι έκοψε το πλοκάμι. Μόλις βρέθηκε κοντά στον Μιχάλη άρχισαν και οι δύο να τρέχουν με όλη τους τη δύναμη για να ξεφύγουν από τα τεράστια πλοκάμια. Πολλές φορές σκόνταψαν σε καραμελοκοτρόνες και ρίζες γλειφιτζουρόδεντρων.

Όταν πια τους ξέφυγαν, έπεσαν τυχαία στην επόμενη πύλη για τον Βόρειο Πόλο, τον τελικό τους προορισμό. Θα τελείωναν όμως εκεί οι περιπέτειές τους;

 

Στο Βόρειο Πόλο…

Στον βόρειο πόλο συνάντησαν κάποιους ορειβάτες και καθώς δεν ήξεραν κατά που πέφτει το σπίτι του Αγίου Βασίλη τους ρώτησαν:

-Ε! Κύριοι!

Καμία απάντηση…

-Ε! Κύριοι ! ορειβάτες!

Πάλι καμία απάντηση.

-Ε! Τσαπρρρρ! Ξεφώνισαν τελικά τα παιδιά.

-Ναι. Παρακαλώ, μπορώ να σας βοηθήσω; Απάντησε ο ένας.

-Θα θέλαμε να μάθουμε που μένει ο Άγιος Βασίλης.

-Ευχαρίστως να σας πω. Βλέπετε εκείνο το σπίτι πάνω στο λόφο; Αυτό είναι.

-Ευχαριστούμε πολύ! είπαν τα παιδιά κι έτρεξαν προς το σπίτι του Άγιου Βασίλη.

Μόλις φτάσανε μπροστά από το ξύλινο σπιτάκι, βρήκαν μισάνοιχτη τη πόρτα και μπήκαν μέσα. Τότε ακούστηκε μια βροντερή φωνή.

-Ποιος μπήκε μέσα στο σπίτι μου;

-Άγιε Βασίλη! Είμαστε πολύ χαρούμενοι που σε βλέπουμε!

-Ποιοι είστε εσείς;

-Είμαστε ο Μιχάλης και η Αλεξία. Ερχόμαστε από το Πετροχώρι και ήρθαμε να σε βοηθήσουμε να ξαναμοιράσεις τα δώρα στα παιδιά και έτσι να αρχίσουμε να γιορτάσουμε και πάλι τα Χριστούγεννα, κάθε χρόνο.

– Και κάνατε τόσο δρόμο γι αυτό το λόγο; Είστε πολύ γενναίοι! Όμως αυτό είναι πολύ δύσκολο γιατι πρέπει να πάρετε το φάρμακο από τη φοβερή μάγισσα Μπάμπω!

-Θα το κάνουμε!

-Λυπάμαι παιδιά, μα είναι πολύ δύσκολο…

-Μα Άγιε Βασίλη…

-Ελάτε να σας φτιάξω τσάι με μπισκότα και θα δω τι μπορώ να κάνω.

Αφού ήπιαν το τσάι τους και έφαγαν τα μπισκότα τους ο Άγιος Βασίλης, τους είπε:

-Το σκέφτηκα πολύ καλά και αποφάσισα να σας βοηθήσω. Έχω ένα μισό χάρτη εσείς πρέπει να βρείτε τον άλλον μισό για να μπορέσετε να φτάσετε στο σπίτι της μάγισσας. Επίσης θα σας δώσω ένα μπουκαλάκι με μπλε υγρό που όταν το πιείτε θα σας κάνει αόρατους. Αλλά να το χρησιμοποιήσετε μόνο σε περίπτωση ανάγκης.

-Σε ευχαριστούμε πολύ. Θα ξεκινήσουμε αμέσως.

 

Η αναζήτηση της μάγισσας

Όταν βγήκαν από το σπίτι του Άγιου Βασίλη, κάθισαν σε δύο πέτρες για να μελετήσουν καλύτερα τον χάρτη.

Όσο ο Μιχάλης προσπαθούσε να σκεφτεί που βρισκόταν ο άλλος μισός, η Αλεξία καθόταν απέναντί του και κοιτούσε το πίσω μέρος του χάρτη. Ξαφνικά αναφώνησε.

-Μιχάλη κοίτα το πίσω μέρος του χάρτη, υπάρχουν γράμματα!

-Ωχ! Έχεις δίκιο. Για να δούμε τι γράφει.

-Είναι ένας γρίφος : «Σκότος, σκοτάδι, υπάρχει πίσω από τα βουνά της Λησμονιάς» διάβασε η Αλεξία.

–Λες να είναι εκεί που βρίσκεται η μάγισσα Μπάμπω;

-Έτσι φαίνεται, αλλά για να είμαστε σίγουροι ας κοιτάξουμε το χάρτη… Όντως υπάρχουν βουνά της Λησμονιάς και βρίσκονται δυτικά από το σπίτι του Άγιου Βασίλη! είπε ο Μιχάλης ενθουσιασμένος.

-Ωραία! Ας ξεκινήσουμε!

-Λοιπόν, πάμε δυτικά που είναι προς… προς τα κει !

Προχωρούσαν ώρες και τελικά βρήκαν μια πόρτα που έγραφε πάνω με ασημένια γράμματα «βουνό της Λησμονιάς». Πέρασαν μέσα λίγο φοβισμένοι, όταν ξαφνικά ο χάρτης τινάχτηκε στον αέρα, γύρισε ανάποδα κι έπεσε μαλακά πάνω στα χέρια της Αλεξίας. Και με χρυσά γράμματα έγραφε «μην μυρίσεις τίποτα, μην αγγίξεις τίποτα και μην παρασυρθείς καθόλου γιατί θα ξεχάσεις».

