«Το χαρτονένιο κουτί», Χριστίνα Αυγερινού

Άνεμος Magazine 02/12/2015 0

xartonenio kouti

Άφησα το τραγούδι να παίζει… το ίδιο ξανά και ξανά, έφτασα στο παράθυρο. Κόντευε να χαράξει κι ο Μορφέας άλλη μια νύχτα με είχε αρνηθεί. «Όπως τόσες στα χρόνια, άλλωστε…», σιγομουρμούρισα, τον είχα πλέον αποδεχτεί.

Το τελευταίο τσιγάρο κάπνιζε ακόμα μονάχο μες στο γυάλινο τασάκι. Το παρατήρησα να σιγοκαίει, αθώο κι άλικο στην άκρη να σιγοκαίει στην ψυχρή του αγκαλιά… κι εγώ του χαμογέλασα.

Τα δάχτυλα έκαναν μια στιγμή να το πιάσουν, μετάνιωσαν ξαφνικά. Δεν είχαν δικαίωμα, θαρρούσαν, να το ενοχλήσουν. Τραβήχτηκαν πίσω… κι εγώ του χαμογέλασα ξανά.

«Μα… έτσι δεν ήμουν πάντα με τα άψυχα;», συλλογίστηκα. Κάπου θα έκρυβαν κι αυτά μια ψυχή –λες ανθρώπινη;- σε μια συμπάθεια αμάρτυρη των όλων. Μια ψυχή δική τους, ολοδική, καμωμένη απ’ τα πάθη… γη φοινή κι ουρανό. «Έτσι ήμουν πάντα», είπα και… χαμογέλασα.

Να ‘ταν προβολή τάχα τούτη η πίστη μου, μια αυτοπροβολή; Να ‘ταν απάτη τάχα μιας κάποιας, αόριστης ύπαρξης; Μια αυταπάτη της ατέρμονα κι εξαναγκασμένα ταλαντούμενης ύπαρξης μου; Δεν ξέρω… Δεν ξέρω πια να σου πω…

«Μα… μα έτσι δεν ήμουν και με το μεγάλο, μαύρο κουτί;», αναρωτήθηκα. Το κουτί που σε μια νύχτα σφάλισα μέσα του μισή ζωή, τη ζωή μας, και το ίδιο το βάφτισα «κομοδίνο»; «Έτσι ήμουν πάντα», επιβεβαίωσα και… χαμογέλασα ξανά.

Τότε έριξα το βλέμμα μου στη γωνιά… ασύνειδα… το είδα. Έστεκε ακόμα εκεί, αγέρωχο σχεδόν χαρτονένιο. Με το γνώριμο πορτατίφ πάνω του μόνιμα αναμμένο κι ένα πακέτο Parisien, ενθύμιο άδειο μιας ταξιδιάρικης ρουφηξιάς. Και πιο δίπλα –να!- ένα ρόδο λευκό, πάλλευκο, αποξηραμένο, ποτισμένο με Chanel, Chanel no 5,  τ’ αγαπημένο μου άρωμα –θυμάσαι;

Έμεινα να κοιτώ… αντίκρυ στη γωνιά να κοιτώ, ακόμα μια φορά το είδα καλά. Χρόνια «πρωτότυπο» για τους φίλους μου «κομοδίνο» το μεγάλο κουτί. Χρόνια σφραγισμένων παρελθόντων μυστικών κι απωθημένων για μένα το μαύρο κουτί… Έρωτας, πόνος, οργή, μοναξιά βρίσκονταν εκεί, κάθε ελπίδα και διάψευση κρυμμένη εκεί –για σένα…

Έκλεισα τα μάτια. Μορφές φώτισαν κι έσβησαν μες στο νου, μορφή ασχημάτιστη κι όμως… καθάρια. Φωνές ήχησαν, σώπασαν σα κύματα σπασμένα στ’ αυτιά μου ονόματα, ένα ανώνυμο πάντα, δικό σου που δεν υπήρξε ποτέ. Μνήμες… Μνήμες σύδετες, άλογες και παράλογες, αδάκρυτες, αφορισμένες, που σ’ ένα ξημέρωμα γκρι έρχονταν, χτύπαγαν, πλήγωναν, έφευγαν κι εγώ… χαμογέλασα!

«Μια απόφαση είναι…», έκανα να πειστώ, «μια μετωπική μόνο». Μια μετωπική μ’ απόκρυφα, δεκάδες φεγγάρια και φόβους μου φάσματα…

«Μια απόφαση είναι», μ’ έπεισα τελικά και… πλησίασα. Το γύμνωσα αργά, το γύμνωσα απ’ όσα κείνα του φάνταζαν –άραγε;- περιττά. Ένα μεγάλο, μαύρο κουτί χαρτονένιο, αυτό μονάχα, δίχως φτιασίδια ανόητα στην κορφή. Άγγιξα το καπάκι, δοκίμασα να τ’ ανοίξω, δίστασα. Πίσω ένα βήμα δειλό στο παρόν. Στο παρόν… δειλό, μα δεν το άντεχα! Δεν το μπορούσα, κι ας έπρεπε, μ’ ακούς; Έπρεπε! Μ’ ακούς… Μου τ’ όφειλα! Σε μένα το όφειλα!

Άγγιξα το καπάκι ξανά, το άνοιξα. Τ’ απόθεσα στο πάτωμα φοβισμένα. Φοβισμένα, αλήθεια… φοβόμουν πολύ. Τόσα χρόνια μετά, όλα πρόβαλαν πάλι υγρά, σθεναρά, ξυπνώντας απ’ το λήθαργο που τα ‘χε με σοφία τυλίξει, όλα τα «εν τάξει» σημάδια μιας άτακτης εποχής. Φωτογραφίες και σκίτσα δικά σου, σημειώματα κι ένα σπασμένο μπρελόκ… το πρώτο μου μισοκαπνισμένο τσιγάρο σβησμένο με αλμύρα το βράδυ που… ξέχασες. Χαμογέλασα… μ’ ένα χαμόγελο μουσκεμένο στα χείλη μου πια.

Τα έβγαλα ένα- ένα… προσεκτικά… τα ψηλάφισα, λες κι ήταν η πρώτη φορά, σαν ο χρόνος να ‘χε πάρει μαζί του τα χρώματα, την υφή, την πρότερη μυρωδιά τους. Παράξενο… μου ‘μοιαζαν άκακα τώρα, σχεδόν καθαρμένα. Χαμογέλασα ξανά.

Μονάχο βρήκα στο τέλος το παλιό κείνο τετράδιο κάπως τσαλακωμένο. Με μπλε πλαστικό τριμμένο στην άκρη κι ένα ταμπελάκι ξεβαμμένο, γυαλιστερό… τ’ όνομά μου αβέβαιο… χρονολογία ακρωτηριασμένη. Το πήρα στα χέρια, το ξεφύλλισα, άρχισα να διαβάζω. Οι γραμμές του ξέφευγαν σε χρόνο παροντικό, μα οι στιγμές –ειρωνεία- κείτονταν σε παρωχημένο. Διάβαζα, διάβαζα λέξεις προσωπικές, άλλες ανείπωτες κι άλλες βουβά μισοειπωμένες… όσες μου ζήτησες κάποτε να προδώσω, όσες σου κράτησα για πάντα μας κρυφές.

Γύρισα τη σελίδα, πρόσμενε εκεί ωχρό φυλαγμένο –τάχα θυμάσαι; Ένα χαρτάκι με γράμματα πλαγιαστά… τα δικά σου γράμματα, κι εγώ… σου χαμογέλασα.

«Να αγαπάς μόνο έτσι, ζωή μου…», είχες πει -τάχα θυμάσαι;

Μόνο έτσι… Ένα «έτσι» σκόπιμα αόριστο δηλωμένο, κι ας το ‘ξερα ό,τι ήθελες να μου πεις, ήταν αυτό το κοινό μυστικό μας ορισμένο κι εγώ… σου χαμογέλασα… τελευταία φορά.

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/christinaavgerinou?fref=ts
https://www.facebook.com/StoGelioThsKataigidas?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/sto-gelio-ths-kataigidas.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *