Ο ζαχαροπλάστης ο κυρ-Ζαχάρης κατέβασε τα ρολά του μαγαζιού του, χαμήλωσε τα φώτα και άνοιξε το συρτάρι του ταμείου του. Παραμονή Χριστουγέννων και το ταμείο του ήταν σχεδόν άδειο. Πάνω στους πάγκους, τα ράφια και τις βιτρίνες, οι τεράστιοι δίσκοι, ξεχείλιζαν με απούλητους τους κουραμπιέδες, που ήταν πασπαλισμένοι με κιλά από ζάχαρη άχνη, τα μελομακάρονα και οι δίπλες που κολυμπούσαν στο μελένιο σιρόπι, στολισμένα με ψιλοκομμένο καρύδι, καβουρδισμένο σουσάμι και μπόλικη κανέλα, τα Χριστόψωμα με τα ζυμαρένια στολίδια και όλα τα γιορτινά καλούδια που με μπόλικη τέχνη και μεράκι είχε φτιάξει ο κυρ-Ζαχάρης. Στεναχωρήθηκε πολύ που τα γλυκά του, και τι γλυκά, τα καλύτερα της πόλης, χρόνια και χρόνια, ουρές έκανε ο κόσμος για να αγοράσει ένα κουτάκι από αυτές τις μαγικές λιχουδιές, έμειναν τέτοια μέρα απούλητα και το ταμείο του άδειο. Αγαπούσε πολύ το χρήμα ο κυρ-Ζαχάρης και ας μην είχε που να το ξοδέψει, αφού, οικογένεια δεν είχε, μήτε και φίλους. Ήταν μοναχικός και παράξενος άνθρωπος και το μόνο που του άρεσε και του έδινε χαρά, ήταν να ανακατεύει τα αλεύρια, τη ζάχαρη, τα αυγά, τα βούτυρα, τα λογής-λογής μυρωδικά και να φτιάχνει αριστουργήματα της γεύσης.
Έκανε κρύο πολύ εκείνο το βράδυ της Παραμονής Χριστουγέννων αλλά ο κυρ-Ζαχάρης δεν χρειαζόταν να φορέσει το βαρύ παλτό του και τον μάλλινο σκούφο του και να βγει στο δρόμο, αφού το σπίτι ήταν πάνω από το ζαχαροπλαστείο.
Ανέβηκε στο σπίτι από μια σκάλα που υπήρχε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, εκεί που ήταν το εργαστήριο με τα μεγάλα καζάνια και τους φούρνους του. Ήταν τόσο κουρασμένος, τόσο στεναχωρημένος και τόσο μόνος, που δεν είχε όρεξη να φάει. Έφτιαξε μόνο ένα ζεστό τσάι και έκατσε δίπλα στο τζάκι στην αγαπημένη του πολυθρόνα.
Αποκοιμήθηκε με τη φλιτζάνα το τσάι στις χούφτες και άρχισε να βλέπει στον ύπνο του την εποχή που ήταν παιδί και σκαρφαλωμένος σε ένα σκαμνάκι παρακολουθούσε τη γιαγιά και τη μαμά του να φτιάχνουν τα γιορτινά γλυκά. Μετά ερχόταν ο πατέρας από την δουλειά, μαζεύονταν στο σπίτι συγγενείς και φίλοι και όσο στολίζανε όλοι μαζί το δέντρο, η γιαγιά, τους έλεγε ιστορίες Χριστουγεννιάτικες.
Το μεγάλο ρολόι στο χολ χτύπησε δυνατά, ντιν- νταν ντιν- νταν, δώδεκα φορές.
Μεσάνυχτα!
Ο κυρ –Ζαχάρης όμως δεν ήθελε να βγει από το όνειρο, που, ήταν πιο γλυκό και από τα γλυκά του και συνέχισε τον ύπνο του!
Όλα τα γλυκά και τα χρήματα του θα έδινε για να γινόταν πάλι για λίγο παιδί.
Ξαφνικά πετάχτηκε πάνω τρομαγμένος.
Ένα περίεργος ήχος ερχόταν από το μαγαζί του.
Σταμάτησε και να ανασαίνει και αφουγκράστηκε.
Από το μαγαζί ακούγονταν κάτι περίεργα τσιριχτά γέλια.
«Κλέφτες θα είναι» σκέφτηκε ο κυρ-Ζαχάρης και πετάχτηκε από την πολυθρόνα, πήρε το μπαστούνι του και σιγά –σιγά κατέβηκε την σκάλα. Μπήκε στο εργαστήριο και κρυφοκοίταξε στο μαγαζί και τι να δει…!
Κάτι περίεργα μικρά ανθρωπάκια, με σκουφιά και ρούχα με κουδούνια, χοροπήδαγαν πάνω στα ράφια και τους πάγκους.
Έκαναν σκι στην ζάχαρη άχνη των κουραμπιέδων, και μακροβούτια στο σιρόπι από τα μελομακάρονα και τις δίπλες και έπαιζαν ποδόσφαιρο με τα στρογγυλά Χριστόψωμα.
Κόντεψε να σταματήσει να χτυπάει η καρδιά του, του κυρ-Ζαχάρη, σαν είδε το μαγαζί του άνω –κάτω και τα γλυκά του μαγαρισμένα και κατεστραμμένα.
«Καλικάντζαροι!» ψιθύρισε και έπεσε φαρδύς- πλατύς, λιπόθυμος στο πάτωμα.
Όταν συνήλθε είδε να χοροπηδάνε πάνω του αυτά τα μικρόσωμα, σκανταλιάρικα πλάσματα και λίγο έλειψε να ξαναλιποθυμίσει.
«Γεια σου μπάρμπα –Ζαχάρη, είμαι ο Ψιλοβελόνης ο Μακαρόνης» του είπε ένα μικρό καλικαντζαράκι και του τράβηξε το αυτί.
«…και εγώ ο Μαντρακούκος ο Ζυμαρομύτης» του είπε ένα άλλο και του τσίμπησε την μύτη ξεκαρδισμένο στα γέλια.
Του συστήθηκαν όλα, ένα-ένα, χωρίς να σταματήσουν λεπτό να κάνουν σκανταλιές και να χαχανίζουν.
«Μην φοβάσαι! Δεν θέλουμε να σου κάνουμε κακό, ήρθαμε να παίξουμε, να κάνουμε σκανταλιές και να δοκιμάσουμε τα γλυκά σου, που μάθαμε πως είναι τα καλύτερα της πόλης» του είπε ένας μικρός που τον έλεγαν Μαλαγάνα και κράταγε ένα μοβ μπαλόνι.
«Τελικά υπάρχουν αυτά τα πλάσματα των παραμυθιών!» σκέφτηκε ο κυρ-Ζαχάρης ενώ τα χάζευε να χοροπηδάνε πάνω στην μεγάλη κοιλιά του και να μασουλάνε γλυκά.
Μια καλικαντζαρίνα άρχισε να παίζει μουσική με μια τόση δα μικρούλα φυσαρμόνικα και τα καλικαντζαράκια ξεκίνησαν τρελό χορό μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κυρ-Ζαχάρη, που, νότα τη νότα άρχισε να μικραίνει και αυτός.
Όσο χόρευαν τα καλικατζαράκια έφυγαν τα μουστάκια του και η καραφλίτσα του, τα αρθριτικά του δεν τον ενοχλούσαν πια και μεταμορφώθηκε σε παιδί.
Έγινε ένα μικρό αγόρι που κοιτούσε χαμογελώντας το γλέντι των καλικατζάρων και χτύπαγε παλαμάκια. Ο μικρός πια Ζαχάρης άρχισε να χορεύει και αυτός, να κάνει τσουλήθρα στα κάτασπρα βουνά από κουραμπιέδες, βουτιές στο μελένιο σιρόπι και να παίζει κρυφτό στα μπισκοτένια σπιτάκια.
Σε λίγο μπροστά η καλικαντζαρίνα, η Βερβεζού Τζόγια, με την φυσαρμόνικα της και πίσω όλη η τρελή καλικαντζαροπαρέα, με τον Ζαχάρη στη μέση, βγήκαν στο δρόμο να πάνε σε όλα τα σπίτια της πόλης, να δοκιμάσουν γλυκά, να πειράξουν και να ξαφνιάσουν τους ανθρώπους.
Πήγαιναν – πήγαιναν… σε δρόμους, δρομάκια και πλατείες, μα παντού σκοτάδι.
Ούτε ένα λαμπιόνι χρωματιστό, ούτε ένα δέντρο στολισμένο.
Μόνο κάτι αδέσποτα, φοβισμένα και ξαφνιασμένα γατιά και σκυλιά που έψαχναν φαγητό στους άδειους σκουπιδοτενεκέδες.
Μα και τα σπίτια ήταν σκοτεινά, παγωμένα και στα περισσότερα δεν υπήρχαν γλυκά και φαγητά.
«Μα τι στο καλό γίνεται; Ξέχασαν οι άνθρωποι τα Χριστούγεννα;» ρώτησε απορημένος ο καλικάντζαρος Τρικλοποδιάς.
Μια αδέσποτη γάτα τρίφτηκε στα πόδια του Τρικλοποδιά.
«Νιάρ- νιάρ- νιάρ… δεν ξέχασαν κυρ-Καλικάντζαρε, αλλά ήρθε στην πόλη η θεία Φτώχια και δεν έχουν πια να αγοράσουν λαμπιόνια, να ζεσταθούν, να φτιάξουν λιχουδιές και να πάρουν δώρα στα παιδιά τους. Κάποιοι δεν έχουν ούτε καν σπίτια και ζουν σαν εμάς, τα αδέσποτα, στα πεζοδρόμια και τις πλατείες.»
Η Βερζεβού-Τζόγια θλιμμένη σταμάτησε να παίζει μουσική με την φυσαρμόνικα της και όλη καλικαντζαροπαρέα έβαλε το κεφάλι κάτω και πήρε το δρόμο να κατέβει στα βάθη της γης, από κει που είχε έρθει, μουρμουρίζοντας με λύπη « Φέτος δεν έχει Χριστούγεννα, λιχουδιές σκανταλιές, δώρα, γέλια και τραγούδια για κανέναν!»
«Εεε! Που πάτε;» φώναξε ο Ζαχάρης
«Περιμένετε έχω μια ιδέα! Ακολουθήστε με!»
Σε λίγο στο ζαχαροπλαστείο πήραν φωτιά τα καζάνια, οι κουτάλες, οι σπάτουλες, τα ταψιά και οι φούρνοι.
Με τις οδηγίες του Ζαχάρη τα καλικαντζαράκια ρίχτηκαν στη δουλειά.
Έριχναν και ανακάτευαν στα μεγάλα καζάνια τα αλεύρια, τη ζάχαρη, το βούτυρο, τα αυγά, άλλοι έπλαθαν και άλλοι φούρνιζαν κουραμπιέδες, μελομακάρονα, μπισκότα, Χριστόψωμα.
Ο Ζαχάρης ανέβηκε στο σπίτι και τράβηξε κάτω από το κρεβάτι ένα κουτί σιδερένιο, γεμάτο χρυσά νομίσματα, πήρε μαζί του μερικά καλικαντζαράκια και βγήκε στο δρόμο για την αγορά.
Γλίστραγε μαζί με τα καλικατζαράκια στα μαγαζιά και αφήνοντας από ένα χρυσό νόμισμα αγόραζε κρέας, λαχανικά, λάδι, αλλά και κουβέρτες και ρούχα και παπούτσια, στολίδια και παιχνίδια για τα παιδιά.
Ως να ξυπνήσει ο ήλιος και να πάρει το δρόμο για τη πόλη, η καλικαντζαροπαρέα με τον Ζαχάρη, είχαν μοιράσει στα σπίτια, αλλά και στους ανθρώπους που δεν είχαν σπίτια και ξεπάγιαζαν νηστικοί στις γωνιές στο δρόμο και τα πάρκα, όλα όσα τους είχε πάρει η θεία φτώχια.
Το ξυπνητήρι του κυρ-Ζαχάρη χτύπησε, αν και Χριστούγεννα, όπως κάθε μέρα.
Ο κυρ-Ζαχάρης ξετεντώθηκε, χασμουρήθηκε και ήταν έτοιμος να πεταχτεί από το κρεβάτι για να κατέβει στο εργαστήρι του, να ξεκινήσει όπως κάθε πρωί, χρόνια τώρα τη δουλειά, αλλά σταμάτησε τρομαγμένος γιατί θυμήθηκε όσα έγιναν την νύχτα. «Τι όνειρο και αυτό!» μουρμούρισε και χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του σαν θυμήθηκε πως στο όνειρο ήταν παιδί και πάλι.
Το χαμόγελό του έσβησε όμως όταν έσκυψε κάτω από το κρεβάτι, τράβηξε και άνοιξε το σιδερένιο κουτί που φύλαγε τα χρυσά του νομίσματα.
Το άνοιξε με λαχτάρα και αντί για χρυσά νομίσματα βρήκε μια καλημέρα που άχνιζε μοσχομυριστή σαν ζεστή σοκολάτα και δυο χαμόγελα.
Έτρεξε ξυπόλυτος στο μαγαζί του και κοίταξε στην αποθήκη. Δεν υπήρχε ούτε δείγμα από αλεύρι, ζάχαρη, αυγά, βούτυρο και όλα εκείνα τα υλικά που χρησιμοποιούσε για τα γλυκά του και το μαγαζί όλο ήταν άδειο.
«… δεν ήταν όνειρο λοιπόν; Έγιναν στα αλήθεια όλα αυτά; Πάει η περιουσία μου!» μονολόγησε και ακούμπησε απελπισμένος στον πάγκο του άδειου μαγαζιού του.
Τότε από έναν δίσκο που είχε μόνο άχνη ζάχαρη, πετάχτηκε ο καλικάντζαρος Μαλαγάνας.
«Καλή μέρα κυρ-Ζαχάρη! Καλά Χριστούγεννα!» του είπε όλο γλύκα και του έκλεισε το μάτι.
«Τράβα πάνω να ντυθείς, γιατί, εκτός που σήμερα είναι μέρα γιορτινή, έχεις να ανοίξεις και το μαγαζί, κοίτα έξω, οι πελάτες σου έχουν κάνει ήδη ουρά»
Πράγματι έξω από το μαγαζί του περίμεναν πελάτες, ήταν όλοι εκείνοι που κάποιος την νύχτα αγόρασε τα απούλητα εμπορεύματά τους και τους άφησε ένα χρυσό νόμισμα, έτσι τώρα και αυτοί με τη σειρά τους μπορούσαν να αγοράσουν ότι χρειάζονταν.
«Μα δεν έχω τίποτα να πουλήσω, δεν βλέπεις πως το μαγαζί και η αποθήκη έχει αδειάσει, αλλά και αν είχα υλικά δεν προλαβαίνω να φτιάξω τίποτα!» είπε ο κυρ-Ζαχάρης θυμωμένος.
Ο Μαλαγάνας του έκανε νόημα να κοιτάξει στο εργαστήριο και ο κυρ-Ζαχάρης έμεινε άφωνος σαν είδε κάθε λογής λιχουδιά να περιμένει στους δίσκους να πάρει θέση στους πάγκους και τις βιτρίνες του μαγαζιού του.
Σαν ξεπούλησε όλα τα γλυκά του είχε μεσημεριάσει.
Ο κυρ-Ζαχάρης έβγαλε τον άσπρο σκούφο του και την ποδιά του, φόρεσε το βαρύ παλτό, τα γάντια και το κασκόλ του και βγήκε μια βόλτα στην πόλη.
Η πόλη ήταν γεμάτη κόσμο, όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν βγει στους δρόμους και τις πλατείες, έτρωγαν, τραγουδούσαν και χόρευαν.
Τον κάλεσαν να φάει και να πιεί μαζί τους και του ευχήθηκαν Χρόνια Πολλά.
Στις παρέες έλεγαν, πως, κάποιο παιδί, τη νύχτα είχε διώξει, τη φτώχια από την πόλη τους και δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος που να πεινάει και να κρυώνει πια σε αυτή την πόλη. Η γάτα τρίφτηκε στα πόδια του χαμογελαστού κυρ-Ζαχάρη, χορτασμένη και ο Μαλαγάνας μέσα από τον μάλλινο σκούφο του κυρ-Ζαχάρη σχεδίαζε τις βραδινές σκανταλιές της καλικαντζαροπαρέας και του μικρού Ζαχάρη και πότε –πότε ξεμύτιζε, έκλεινε το μάτι στον κυρ-Ζαχάρη και μπουκωνόταν μια λιχουδιά.
• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit?ref=ts&fref=ts
https://www.facebook.com/Paramythies?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html