Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Τζίνας Μιτάκη «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια»

Άνεμος Magazine 09/12/2014 0

nixterines

Τρεις νύχτες είχε να φανεί η κυρα-κουκουβάγια στον φεγγίτη της βορειοδυτικής κουζίνας στο παλιό, μικρό, πέτρινο σπίτι στο βουνό.
Έκανε κρύο και κείνη τη νύχτα που πέρασε από τον φεγγίτη και στάθηκε κοντά στο τζάκι να ζεσταθεί Το ’χαν πει από μέρες πως ο καιρός θα χαλάσει. Η βροχή σιγανή αλλά επίμονη, ο αέρας παγωμένος.
«Πήγα να τσιμπολογήσω εικόνες από τη μεγάλη πόλη», είπε και ζέστανε τα φτερά της στη φωτιά με προσοχή, μην τα τσουρουφλίσει…

«Οι δρόμοι της πόλης μίζεροι, κατέβαζαν βρόμικα ρυάκια νερού που έκαναν μικρές λιμνούλες γύρω από τα σκουπίδια ξεχασμένων κάδων. Οι άνθρωποι βιαστικοί, μουντοί, σκυφτοί, χαμένοι ποιος ξέρει σε ποιες σκέψεις και απογνώσεις.
Ένα μαγαζί ανοιχτό, πέντε στη σειρά κλειστά, γεμάτα από φακέλους αλληλογραφίας που δεν παρελήφθησαν ποτέ, διαφημιστικά φυλλάδια, σκόνη και κατσαρίδες να σουλατσάρουν αυθάδικα. Τα φώτα στα παράθυρα των σπιτιών χλωμά, θλιμμένα, σαν τους περισσότερους ενοίκους των σπιτιών.
Στάθηκα να ξαποστάσω σε ένα περβάζι.
Μέσα από το τζάμι μια γυναίκα. Μια ζεσταινόταν, μια κρύωνε, τα μάτια της ήταν πρησμένα, η μύτη κόκκινη και το θερμόμετρο όλο και ανέβαινε. Χειμώνας βαρύς και οι ιώσεις έδιναν κι έπαιρναν.
Ήταν και κείνα τα κόκαλα που είχαν στασιάσει και πόναγαν πια όλο και πιο συχνά, γιατί, τι να σου κάνουν πια και αυτά; Μπαΐλντισαν και επαναστάτησαν, κι από σίδερο να ήταν δεν θ’ άντεχαν τόσων χρόνων ταλαιπωρίες.
Μα ο πόνος που δεν νταγιαντιζόταν ήταν εκείνος της ψυχής.
Δευτέρα, έξι το απόγευμα πια, γύρισε το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού της, από τις πέντε το πρωί ήταν στο πόδι. Πέταξε σε μια γωνιά του χολ τα παπούτσια και πήγε γραμμή στην κουζίνα. Έφτιαξε ένα τσάι ζεστό με μια κουταλιά μέλι να ηρεμήσουν τα μέσα της… να γλυκάνουν.
Να γλυκάνουν; Εύκολο το ’χεις; Με τόση πίκρα, τόση μαυρίλα και απόγνωση μέσα της και τριγύρω, τι να σου κάνει μια κουταλιά μέλι;
Μηχανικά, έβγαλε να μαγειρέψει φακές. Τις καθάρισε και τις έβαλε με λίγο νερό να τις ξεβράσει. Ψιλόκοψε δύο κρεμμύδια, ένα πράσο, 2-3 σκελίδες σκόρδο και ένα καρότο σε κύβους και τα τσιγάρισε με λαδάκι στην κατσαρόλα.
Τότε, σαν να βοήθησε η αψάδα του κρεμμυδιού, άνοιξαν τα κανάλια της ψυχής της και μια βροχή, τι βροχή, σκέτη καταιγίδα, έτρεξε μέσα στην κατσαρόλα και έκανε το λάδι να τσιτσιρίζει και να πετιέται προς τα έξω.
Τραβήχτηκε να μην πικρίσει το φαΐ και τι θα φάει το παιδί… γιατί τούτη η καταιγίδα ήταν από δάκρυα πικρά. Τράβηξε την κατσαρόλα από τη φωτιά και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
“Και τώρα; Τώρα τι θα κάνω;” μονολόγησε με έναν λυγμό.

Καιρό τώρα ζούσε, και όχι μόνο αυτή, μέσα στον φόβο μη συμβεί τούτο που συνέβη. Καιρό τώρα την ψυχότρωγε το κακό που θα ερχόταν.
Το ’χε δει και το όνειρο… είχε έρθει, λέει, το μεγάλο αφεντικό, ο “Γερμαναράς” και σκούπιζε… και μετά πήρε έναν χαρτοκόπτη από το γραφείο και της έκοψε εκείνο το κόκκινο βραχιολάκι που της είχαν κάνει κάποτε δώρο οι συνάδελφοί της… το ’χε δει το όνειρο, μα το καταχώνιαζε στη θύμησή της να ξορκίσει το κακό.
Και ήρθε ο αναθεματισμένος, ήρθε και τους σάρωσε, τους πέταξε σαν άχρηστα σκουπίδια. Όχι γιατί δεν ήταν καλοί στη δουλειά τους, μα γιατί μειώθηκαν λίγο τα γενικά κέρδη από τις επιχειρήσεις του… και είχε πολλές, ούτε μια ούτε δύο, σε όλο τον κόσμο.
Η υγρή ματιά της έπεσε στη φρουτιέρα πάνω στο τραπέζι, άδεια από φρούτα μα γεμάτη από φακέλους λογαριασμών, ΔΕΗ, ΟΤΕ, δόση του δανείου για το σπίτι, κοινόχρηστα, εφορία.
Έμεινε εκεί παγωμένη και ας είχε τριάντα εννέα πυρετό, να κοιτάζει τους φακέλους και δεν ήξερε γιατί να πρωτοκλάψει, για όλα τούτα που έπρεπε να πληρωθούν και αυτή ήταν πια στα πενήντα της, άνεργη, χωρίς ελπίδα να ξαναμπεί στην αγορά εργασίας, για το κορίτσι της που το σπούδασε με αίμα και τη μόνη δουλειά που βρήκε φιλώντας κατουρημένες ποδιές γνωστών των γνωστών, ήταν part-time τηλεφωνήτρια για έξι μήνες και για 350 ευρώ, χωρίς ασφάλιση;
Για τους συναδέλφους της που σαρώθηκαν σήμερα μαζί της, για όσους θα σαρωθούν και εκείνοι την άλλη και παράλλη εβδομάδα ή τον άλλο μήνα και που κουβαλάνε τους σταυρούς της δικής τους ζωής; Για όλον εκείνο τον κόσμο που βουλιάζει στην απόγνωση, την εξαθλίωση, την ανέχεια και την αναξιοπρέπεια;
Για ποιον να πρωτοκλάψει;

nixterines_kouventes_me-miaΣκούπισε τα μάτια και πολτοποίησε μια μεγάλη ώριμη ντομάτα, με το χέρι, έτσι σαν να πολτοποιούσε όποιον και ό,τι μαύριζε την ψυχή της.
Έβαλε την κατσαρόλα πάλι στη φωτιά και πρόσθεσε στα σοταρισμένα (κρεμμύδι, πράσο, σκόρδο και καρότο) την ντομάτα, πρόσθεσε και νερό μέσα στο οποίο είχε διαλύσει μια κουταλιά της σούπας ντομάτα πελτέ, πρόσθεσε δύο φύλλα δάφνη, λίγη ρίγανη, αλάτι και πιπέρι και άφησε να βράσει η σάλτσα κάνα δεκάλεπτο, σούρωσε τις φακές που έβραζαν δίπλα και τις έριξε στη σάλτσα. Χαμήλωσε τη φωτιά και άφησε να σιγοβράζουν. Στο τέλος του μαγειρέματος πρόσθεσε και μια καυτερή πιπερίτσα, ψιλοκομμένη.
Όση ώρα στεκόταν πάνω από την κατσαρόλα, το μυαλό της έπαιρνε ανάποδες στροφές.
Και ο πιο γλυκός άνθρωπος, ο πιο ήπιος και χαμηλών τόνων κάτι τέτοιες στιγμές γίνεται αγρίμι. Θεριό που για να γλυκάνει τον πόνο του βγάζει νύχια και δόντια, ζητάει να πληγώσει, να ματώσει, να καταστρέψει.
Σκέφτηκε να πάρει ένα μπιτόνι βενζίνη και να βάλει φωτιά στο σπίτι του καπιταλιστή “Γερμαναρά” μεγάλου αφεντικού…
“Γερμαναρά…” Και να φανταστείς πως κάποτε τσακωνόταν με τη μάνα της που δεν έχανε ευκαιρία να δείξει την απέχθειά της για τους… Γερμαναράδες. “Ξεκόλλα από τα κατάλοιπα της Κατοχής, μάνα, άλλαξε ο κόσμος, πάμε μπροστά τώρα!” έλεγε στη γριά.
Σκέφτηκε να πάει στο χωριό να ψάξει στο κατώι του σπιτιού, εκεί που είχε ακούσει μικρή πως ήταν καταχωνιασμένη μια χειροβομβίδα, από τότε που ήταν ο παππούς στην αντίσταση.
Βλακείες… δεν γίνονται αυτά!
Θα εισχωρήσει σε μια εξτρεμιστική τρομοκρατική οργάνωση, αυτό θα κάμει!
Αλλά πάλι… δεν γίνονται ούτε αυτά… πώς θα τους βρει, πού θα τους βρει; Άντε και τους βρήκε, τι θα τους πει; “Γεια σας, ήρθα όψιμη και σιτεμένη επαναστάτρια;”
Έστρωσε το τραπέζι να είναι έτοιμο σαν γυρίσει το κορίτσι της… τυράκι, ελιές, σαρδέλες παστές και ένα μπουκάλι κρασί από το χωριό. Τράβηξε από την κατσαρόλα στην άκρη και δύο μερίδες φακές και τις έβαλε στον θερμοθάλαμο της ηλεκτρικής κουζίνας, που ήταν πια… αντίκα.

Δύο άντρες περπατούσαν στα στενά καπνίζοντας αμέριμνα τάχα και κουβέντιαζαν. Τίποτα, όμως, δεν τους ξέφευγε. Είχαν πληροφορίες πως κάπου στη γειτονιά υπήρχε γιάφκα.
Λίγα μέτρα πιο κάτω έτριξε η κεντρική πόρτα μιας πολυκατοικίας. Μια γυναίκα με τυλιγμένο στο κεφάλι ένα μαύρο πλεκτό σάλι βγήκε στον δρόμο. Στην πλάτη είχε περασμένο ένα σακίδιο εκδρομής και στην αγκαλιά κρατούσε σφιχτά, προστατευτικά, κάτι στρογγυλό τυλιγμένο σε μια σακούλα από γνωστό πολυκατάστημα παιχνιδιών.
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα η γυναίκα κοιτώντας δεξιά και αριστερά, σαν αναποφάσιστη για την κατεύθυνση που θα έπαιρνε. Τελικά έστριψε αριστερά και τάχυνε το βήμα.
Οι δυο άντρες χωρίστηκαν, ο ένας στο ένα πεζοδρόμιο ο άλλος στο άλλο και την ακολούθησαν διακριτικά από απόσταση. Με τα μάτια συμφώνησαν πως ήταν ύποπτη και αυτή και το σακίδιο στην πλάτη της.
Το στρογγυλό στην αγκαλιά της μπορεί να ήταν και κατσαρόλα. Είχαν πάψει πια οι κατσαρόλες να είναι ένα βασικό εργαλείο της κουζίνας και όσο πέρναγε ο καιρός γινόντουσαν και περιττό, αφού δύσκολα θα γέμιζαν για ν’ ανταποκριθούν στο καθήκον τους και είχαν υποστεί εργασιακή μετάταξη από κάποιους που “επιβουλεύονταν την έννομη τάξη”.
Έτσι, οι ασφαλίτες παρακολουθούσαν ακόμα και τις κατσαρόλες που σκονίζονταν απούλητες στις βιτρίνες των καταστημάτων με είδη σπιτιού. Πόσο μάλλον μια κατσαρόλα που περιφέρεται ύποπτα ώρα τώρα από στενό σε στενό και από πλατεία σε πλατεία, γυρεύοντας θεός ξέρει τι; Στην αγκαλιά, μάλιστα, μιας μεσήλικης γυναίκας με ένα σακίδιο στον ώμο και με τυλιγμένο το κεφάλι σε μαύρο πλεχτό σάλι.
Ήταν σίγουρα τα παλικάρια πως από ώρα σε ώρα θα έβγαινε έκτακτο δελτίο ειδήσεων στα κανάλια για μια ακόμα επιτυχία της υπηρεσίας τους.
Κέντρο-απόκεντρο περιπλανιόταν η κατσαρόλα, σαν επαρχιώτης του ’50 χαμένος στην πρωτεύουσα, ώσπου σταμάτησε σε μια εσοχή μιας άδειας βιτρίνας κλειστού από καιρό μαγαζιού. Μπροστά ακριβώς σε μια ξεχαρβαλωμένη κούτα με περιεχόμενο ένα ανθρώπινο κουρέλι: έναν άντρα γύρω στα σαράντα πέντε, αξύριστο, αχτένιστο και άπλυτο. Τα ρούχα του κάποτε έπρεπε να ήταν ρούχα αξιοπρεπούς ανθρώπου.
Στάθηκε αθόρυβα η κατσαρόλα πάνω από το κεφάλι του και η γυναίκα τράβηξε το καπάκι της. Αναδεύτηκε το ανθρώπινο κουρέλι πάνω στο χαρτόκουτο με κλειστά τα μάτια.
“… και να φανταστείς πως με κυνήγαγε η συγχωρεμένη η μάνα μου από πιτσιρικά να φάω μια κουταλιά φακές, και τώρα… έφτασα να τις ονειρεύομαι… να τις μυρίζω και να τις λαχταρώ”, σκέφτηκε και γύρισε πλευρό να διώξει το βασανιστικό όνειρο.
Μα η μυρωδιά τούς γαργάλαγε τα ρουθούνια αυθάδικα. Η άγνωστη γυναίκα ακούμπησε δίπλα του την κατσαρόλα, έβγαλε από τον σάκο της μια βαθιά κουτάλα και ένα εμαγιέ βαθύ πιάτο. Είχε μια δωδεκάδα από τούτα… οικογενειακό κειμήλιο ήταν και τα φύλαγε, σε τέτοια έτρωγαν στο χωριό σαν ήταν παιδί.
“Τι τις θες, ρε μάνα, αυτές τις παλιατζούρες; Να μας πιάνουν χώρο;” έλεγε η κόρη της.
“Δουλειά σου εσύ! Στην πλάτη τα κουβαλάς;”
Ήθελε, χρόνια τώρα, να πάρει χρώματα να τα ζωγραφίσει και να τα στολίσει στο σπίτι, μα όλο το ανέβαλλε γιατί τα χρήματα που κόστιζαν τα χρώματα πάντα βούλωναν κάποια άλλη τρύπα στα έξοδα του σπιτιού, και έτσι τα εμαγιέ παλιομοδίτικα πιάτα έμεναν καταχωνιασμένα και άχρηστα.
Γέμισε με την κουτάλα το πιάτο φακές, ζεστές ακόμα και μοσχομυριστές, έβγαλε από τον σάκο, σε σακουλάκια μοιρασμένα, τυράκι, ελιές, σαρδέλες και ψωμί και τα απόθεσε δίπλα στο ανθρώπινο κουρέλι.
Του ευχήθηκε καλή όρεξη και πήρε τον δρόμο πάλι, με την ύποπτη κατσαρόλα στην αγκαλιά και τον σάκο στον ώμο… κέντρο-απόκεντρο, σε πάρκα, σε παγκάκια, σε εσοχές πεζοδρομίων, όπου έβρισκε ανθρώπινα κουρέλια μοίραζε το μαγείρεμά της, ευχόταν καλή όρεξη και χανόταν πριν προλάβουν τα ανθρώπινα κουρέλια να καταλάβουν πως δεν ονειρεύονται.
Σαν άδειασαν η κατσαρόλα και ο σάκος της, κάθισε σ’ ένα παγκάκι, άναψε ένα τσιγάρο και χαμογέλασε πλατιά. Αν και είχε να φάει από το προηγούμενο βράδυ, ένιωθε χορτάτη. Δεν ήξερε για πόσο ακόμα θα έβαζε κατσαρόλα στο σπιτικό της, μα για όσο θα έβαζε θα την μοιραζόταν.
Αυτά σκεφτόταν σαν στάθηκαν πάνω από το κεφάλι της οι δύο ασφαλίτες.
“Ποια είσαι; Τι κάνεις εδώ;” ρώτησε ο ένας.
“Τι έχει το σακίδιο και η κατσαρόλα μέσα;” ρώτησε ο άλλος.
Σήκωσε το κεφάλι της και ξεφύσησε τον καπνό της στα μούτρα τους, χαμογελώντας προκλητικά και ειρωνικά…»

Πήρε ανάσα η κυρα-κουκουβάγια και πριν κινήσει για τη νυχτερινή της βόλτα, είπε στην Κυρά: «Με το μοίρασμα φτουράνε το καλό και η χαρά, και λιγοστεύουν το κακό, τ’ άσχημο, ο πόνος και η ανέχεια».

Περισσότερα για το βιβλίο εδώ:

http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html

Βρείτε τη συγγραφέα στο Facebook:
https://www.facebook.com/Tzinamit?fref=ts

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *