Έχεις δει ποτέ άνθρωπο με φωτοστέφανο; Εννοώ πραγματικό φωτοστέφανο, γαλακτερό, ν’ ασπρίζει στο σκοτάδι γύρω από τη σιλουέττα. Και στο περίγραμμα ένα χαμόγελο ρευστό, λυγερό να ακτινοβολεί σαν καλοκαιρινό αεράκι. Εγώ το έχω δει και μύριζε κολώνια αιγυπτιακό λεμόνι. Μύριζες αιγυπτιακό λεμόνι. Ανέβαινα τη Χέιδεν κι εσύ ξεπρόβαλες από τη Μαυρομματαίων. Θα συναντιόμασταν στο περίπτερο. Βάδιζες προς εμένα κι η αύρα σου άλλαζε τους νόμους της φύσης. Αντί πίσω σου, πήγαινε μπροστά. Άνοιγε δρόμο. Με έφτασε πριν με πλησιάσεις. Μου ανακάτεψε τα μαλλιά, μου άνοιξε την καμπαρντίνα. Πριν σε πλησιάσω. Χαμόγελο ρευστό κι εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω τη χαρά. Μου έβγαινε γέλιο ανόητο που πόναγε τις σιαγόνες και κατέβαινε ορμητικό, ίσια στις γάμπες. Πλησίαζες με το χαμόγελο ρευστό κι όταν ήρθες εμπρός μου δεν σ’ έβλεπα πια. Με τύφλωνε η λάμψη. Τα μάγουλά μου τρίφτηκαν στο τουίντ των πέτων σου. Αιγυπτιακό λεμόνι. Ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών να σε φιλήσω. Είχα ξεχάσει πόσο ψηλός ήσουν. Ή νόμιζα ότι ψήλωσα ξαφνικά. Το φωτοστέφανο με τύλιξε κι εμένα, με σήκωσε δέκα πόντους από τη γη. Ο περιπτεράς πρέπει να ξαφνιάστηκε, ένα κορίτσι να ίπταται γελαστό πάνω από το πεζοδρόμιο. Αν και στην άκρη του πάρκου χρόνια και χρόνια, θα είχε δει πολλά κορίτσια ευτυχισμένα. Πολλά αγόρια να μυρίζουν λεμόνι. Φωτοστέφανα όμως, είχε δει;
Δεν ξέρω για πόση ώρα δεν λέγαμε λέξη. Μόνο γελούσαμε. Γελούσαμε δυνατά, χαζά. Μια μ’ έσφιγγες στο πλάι σου, μια μ’ έφερνες μπροστά σου κι εγώ χωρίς όγκο, χωρίς βάρος πήγαινα κι ερχόμουνα σε μια απόκοσμη αιώρηση. Έμπαινα μπροστά στα πόδια σου, σκοντάφταμε κι οι δυο. Βαστιόμουν από τα πέτα σου, από τις τσέπες του σακακιού σου. Και γελούσα. Τα μάτια μου δάκρυζαν. Δεν μ’ ένοιαζε το μεικ απ που μου κατέβαινε στα μάγουλα. Εγώ πετούσα κι η ζώνη της καμπαρντίνας μου σερνόταν στο τσιμέντο, ανίκανη να με συγκρατήσει στη γη. Ένα αεράκι έμπαινε στη δαντέλα της πλεκτής μου μπλούζας –χρώμα κροκί θυμάμαι– μου ανέβαινε στον λαιμό, στη ράχη, μύριζε θάλασσα, αρμύρα. Αύρα θαλασσινή στη Μαυρομματαίων; Πώς γίνεται; Μα εκείνο το βράδυ όλα γίνονταν, όλα ήταν δυνατά. Ακόμη και τα φωτοστέφανα.
Στο παγκάκι δεν ξέραμε πώς να καθήσουμε. Πλάι ο ένας στον άλλο, να νιώθουμε τη ζέστη του κορμιού; Αντικρυστά να βλέπουμε τα μάτια μας; Ψάχναμε τις κινήσεις αδέξιοι, σαν να μαθαίναμε για πρώτη φορά τι είναι παγκάκι, τι είναι σώμα, τι είναι χέρια. Το φωτοστέφανο αραίωσε, απλώθηκε, μας σκέπασε και τους δυο. Η μυρωδιά σου ανακατεύτηκε με το άρωμα από τις νεραντζιές. Κάλυψε τα μαλλιά μου, πότισε τις λέξεις, που άργησαν να έρθουν. Κι όταν ήρθαν, ήταν ξένες, φτωχές, δεν μέτραγαν.
Πήρα αργά το λεωφορείο για το σπίτι με το χαμόγελο ακόμη στα μάτια, στα χείλη. Ο εισπράκτορας νόμιζε ότι χαμογελάω σ’ αυτόν, με κοίταξε περίεργα. Κρατήθηκα γερά από τις χειρολαβές, να πάψω να αιωρούμαι, από αιθέρας να ξαναγίνω ύλη.
Αμέτρητος καιρός από τότε, άλλη ζωή. Έχω χρόνια να περάσω από τη γωνία Χέιδεν και Μαυρομματαίων, εκεί όπου ένα βράδυ έγιναν όλα τα μαγικά. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη περίπτερο, σίγουρα όχι ο ίδιος περιπτεράς. Μήπως μερικά άσπρα ξέφτια, απομεινάρια από το φωτοστέφανό σου; Δεν νομίζω. Μια μυρωδιά, όμως, ένα άρωμα; Αιγυπτιακό λεμόνι ανάκατο με την ανάσα από τις νεραντζιές του πάρκου; Το παντοτινό άρωμα του ανεκπλήρωτου;
Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/polymnia.kossoras?fref=ts
https://www.facebook.com/AnoxeidotiMnimi?fref=ts