-Κι άλλος γρίφος;   Είπε η Αλεξία.

-Αλεξία να ακολουθήσουμε τις οδηγίες, γιατί αλλιώς θα ξεχάσουμε.

-Εντάξει, Μιχάλη.

Τα παιδιά πέρασαν το βουνό γρήγορα χωρίς να μπουν στον πειρασμό να μυρίσουν τα όμορφα λουλούδια που υπήρχαν εκεί γύρω ή να χαϊδέψουν τα παιχνιδιάρικα ζωάκια. Έτσι έφτασαν μπροστά σε ένα τεράστιο, μαύρο κάστρο που από πάνω υπήρχε ένα μαύρο σύννεφο με πολλές νυχτερίδες να τριγυρίζουν και να φρουρούν το κάστρο.

-Αλεξία να πιούμε το μπλε υγρό που μας κάνει αόρατους, για να μπορέσουμε να μπούμε στο κάστρο.

-Εντάξει Μιχάλη, γρήγορα φέρε το μπλε υγρό να το πιούμε.

Ήπιαν το υγρό και έγιναν αόρατοι, πέρασαν τις νυχτερίδες απαρατήρητοι και μπήκαν από τη μεγάλη πόρτα. Για κακή τους τύχη ερχόταν προς το μέρος τους η μάγισσα η οποία έβλεπε κάθε τι αόρατο, έτσι τους είδε και τους κλείδωσε σε ένα δωμάτιο.

-Αχ Μιχάλη , τι θα κάνουμε τώρα;

-Δεν έχω ιδέα.

-Μιχάλη αυτή η πόρτα είναι ξύλινη;

-Ναι είναι, γιατί;

-Και έχεις μαζί σου το σουγιά;

-Ναι, γιατί;

-τότε μπορείς να σκαλίσεις την πόρτα κοντά στη κλειδαριά!

-Τέλεια ιδέα! Ύστερα να πάρουμε το υγρό και να κάνουμε την δουλειά μας.

-Ας ελπίσουμε πως δεν θα είναι εκεί η μάγισσα.

Τα παιδιά περιπλανήθηκαν σε όλο το κάστρο ώσπου έφτασαν σε μια αποθήκη γεμάτη μπαλόνια που το καθένα είχε ένα μπουκαλάκι με αντίδοτα.

-Τώρα ποιο είναι το αντίδοτο για τον Άγιο Βασίλη, Αλεξία;

-Δεν ξέρω. Πρέπει να ψάξουμε για κάποια λίστα που ίσως να λέει τι κάνει το καθένα.

Η Αλεξία είχε δίκιο, μέσα σε ένα συρτάρι βρήκαν μια σκονισμένη λίστα με αντίδοτα.

Μαύρο υγρό= για κατσικοπόδαρους

Μπλε υγρό=για μυταράδες

Πράσινο υγρό= για σπυράκια

Πορτοκαλί υγρό= για τριχωτά χέρια

Κίτρινο υγρό=για πεταχτά δόντια

Γαλάζιο υγρό=για πεταχτά μάτια

Γκρι υγρό= για άσχημους

Ροζ υγρό= για παραμορφωμένους

Χρωματιστό υγρό = γεροδεμένα σώματα

Κόκκινο υγρό = για Άη Βασίλη

-Νατο Μιχάλη!

-Τέλεια! Πάμε να φύγουμε!

 

Ένα όμορφο τέλος

Τα παιδιά πέρασαν το κάστρο και το βουνό της Λησμονιάς και μετά από δύο μέρες πορείας έφτασαν στο σπίτι του ‘Άγιου Βασίλη και όρμησαν με χαρά μέσα.

-Άγιε Βασίλη βρήκαμε το αντίδοτο!

-Ποιος είναι;

-Εμείς είμαστε!

-Μιχάλη, Αλεξία, εσείς; Μα πως τα καταφέρατε;

-Ήταν πολύ δύσκολο, αλλά σταθήκαμε ικανοί!

-Μπράβο Δώστε μου το αντίδοτο.

Ο Άγιος Βασίλης ήπιε το αντίδοτο και αμέσως έγινε πιο νέος και πιο δυνατός.

-Τώρα τι θα γίνει; Ρώτησε η Αλεξία.

-Θα σας γυρίσω σπίτι και αύριο που θα είναι πρωτοχρονιά θα σας μοιράσω τα δώρα! Χάρη σε σας επέστρεψαν τα Χριστούγεννα στη μνήμη των ανθρώπων κι εγώ θα αρχίσω πάλι να δίνω χαρά σε όλα τα παιδιά του κόσμου, μοιράζοντας δώρα!

-Γιούπιιιι!!! Φώναξαν και τα δύο παιδιά.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε τα παιδιά στο σπίτι τους κι ένας γλυκός ύπνος σφράγισε τα βλέφαρά τους. Την επόμενη μέρα μπροστά από το τζάκι τους περίμενε μια έκπληξη. Δύο μεγάλα δώρα τυλιγμένα σε γυαλιστερό χαρτί.

Έτσι τα παιδιά άνοιξαν τα δώρα τους με χαρά μιας και στο εξής τώρα θα γιορτάζονταν τα Χριστούγεννα!

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *