Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιάννη Φιλιππίδη «Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης»

Άνεμος Magazine 04/12/2014 0

santorini-aprilis

Για τη Σαντορίνη, πέντε μέρες αργότερα, θα ξεκίναγαν οι δυο τους το ταξίδι, που ’χε τάξει στον εαυτό της να ξανακάνει. Έτσι όπως το είχε ευχηθεί, χωρίς να το πολυσκέφτεται συνεχώς και συνειδητά, πολλές στιγμές στο πρώτο της γαμήλιο ταξίδι. Ότι καλός και άγιος ο γάμος με τον Χρόνη κι ίσως όλα να κυλούσαν καλά στην πορεία, αλλά είχε ονειρευτεί να ξαναβρεθεί γρήγορα εκεί, αν ήταν δυνατό μ’ άλλον άντρα.

Περισσότερο όμως από τη δική της φαντασία, η ίδια η ζωή θα έφερνε το πλήρωμα του χρόνου, επίσης θα προκαλούσε και το σταμάτημά του. Για μια βδομάδα. Όσο είχε κρατήσει ο μήνας του μέλιτος. Μια βδομάδα τέτοια με τον Σάκη ήθελε. Να του δείξει και παράλληλα να τον εξερευνήσει ξανά. Να βρει την ισορροπία τού πώς ν’ αντέχει να ζει αλλού, μακριά από τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε και νοιάστηκε όσο κανέναν.

Ύστερα, κι αν όλα πήγαιναν καλά και κράταγαν τα σκοινιά του καθενός, που υπάκουαν στις έννοιες κοινωνία ή πραγματικός κόσμος, οι δυο τους θα ξαναχώριζαν οριστικά, αποφασισμένοι να μην πάρουν τις ζωές άλλων ανθρώπων στον λαιμό τους. Κανείς βέβαια από τους δυο δεν ήξερε αν θ’ αντιστεκόταν στην πρόκληση να υπάρξει ξανά το παλιό ζευγάρι, που ’χε περάσει μαζί τέσσερα από τα πιο λαμπερά τους χρόνια.

Κατά τη διάρκεια εκείνου του απρόβλεπτου κοινού καφέ σουρεάλ, που ’χανε επισφραγίσει στο τέλος του μ’ ένα δυνατό, καυτό φιλί στα όρθια κι ανάμεσα στους περαστικούς, η Στέλλα θα ’χε την οξύνοια να κατεβάσει έγκαιρα την ιδέα, να του εξηγήσει τη σκέψη της, να τον ρωτήσει αν είναι στ’ αλήθεια έτσι όπως αισθανόταν, ίσως και πρόστυχη. Κι όχι ένας άβουλος, αλλά ένας συνειδητά αποφασισμένος άντρας θα την ακολουθούσε στο νησί. Θα μπορούσε να το κάνει μόνο και μόνο για το χατίρι της, το σχέδιο να περπατήσουν και να ζήσουνε για μια ολόκληρη βδομάδα μαζί εκεί. Στην πραγματικότητα, χατίρι στον εαυτό του θα έκανε. Θ’ άφηνε πίσω του εμβρόντητη τη σύντροφό του, με μια μασημένη πρόφαση ενός επαγγελματικού ταξιδιού ως τη Θεσσαλονίκη. Την ίδια πόλη που θα επικαλείτο η Στέλλα στον Χρόνη. Με τη διαφορά ότι εκείνη έλεγε ότι θα χρειαζόταν να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο δημοσίων σχέσεων για μια βδομάδα άμεσα και ότι το παιδί θα το κράταγε με ασφάλεια η κυρία Ουρανία. Είχαν υπερασπιστεί με τον τρόπο του ο καθένας το σενάριο απουσίας. Οι σύντροφοι θα ξαφνιάζονταν, αλλά, θέλοντας και μη, θα ’διναν τον χρόνο στους δύο ανθρώπους, που ’χαν αγαπηθεί τόσο πολύ, να σταθούν μπροστά στον ολότελα προσωπικό τους χρόνο, αυτόν που θα κράταγε λίγο, κι αυτόν που θα διαρκούσε στο διηνεκές, ίσως και ως μνήμη.

Η Στέλλα είχε καθοδηγήσει τις λεπτομέρειες για το ταξίδι. Η κοπέλα που ’χε τον ξενώνα που είχε επισκεφτεί παλιά θα ’χε μεγαλώσει κατά επτά χρόνια. Θα την άφηνε να την κοιτάει ψιλοαφηρημένη, σχετικά με το αν την ξαναβλέπει με τον ίδιο άντρα ή με άλλον. Κόσμος από τα δωμάτιά της είχε περάσει άπειρος. Αλλά αυτή θα θυμόταν εκείνο το κορίτσι με τη θεωρητική ομορφιά και τα έντονα μελαχρινά χαρακτηριστικά. Και τον νιόπαντρο άντρα της τον θυμόταν κάπως πιο μελαχρινό, ο καστανόξανθος άντρας με τα τζιν δεν είχε το στάτους του ψηλού κι αλλιώτικου συντρόφου. Τούτος εδώ έμοιαζε σαν πιο τσαχπίνης, άλλο φρούτο.

Είχε κοιτάξει με νόημα τη Στέλλα, πριν χαμογελάσει σχεδόν σαρδόνια και τείνει να την αγκαλιάσει για ένα καλωσόρισμα, που της έκαναν την τιμή και ξαναπήγαιναν φιλοξενούμενοι στο νησί και το κονάκι της. Τώρα, αν το άλλο μισό της ωραίας αυτής κοπέλας είχε εντωμεταξύ αντικατασταθεί, της έκανε ίντριγκα, αλλά δεν θα ’χε στ’ αλήθεια την παραμικρή σκασίλα.

Με τα σακβουαγιάζ φορτωμένα στα πίσω καθίσματα, θ’ ανέβαιναν πάλι μέχρι πάνω. Ο Σάκης βίωνε ήδη κάτι ξεχωριστό, από τη στιγμή που η Στέλλα τον είχε ταρακουνήσει να σηκωθεί να βγουν έξω, να του δείξει το νησί, να βιώσουν την αφωνία που φέρνει σ’ ένα κατάστρωμα με κόσμο η θέα ενός τόσο φαντασμαγορικού τόπου. Και τώρα, πλάι στη γυναίκα που του ’χε λείψει τόσο, ανέβαιναν στην πολιτεία που ’χε αντικρίσει. Και για ένα πράγμα ήτανε σίγουρος: ότι δεν ήταν η ζωή του αυτή, τώρα πρωταγωνιστούσε σε μια απόλυτα ερωτική αμερικάνικη ταινία. Και θα παραπατούσε ώρες και στιγμές, αρκετά συχνά, σε κείνο το νησί τις επόμενες μέρες. Αλλά είχε τη Στέλλα μαζί του. Και αυτή τη φορά ένιωθε πως ήταν αυτός που κερδίζει τελικά το κορίτσι.

Για τη Στέλλα, πάλι, αυτό το ταξίδι ήτανε περισσότερο πολύπλοκο ως κατάσταση. Το πρωτόνιωσε ακόμα και μέσα στο καράβι, στη στιγμιαία λαχτάρα κι ανησυχία στη σκέψη του γιου της, που σε λίγες ώρες θα πέρναγε την πρώτη του νύχτα χωρίς τη μαμά. Που ’χε σταθεί στα κάγκελα της πλώρης κάποια στιγμή, και μολονότι ο θαλασσινός άνεμος την κρύωνε, κυκλώνοντάς την με την υγρασία του, παρέμεινε να βλέπει και να σκέφτεται προς τη μεριά του ορίζοντα, που οι δυο τους είχαν αφήσει πίσω τους με αποφασιστικότητα και συνείδηση.

Τη δεύτερη φορά που ένιωσε ένα αμυδρό τσίμπημα ήταν η στιγμή που άνοιγε τις κουρτίνες και την μπαλκονόπορτα, που έβλεπε την ανατολική εύφορη πλευρά του νησιού, που τόσα της θύμιζε, μιας και σ’ αυτό το συγκεκριμένο δωμάτιο είχε ζήσει την εβδομάδα του μέλιτος και που από σφάλμα συστήματος της είχε αποδοθεί ξανά το ίδιο. Η ίδια έπαιζε παιχνίδι με τη δική της ζωή από την εποχή που χώρισε ως τη στιγμή που συναντήθηκε ξανά με τον Σάκη, ή μήπως το σύμπαν, η μοίρα, το πεπρωμένο ή κι όλα μαζί από κοινού έσπαγαν πλάκα μαζί της;

Ο ΑΠΡΙΛΗΣ ΣΤΑΘΗΚΕ ΑΛΗΤΗΣ HRΚαι τώρα ήταν ο Σάκης ο άντρας που άγγιζε απαλά τους ώμους της, να την ξυπνήσει από την ξαφνική αφηρημάδα, που την είχε επηρεάσει από τη στιγμή που είδε τη θέα του δωματίου, και κείνος, βαδίζοντας ήσυχα, θέλησε να την πλησιάσει, να την αγκαλιάσει γι’ άλλη μια φορά. Κι ας μην ήταν εκείνο το φλογερό φιλί, Ευαγγελιστρίας και Μητροπόλεως γωνία, το παθιασμένο. Στις πέντε μέρες που είχαν μεσολαβήσει ως το ταξίδι, δεν του είχε καν επιτρέψει να την ξαναδεί, μολονότι εκείνος επέμενε. Και στο καράβι είχε σεβαστεί τον εκνευρισμό της. Ποιος να ’ξερε τι σκεφτόταν το ανθισμένο του κορίτσι, ενόσω εγκατέλειπε τη φτιαγμένη της ζωή. Ας ήτανε μια ανθρώπινη αγκαλιά. Αρκεί να την έπαιρνε απ’ αυτό που αισθανόταν. Γιατί κι ο Σάκης ένιωθε πως αυτό που αισθανόταν η Στέλλα ίσως και να μην τον συνέφερε.

Αντίθετα, εκείνη στο άγγιγμά του στράφηκε και τον αγκάλιασε από τη μέση. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του, να νιώσει την αρσενική του προστασία. Δεν ήτανε μονάχη σ’ αυτό το τόλμημα, υπήρχε και συμπαίκτης. Που ’χε βρει ανεπανάληπτη την πρότασή της να ξεφύγουν σ’ ένα δικό τους σύμπαν για επτά γεμάτες μέρες και τώρα άγγιζαν το πρώτο τους μεσημέρι και, λογικότατα, θα μπορούσαν να πεινάνε. Αλλά ούτε που τους είχε περάσει τέτοια σκέψη από τον νου. Παρέμειναν αγκαλιασμένοι στην ίδια θέση.

«Δεν θέλω να πάμε για φαγητό, Στέλλα».

Δεν χρειαζόταν να τον κοιτάξει κατάματα, αντιλαμβανόταν μια χαρά.

«Και τι περισσεύει να κάνουμε;»

Ένα στιγμιαίο του αναφιλητό την ξάφνιασε. Πάλι κλάματα; Τώρα γιατί έκλαιγε; Και πώς αυτό συνταιριαζόταν με μια ολοφάνερη στύση στο πρώτο τους αγκάλιασμα; Η αντρική διέγερση σ’ αυτό τον βαθμό σε συνδυασμό με τ’ αναφιλητά, υπό άλλες συνθήκες, ή αν τ’ άκουγε σαν ανέκδοτο, θα της προκαλούσε γέλια. Τώρα, μόνο να γελάσει δεν ήθελε.

«Μη μου κλαις!» βρέθηκε την επόμενη στιγμή να του σκουπίζει το μάγουλο, καθώς κινδύνευε κι η ίδια ν’ ακολουθήσει στα δάκρυα, δεν ήθελε και πολύ.

«Οχτώμισι χρόνια, Στέλλα. Πέρασαν οχτώμισι χρόνια από την τελευταία μας αγκαλιά», μουρμούρισε και σωριάστηκε στην άκρη του διπλανού κρεβατιού. «Κι είμαστε εδώ, ξαφνικά, απόλυτα μόνοι. Όπως παλιά. Η συγκίνηση παλεύει με τη χαρά μου».

«Κράτα τη χαρά σου μονάχα γι’ αυτή τη στιγμή», είπε και απελευθερωνόταν από τα γοβάκια της, πατώντας με τα πόδια της γυμνά το κρύο πλακάκι. «Αντέχεις να κάνουμε ένα ωραίο καυτό μπάνιο, να μας πάρει το ταξίδι κι όλη τη βρόμικη αλμύρα του;»

«Αλήθεια θες να το κάνουμε μαζί;»

«Μα, έχει υπέροχη και άνετη μπανιέρα. Την γεμίζουμε και βουτάμε παρέα, έλα. Μπαίνω πρώτη», είπε και γλίστρησε, να του αφήσει χρόνο και να εκμεταλλευτεί παράλληλα την ευκαιρία να γδυθούν ο καθένας ξέχωρα από τον άλλον. Στην ίδια μπανιέρα θα κατέληγαν έτσι κι αλλιώς.

Όταν μπήκε ο Σάκης στο μπάνιο, οι υδρατμοί ανέδιδαν ήδη ένα δυνατό άρωμα φτέρης. Ήτανε τ’ αγαπημένο αφρόλουτρο της Στέλλας, τόσα χρόνια και δεν το ’χε αλλάξει. Αλλά αυτός έμπαινε δειλά, ντυμένος την ολόσωμη πετσέτα, που ’χε προλάβει ν’ αρπάξει πριν μείνει μόνος.

«Μεγάλωσα;» είπε και τα μάτια του έδειχναν ακόμα υγρά.

Τον κοίταξε συνολικά, η ίδια είχε βουτήξει ολότελα στο ζεστό νερό χαλαρωμένη, αφήνοντας μόνο το κεφάλι της απέξω. Που εξακολουθούσε ν’ αναλογίζεται. Ότι δεν ήτανε μόνο οι γυναίκες που σκέφτονται μαλακίες για την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά και τ’ αρσενικά. Μπροστά της έστεκε υπό την κρίση της ένας τόσο γοητευτικός άντρας. Τα χρόνια που ’χανε μεσολαβήσει είχανε φέρει βέβαια ασήμαντες αλλαγές στη διάπλασή του, ένα μικρούλι στομαχάκι πρόβαλε μαλακό σαν μαξιλαράκι, αλλά τίποτα δεν άλλαζε τη συνολική του υποδειγματική εικόνα.

«Σάκη, έχεις ανάγκη από τα κομπλιμέντα μου;» είπε και τον κοίταξε με τρυφερότητα τόση, σαν να κοίταζε ένα αληθινό μωρό. «Είσαι πανέμορφος για μένα, το ίδιο κι εγώ για σένα, κι έλα μέσα γιατί το νερό κρυώνει κι εσύ χάνεις!»

Άφησε την πετσέτα να πέσει δίπλα του, πάνω σ’ ένα σκαμπό λουτρού. Η στύση του της έφερε νευρικά γέλια. Όχι, αυτό έτσι δεν το ’χε καν φανταστεί, τώρα θα πνιγόταν γελώντας, ενόσω εκείνος θα επιχειρούσε να βρει τη θέση του αντικριστά στη φαρδιά μπανιέρα. Τελικά είχε δίκιο η Στέλλα. Αλλά το γεγονός ότι ξεκαρδιζόταν για τον ίδιο και το όργανό του καθόλου δεν επηρέαζε το κορμί και τις ανάγκες του.

Λίγη ώρα αργότερα, θα παραδίδονταν σ’ ένα ανελέητα δυνατό ερωτικό σύμπλεγμα, σώμα με σώμα θα θυμόντουσαν κάθε γωνιά και κάθε καμπύλη στα κορμιά τους. Που θα πάλλονταν ασταμάτητα για ώρες, τους την χρώσταγε το σύμπαν αυτή τη συνάντηση. Κι από το μεσημέρι ως αργά τη νύχτα, που θα αφήνονταν στο πρώτο τους αγκαλιασμένο αποκοίμισμα, κανείς δεν θα πεινούσε, κανείς δεν θα διψούσε, κανείς δεν θα ’χε την παραμικρή σκοτούρα να δει το περιώνυμο ως τα πέρατα του κόσμου ηλιοβασίλεμα. Θα ’γερναν ο ένας πλάι στον άλλο στις ανάπαυλές τους και θα κάπνιζαν μονάχα κάτι βιαστικά τσιγάρα, πριν παραδοθούν ξανά ο ένας στην απληστία, την επιθυμία και το έλεος του αλλουνού.

Περισσότερα για το βιβλίο εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/aprilis.html

Βρείτε τον συγγραφέα στο Facebook
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki?fref=ts

 

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *