Τα σκαλοπάτια της Piazza di Spagna ήταν όπως πάντα γεμάτα κόσμο. Ο Πέτρος είχε την αίσθηση πως αυτοί οι άνθρωποι φτιάχτηκαν μαζί με τη σκάλα, πως είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της, όπως οι ωραίες μαρμάρινες γλάστρες που την πλαισιώνουν. Στάθηκε στην κορυφή και έφερε το βλέμμα του γύρω στον ορίζοντα. Όλη η Ρώμη ήταν στα πόδια του. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και τα χρώματα γινόντουσαν αβάσταχτα γλυκά. Πόσο του θύμιζε τα φθινοπωρινά απογεύματα στην Αθήνα!
Κατέβηκε μερικά σκαλιά και κάθισε μαζί με τους τουρίστες. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει. Χάζεψε για λίγη ώρα τον κόσμο που περνούσε από δίπλα του, όμως δεν βρήκε κάποια που να τον συγκινήσει, ώστε να ασχοληθεί μαζί της.
Σηκώθηκε, κατέβηκε αργά τα υπόλοιπα σκαλιά και προχώρησε στη ViaCondotti. Εκεί τουλάχιστον είχε καλύτερο κόσμο. Δεν ήξερε τι να πρωτοκοιτάξει, τις υπέροχες βιτρίνες ή τις ακόμα πιο υπέροχες Ρωμαίες.
Μετά βγήκε στη ViadelCorso. Το να βρίσκεσαι Σαββατόβραδο στην Ρώμη, είναι ευλογία θεού. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες κόσμος στους δρόμους· όλη η πόλη ένα μεγάλο πάρτι που ήταν έτοιμο να αρχίσει, μόλις νυχτώσει.
Χώθηκε στα στενά δρομάκια και, ακολουθώντας το ποτάμι του κόσμου, βγήκε στο Πάνθεον. Εδώ τα φώτα ήταν χαμηλά, η ατμόσφαιρα πιο ρομαντική και τα ζευγαράκια αναρίθμητα. Στάθηκε σε μιαν άκρη να πάρει ανάσα. όμως ένας κόμπος του έσφιγγε το λαιμό. Ήταν και αισθανόταν πολύ μόνος.
Ήταν τέλος Νοεμβρίου, ήταν μόνος του και τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο δεν έλεγαν να τελειώσουν. Η Λένα στην Αθήνα τον είχε φτύσει κανονικά· ετοιμαζόταν λέει, να πάει διακοπές για τα Χριστούγεννα μόνη, με τις φίλες της. «Όπου διάβολο θέλεις, πήγαινε» της είχε πει, πριν της κλείσει το τηλέφωνο.
Ακολουθώντας πάλι τον κόσμο, βρέθηκε στην PiazzaNavona. Κοίταξε τα καφέ, σκέφτηκε να καθίσει, μα του φάνηκαν μελαγχολικά, γιατί έτσι ήταν ο ίδιος. Ακόμα και οι φίλοι του από το πανεπιστήμιο είχαν φύγει. Και οι φίλοι του ήταν όλοι ζευγάρια και αυτός μόνος του και η Λένα… Η Λένα να πάει να πηδηχτεί με όποιον θέλει. Αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει ήταν πως βρισκόταν Σαββατόβραδο στη Ρώμη, ένα αβάσταχτα γλυκό Σαββατόβραδο και ήταν μόνος.
Χάζεψε λίγο τους πλανόδιους ζωγράφους και μετά χώθηκε σε ένα από τα δαιδαλώδη στενά δρομάκια και προχώρησε προς το ποτάμι. Το σκοτάδι του έκανε καλό, τον ανακούφιζε. Έφτασε στον Τίβερη, περπάτησε λίγο, σκέφτηκε να περάσει απέναντι στο SantAngelo, αλλά σταμάτησε. Τι να κάνει απέναντι; Στάθηκε και κοίταζε τα σπίτια. Τα περισσότερα παράθυρα ήταν ανοιχτά, τα φώτα αναμμένα και, σαν κινηματογραφική ταινία, προβαλλόταν ένα μικρό μέρος από τη ζωή κάθε ενοίκου. Έμεινε αρκετή ώρα να κοιτάζει και να φτιάχνει στο μυαλό του ιστορίες για το κάθε παράθυρο.
Μετά πήρε το δρόμο για πίσω. Άφησε τα ωραία σπίτια μπροστά στο ποτάμι και χώθηκε σε ένα κάθετο δρομάκι. Πριν κάνει όμως μερικά βήματα, σταμάτησε. Σαν λαγωνικό, μύρισε καλά τον αέρα. Έκανε μερικά βήματα πάνω κάτω, μύρισε πάλι.
– Δεν είναι δυνατόν, έχω σίγουρα παραισθήσεις, μονολόγησε. Με βάρεσε η μοναξιά κατακέφαλα, μου μυρίζει μουσακάς. Αν είναι δυνατόν, μουσακάς!
Όμως η μύτη του εξακολουθούσε να επιμένει. Δεν μπορεί να έκανε λάθος, κάπου πρέπει να έψηναν μουσακά. Ξαφνικά, σαν να ξύπνησε, τέντωσε το σώμα του, ορθάνοιξε τα μάτια και κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Παρατήρησε ένα ένα τα διαμερίσματα που είχαν φως και προσπάθησε να καταλάβει από ποιο ερχόταν η μυρωδιά.
Μετά από πολλή σκέψη πλησίασε, από ένστικτο περισσότερο, μια από τις εισόδους και παρατήρησε τα κουδούνια· κάποια είχαν μόνο γυναικεία ονόματα. Πάτησε το πρώτο και περίμενε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Στο δεύτερο άκουσε μια γυναικεία φωνή να ρωτά ποιος είναι. Δεν ήξερε αν θα ήταν Ελληνίδα, οπότε μίλησε Ιταλικά.
– Συγγνώμη, για τον μουσακά… είπε ο Πέτρος. Από την άλλη άκρη άκουσε κάποιες αναμενόμενες βρισιές, περίμενε υπομονετικά να τελειώσουν και χτύπησε το επόμενο.
– Συγγνώμη, για το μουσακά που ψήνετε… Περίμενε τις γνωστές βρισιές, αλλά – ω του θαύματος! – επικράτησε σιωπή. Πήρε θάρρος. Συγγνώμη, είπε ξανά. Εσείς ψήνετε αυτό τον υπέροχο μουσακά;
– Ναι, γιατί; απάντησε μια γλυκιά φωνή.
– Μα, μου μύρισε!
– Ελάτε επάνω, αν θέλετε, είπε πάλι μετά από μια μικρή παύση.
Αμέσως ακούστηκε η πόρτα που άνοιγε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Πέτρος έσπρωξε και πέρασε μέσα. Ευτυχώς είχε ασανσέρ. Το κουδούνι έγραφε πως το διαμέρισμα ήταν στον τρίτο. Μπήκε μέσα, λοιπόν, πάτησε το κουμπί και ξεκίνησε. Όση ώρα έκανε να φτάσει, από το μυαλό του περνούσαν διάφορες σκέψεις. Δεν ήξερε τι θα συναντούσε και αυτό έκανε την αδρεναλίνη του να τρέχει ποτάμι. Αλήθεια, πώς μπορεί να είναι; Ίσως καμιά γριά, ή -ακόμα χειρότερα- καμιά λυσσασμένη γεροντοκόρη. Και αν δεν του άρεσε, πώς θα μπορούσε να ξεφύγει;
Όταν χτύπησε το κουδούνι, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ραντεβού στα τυφλά, μα αν είναι δυνατόν! Με μια μικρή καθυστέρηση, τελικά η πόρτα ακούστηκε να ξεκλειδώνει και στο άνοιγμα πρόβαλε μια γυναίκα. Ο Πέτρος κοίταξε καλά, αλλά δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν στην ηλικία του περίπου, στα είκοσι κάτι, ήταν πανέμορφη και με το ζόρι προσπαθούσε να κρύψει τα δάκρυά της.
– Παρακαλώ, τι θέλετε; Τι συμβαίνει με τον μουσακά μου; ρώτησε, χωρίς να ανοίξει ολόκληρη την πόρτα.
– Τι να συμβαίνει; Με λένε Πέτρο και είμαι από την Ελλάδα. Περνούσα από το δρόμο, μου μύρισε ο μουσακάς σου και συγκινήθηκα. Μου θύμισε το σπίτι μου, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Σκέφτηκα πως κάποια που μαγειρεύει τόσο καλά, πρέπει να είναι αξιόλογος άνθρωπος. Να περάσω, λοιπόν, ή έχεις παρέα;
Άνοιξε την πόρτα και του έδειξε να περάσει. Το μάτι του Πέτρου ανίχνευσε το χώρο. Το διαμέρισμα ήταν μικρό αλλά φροντισμένο με πολύ γούστο. Στην μια άκρη ένα μεγάλο παλιό τζάκι, με ένα υπέροχο πράσινο σκαλιστό μάρμαρο, όπου έκαιγαν μερικά κεριά. Στην άλλη, ήταν η κουζίνα, ανοιχτή στο χώρο. Δίπλα, το τραπέζι ήταν στρωμένο για δύο άτομα, με κεριά που ήδη κόντευαν να φτάσουν στη μέση.
– Με λένε Κλάρα και ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, όμως απόψε δεν είμαι σε πολύ καλή διάθεση· όπως βλέπεις, έκλαιγα.
– Δεν θα έρθει; ρώτησε απλά ο Πέτρος, σα να γνωριζόντουσαν από χρόνια.
– Ήρθε, αλλά έφυγε. Χωρίσαμε.
– Είναι Έλληνας;
– Ναι, ήμαστε ένα χρόνο μαζί, αλλά τελείωσαν οι σπουδές του και φεύγει.
– Και εσύ του είχες φτιάξει μουσακά;
– Έφυγε χωρίς να νοιαστεί, χωρίς να δώσει ούτε μια εξήγηση, ούτε το μουσακά μου δεν δοκίμασε.
Και, πριν ακόμα τελειώσει την φράση της, ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Πέτρος την πήρε στην αγκαλιά του και την άφησε να κλάψει για λίγο, μέχρι που ηρέμησε. Μετά σκούπισε τα μάτια της – ήταν υπέροχα πράσινα -, σήκωσε το κεφάλι, τίναξε πίσω τα μαλλιά της, σα να ήθελε να διώξει ένα κακό όνειρο, κοίταξε τον Πέτρο στα μάτια και του είπε:
– Τώρα είμαι καλύτερα, πολύ καλύτερα. Τι θα έλεγες, εάν σου ζητούσα να πάρεις τη θέση του στο τραπέζι; Είναι κρίμα να πάει χαμένος ο μουσακάς.
Ο Πέτρος κάθισε στο τραπέζι και η Κλάρα πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Ήταν μια κούκλα ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν. Αυτό όμως δεν είχε σημασία. Ήταν πανευτυχής. Σαββατόβραδο, σε ρομαντικό δείπνο και ένας μουσακάς που του είχε σπάσει τη μύτη.
Η Κλάρα έφερε δροσερό κρασί και μεζέδες για την αρχή. Μιλούσαν ακατάπαυστα, έπιναν κρασί, τάιζαν μεζέδες ο ένας τον άλλο, άνοιξαν δεύτερο μπουκάλι, έφερε και το θεϊκό μουσακά. Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, έμπαινε δροσερή η βραδινή αύρα. Στο βάθος, πέρα από τις στέγες, φαινόταν ο τρούλος του Αγίου Πέτρου. Ήταν σαν όνειρο. Ο Πέτρος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όταν άδειασαν και το δεύτερο μπουκάλι, η Κλάρα τον κοίταξε γλυκά στα μάτια και είπε:
– Πήρες την θέση του στο τραπέζι μου, τι θα έλεγες να πάρεις και τη θέση του στο κρεβάτι μου;
Χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε, τον έπιασε από το χέρι και τον ανέβασε από τη στενή σκάλα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο, που οδηγούσε στον ουρανό.
Όταν κατέβηκαν ξανά κάτω, είχε πια χαράξει.
– Μήπως υπάρχει τίποτε σε γλυκό, εκτός από εσένα, βέβαια; ρώτησε ο Πέτρος.
– Είχα φτιάξει τιραμισού, περίμενε να σου βάλω λίγο.
Η Κλάρα πήρε μια κουτάλα και σερβίρισε το παχύρρευστο γλυκό σε ένα μπολ. Ο Πέτρος το έφαγε λαίμαργα. Αισθανόταν ότι είχε αδειάσει μέσα του, ότι είχε ένα κενό και βιαζόταν να το γεμίσει
– Καλό; ρώτησε τρυφερά η Κλάρα.
– Τέλειο.
– Όπως ο μουσακάς;
– Όχι, κορίτσι μου, ο μουσακάς ήταν πέρα από κάθε σύγκριση. Και, συνεχίζοντας στα ελληνικά, «θεά τον έκανες τον μουσακά, θεά σαν κι εσένα».
Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/lemonisjohn?fref=ts