Έχω το εισιτήριο μπροστά μου δίπλα στο φλιτζάνι με τον καφέ και το κοιτάζω αμήχανα.
Μόνος σε μια καφετέρια αεροδρομίου για άλλη μια φορά, γύρω μου φωνές, γέλια. Δεν με αφορούν, άλλωστε δεν είναι για μένα.
Κοιτάω όμως τις οικίες αυτές εικόνες, μου δείχνουν το κενό μου, το χάος μου.
“Μεγάλωσα.” Σκέφτομαι.
Η τελευταία αναγγελία της πτήσης με κάνει να σηκωθώ και να περπατήσω μηχανικά προς την φυσούνα του αεροπλάνου.
Ένας αριθμός, μια θέση, ένα παγωμένο χαμόγελο με καλωσορίζει.
Δεν ξέρω αν μπορώ ακόμα να δέχομαι όλα τα παγωμένα χαμόγελα.
Λέω ένα τυπικό ευχαριστώ και περιμένω την λύτρωση, την αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει η απογείωση του αεροπλάνου.
Νιώθω την επιτάχυνση, ακούω τον θόρυβο από τους κινητήρες που σύγχρονος γεμίζει και το σώμα μου, κολλάω πίσω στην καρέκλα, ένα σφίξιμο στο στομάχι
μου υπενθυμίζει τον φόβο που πάντα ελλοχεύει μέσα μου, μαζεύω την αναπνοή μου για να δώσω και εγώ ώθηση, μια στιγμιαία κορύφωση αισθήσεων, αισθημάτων και μέσα σε μια στιγμή έρχεται αυτή η ζητούμενη απελευθέρωση.
Όλα ηρεμούν, αρχίζει να με περικλείει μια ασφάλεια, το σφίξιμο σιγά σιγά χάνεται και όλα δείχνουν να γυρίζουν σε μάλλον φυσιολογικούς ρυθμούς.
Για κάποιο παράξενο λόγο δεν καταλαβαίνεις την αιώρηση αλλά βαθιά μέσα σου την αισθάνεσαι.
Κοιτάω τον ουρανό και την γη από το μικρό οβάλ παράθυρο δίπλα μου και ξάφνου έχω την μεγαλύτερη και ομορφότερη θέα του κόσμου και από πολύ προνομιακή θέση.
Όλα δείχνουν παράξενα από εδώ πάνω, όμορφα άλλα παράξενα.
Πάντα όταν ταξιδεύω και φτάνω στο σημείο αυτό – στο να κοιτάξω από το παράθυρο του αεροπλάνου – σαν η ψυχή μου να επεμβαίνει στο μυαλό και παύω να σκέφτομαι το παρόν ή το μέλλον και γυρνάω ξαφνικά στο παρελθόν.
Μου ήρθαν στο νου βραδιές πριν από πολλά πολλά χρόνια.
Λίγο λίγο άρχισε να ανακατεύεται η πραγματικότητα που αντίκριζα από το παράθυρο με το ονειρικό.
Το μυαλό μου αποσπάστηκε από το παρόν και ταξίδεψε αρκετά χρόνια πίσω.
Έβλεπα τώρα καθαρά τον εαυτό μου να κάθεται στα μικρά σκαλοπατάκια της εκκλησίας, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου, περιμένοντας να έρθει η σειρά μου για να τα φυλάξω στο κρυφτό, περίμενα εκεί παρακολουθώντας σαν μικρός κατάσκοπος ώστε να δω ποιοι ήταν οι καλύτεροι, να ξέρω τις κρυψώνες.
Λίγο παράμερα από τα υπόλοιπα παιδιά, χωρίς να έχει όρεξη για παιχνίδια, καθόταν ένα κορίτσι, νομίζω δυο χρόνια πιο μικρό από εμένα, κοιτάζοντας, τις πιο πολλές φορές, ψηλά τον ουρανό.
Φαινόταν σαν να ονειροπολεί, σαν να την μάγευε κάτι που εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε.
Μεταξύ μας την λέγαμε παράξενη. Ίσως για αυτόν τον χαρακτηρισμό να έφταιγε η παράξενη ομορφιά της. Ναι, ήταν πολύ όμορφη, άλλωστε δεν μπορούσα να το κρύψω πως ήμουν, έστω και σιωπηλά, ερωτευμένος μαζί της.
Τα κόκκινα σγουρά μαλλιά της, τα μεγάλα πράσινα μάτια της και η επιμονή της να κοιτάει τον ουρανό φάνταζαν στα παιδικά μας μάτια πολύ περίεργα και ξένα.
Για πολλά χρόνια και για όλα τα καλοκαίρια τα ίδια παιδιά συναντιόμασταν εκεί στην ίδια γειτονιά, ο Άρης, η Ελένη, ο Αντρέας, η Μαργαρίτα, ο Γρηγόρης, εγώ, και βέβαια η Κλειώ.
Ακόμα θυμάμαι πως όταν έβλεπα το αυτοκίνητο της οικογένεια της να στρίβει από την γωνία της δημοσιάς για να μπει στον χωματόδρομο που ήταν η γειτονιάς μας τα έχανα, στεκόμουν αμίλητος, κοβόντουσαν τα γόνατα μου και περίμενα να την δω να κατεβαίνει και να μας χαμογελάει.
Πάντα, κάθε χρόνο πιο όμορφη, με τις κόκκινες μπούκλες, τα πράσινα μάτια και το χαμόγελο της να με μαγεύουν.
Συνεχίζαμε όλη η παρέα και καθόμαστε στα σκαλιά της εκκλησίας, ενώ αυτή ονειροπόλα κοίταζε – κάθε φορά που ξεχνιόταν – ψηλά στον ουρανό.
Μια εικόνα που κράταγα και κρατάω, που δεν έσβησε ποτέ από την μνήμη μου ώστε να μην την ξεχάσω.
Μια χρονιά από τις τελευταίες, η τελευταία – αν και τότε δεν το ξέραμε – που θα συναντιόμασταν το καλοκαίρι όλη η παρέα στο χωριό – μεγαλώσαμε βλέπεις και ξεκινάγαμε άλλες ανακαλύψεις – βρήκα το θάρρος ένα βράδυ στην παραλία, δίπλα στην φωτιά, να την πλησιάσω.
«Κλειώ.» Γύρισε το κεφάλι της να με κοιτάξει που προς στιγμή παρακάλεσα να μην άκουσε την φωνή μου που πρόφερε το όνομα της. Τελικά έριξε το βλέμμα της μες στα μάτια μου χαμογελώντας, ενώ μέσα στα δικά της καθρεφτίζονταν λαμπυρίζοντας, οι φλόγες που έκαιγαν δίπλα μας.
«Γιώργο! Έλα, κάθισε εδώ δίπλα μου.» Η φωνή της ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ευχάριστη στα αυτιά μου και η πρόσκληση της τόσο ελκυστική που δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα.
Κάθισα δίπλα της, σχεδόν αισθανόμουνα την αύρα της και ένιωθα τυχερός.
Η μυρωδιά των μαλλιών της με υπνώτιζε και μάλλον πρέπει να την κοίταζα πολύ ώρα σαν χαμένος αφού γέλασε πονηρά και χαμήλωσε τα μάτια σαν να ντρεπόταν.
Αυτό το γέλιο με ξύπνησε από το ταξίδι που είχα ξεκινήσει με την φαντασία και με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Για να κρύψω την αμηχανία μου έκανα την πιο χαζή ερώτηση που θα μπορούσα να κάνω, αν και εκείνη την στιγμή που φάνηκε πολύ έξυπνη.
«Σε κοίταζα ώρα τώρα και αναρωτιόμουν τι κοιτάς, τι βλέπεις;» Σοβάρεψε, έλυσε τα μαλλιά της, τα ανακάτεψε λίγο με τα χέρια και σαν ψίθυρος ακούστηκε η φωνή της.
«Η παράξενη ε;» Τα ‘χασα.
«Μην αισθάνεσαι άσχημα, είμαι πια σε θέση να καταλάβω ότι τότε, αλλά ακόμα και σήμερα, με βλέπετε για παράξενη γιατί όλη την ώρα κοιτάω ψηλά και ξεχνιέμαι, χάνομαι μες στις σκέψεις μου. Δεν ξέρω να το εξηγήσω αλλά να σου πω και την αλήθεια δεν βρίσκω και τον λόγο που θα έπρεπε να το εξηγήσω. Πάντα με μάγευε ο ουρανός αλλά περισσότερο ο νυχτερινός ουρανός, να όπως τώρα. Λατρεύω τα άστρα που τρεμοπαίζουν, το φεγγάρι. Όμως, αν και ίσως σου φανεί παράξενο, μου αρέσουν πολύ τα αεροπλάνα, τα βλέπω εκεί ψηλά, γεμάτα φώς να ταξιδεύουν για κάποιο προορισμό που εγώ δεν γνωρίζω, όμως βάζω με τον νου μου χίλιες δυο ιστορίες για τους ανθρώπους που είναι εκεί ψηλά, για το που πάνε, ποιους αγαπημένους τους ανθρώπους πάνε να συναντήσουν ή ποιες εξωτικές χώρες πάνε να δουν, ακόμα και ποιες δουλειές τους έκαναν να ταξιδέψουν και να βρεθούν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα από την μια άκρη της γης στην άλλη.»
Η φωνή της με είχε συνεπάρει, ασυναίσθητα είχα στρέψει τα μάτια μου και εγώ στον σκοτεινό ουρανό με τα λευκά διαμάντια που τον στόλιζαν, ενώ την προσοχή μου είχε κερδίσει, ω σύμπτωση, ένα κόκκινο φωτάκι που αναβόσβηνε στην άτρακτο ενός αεροσκάφους.
«Αυτοί οι άνθρωποι εκεί πάνω, που λες να πηγαίνουν;» Την ρώτησα δείχνοντας το κόκκινο φως για να καταλάβω πως σκεφτόταν αλλά και για να απολαύσω την μοναδική φωνή της.
Γύρισε το βλέμμα της στον ουρανό, ενώ τα πορφυρά μαλλιά της έπεσαν προς τα πίσω.
«Μπορώ να τους φανταστώ.
Κλείνω τα μάτια και τους βλέπω να κάθονται στις θέσεις τους ήρεμοι, άλλοι να βλέπουν μια ταινία, άλλοι να ακούν την μουσική που τους αρέσει, κάποιοι να γράφουν σε ένα τετράδιο μια ιστορία. Άλλοι να φλερτάρουν, ενώ κάποιους άλλους να φοβούνται γιατί είναι το πρώτο τους ταξίδι, που μετά όμως θα το αφηγηθούν όλο ενθουσιασμό και λεπτομέρειες. Όλοι τους κάνουν όνειρα ότι στο μέρος που θα πάνε θα κάνουν πράγματα που δεν έχουν ξανακάνει, και θα δουν άλλα που δεν έχουν ξαναδεί. Για μένα το αεροπλάνο είναι μια μικρή κάψουλα ονείρων, ένα ταξίδι στους αιθέρες εκεί που για κάποιο ανεξήγητο λόγο είσαι πιο κοντά στα όνειρα. Εσύ τι βλέπεις;»
«Εσένα!» Είπα και στράφηκα πάλι με το βλέμμα ψηλά, αφού όλη την ώρα που κοίταζε τον ουρανό εγώ την χάζευα. Μου άφησε στο στόμα ένα πεταχτό φιλί και συνέχισε να κοιτάει τον ουρανό.
«Αν πέσει ένα αστέρι θα κάνω μια ευχή.» Μου είπε και ακριβώς εκείνη την ίδια στιγμή ένα λαμπρό φως έσκισε τον ουρανό στα δυο. Είδα τα χείλια της που κάτι ψιθύρισαν, έκλεισε τα μάτια. Σηκώθηκε. Με χάιδεψε στο κεφάλι και μου είπε:
«Μάλλον θα τα ξαναπούμε.» Δεν πρόλαβα να απαντήσω η κάτι να κάνω πριν την δω να απομακρύνεται από την παρέα.
Λίγα λεπτά μετά άκουσα την φωνή του Γρηγόρη να με ρωτάει:
«Τι λέγατε με την παράξενη;»
«Δεν λέγαμε, αυτή έλεγε και εγώ την άκουγα.» Του απάντησα.«Και ξέρεις, τελικά ίσως να μην είναι και τόσο παράξενη.»
«Θα πάρετε ένα ποτό;»
«Ε;!»
Η φωνή της αεροσυνοδού με είχε βγάλει από τις αναμνήσεις που είχαν ξεπροβάλει ξαφνικά μέσα από την μνήμη μου.
«Ναι μια βότκα με πάγο παρακαλώ.» Όση ώρα η αεροσυνοδός έφτιαχνε το ποτό στο βλέμμα μου είχε σταθεί η εικόνα μιας κοκκινομάλλας κοπέλας να απομακρύνεται αργά, βασανιστικά από μια φωτιά που ήταν αναμμένη σε μια παραλία ώσπου τελικά χάθηκε τελείως.
Πήρα το παγωμένο ποτήρι στα χέρια μου και γύριζα τον πάγο κοιτάζοντας μέσα από το γυαλί ούτε και εγώ ξέρω τι, ήπια λίγο για να φτιάξει η γεύση μες στο στόμα μου.
Γύρισα το βλέμμα μου κοιτάζοντας τους άλλους επιβάτες, κάποιοι κοιμόντουσαν, άλλοι διάβαζαν, άλλοι άκουγαν μουσική. Με μια ευχάριστη αίσθηση που μου είχε προσφέρει το αλκοόλ έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να φανταστώ τα όνειρα τους.
Γέμισα από ενθουσιασμό που μετά από τόσα χρόνια μπορούσα να νιώσω αυτά που ένιωθε και έβλεπε η Κλειώ στους ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα σε κάποιο αεροσκάφος.
Έβγαλα ένα βαθύ αναστεναγμό σαν να είχα φτάσει εκεί που πάντα ήθελα αλλά τόσα χρόνια δεν μπορούσα να βρω τον δρόμο.
«Δέστε τις ζώνες σας, σε λίγα λεπτά προσγειωνόμαστε στο Παρίσι.»
Λίγο χαμήλωμα της ατράκτου, κάποιες αναταράξεις, ένα ανεπαίσθητο δέσιμο του στομαχιού, προσέγγιση και καταλαβαίνεις το γερό στήσιμο του αεροπλάνου στο έδαφος.
Σταδιακά μειώνεται η ταχύτητα και αν κοιτάξεις τα βλέμματα των ανθρώπων βλέπεις σε κάποιους μια αληθινή ανακούφιση που ξαναβρέθηκαν στην γη.
Αρχίζεις να καταλαβαίνεις, να βλέπεις την ανυπομονησία όλων να βγουν ώστε να αντικρίσουν αυτούς που τους περιμένουν, την νέα γη που ήρθαν για να δουν, τους βλέπεις ότι όλοι είναι ενθουσιασμένοι, κουρασμένοι, αλλά χαρούμενοι.
Περπατάω πάλι στην φυσούνα αλλά με διαφορετικά συναισθήματα αυτήν την φορά, σαν η μοναξιά μου να έμεινε μες στο αεροπλάνο.
Νιώθω ανεπαίσθητα μια παρουσία πίσω μου να προσπαθεί να με πλησιάσει, να με ακουμπήσει για να με σταματήσει, την αισθάνομαι όλο και πιο κοντά μου, μια γνώριμη αύρα, ένα χέρι, ένα άγγιγμα, μια παλάμη γλυκιά, ζεστή, να αγκαλιάζει την δικιά μου.
Γυρνάω σαστισμένος αντικρίζοντας ένα χαμόγελο και δυο πράσινα μάτια στεφανωμένα από κατακόκκινα μαλλιά.
«Κλειώ;» Λέω σαν χαμένος και όχι με τον ενθουσιασμό που θα έπρεπε.
«Το ήξερα πως είσαι εσύ. Σε είχα δει στο αεροπλάνο αλλά δεν ήρθα να σου μιλήσω γιατί δεν ήμουν σίγουρη, μόλις σηκώθηκες και σε είδα καλύτερα έτρεξα να σου μιλήσω.»
«Μα… πως εσύ, εδώ…;»
«Πάντα λιγομίλητος βλέπω.» Μου είπε και γέλασε σιγά. Χαμογέλασα και βρήκα επιτέλους τα λόγια μου.
«Για κάποιο παράξενο λόγο το παθαίνω μόνο όταν πρέπει να μιλήσω με εσένα.»
«Τότε ή θα πρέπει να παρεξηγηθώ ή να χαρώ.»
«Να χαρείς.» Της απάντησα ενθουσιασμένος, ενώ για όλη αυτήν την ώρα ο κόσμος γύρω μας προσπαθούσε να μας αποφύγει χωρίς να μας ενοχλήσει. ενώ κάποιοι κάτι σιγοψιθύριζαν χαμογελώντας πονηρά. Μάλιστα ένας νομίζω πως μου έκλεισε και το μάτι.
«Το είδες;» Ρώτησα την Κλειώ.
«Ναι, μάλλον κάτι θα αισθάνθηκαν.
Ξέρεις οι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν τι γίνεται γύρω τους, τι ενώνει δυο ανθρώπους.»
«Και ενώνει κάτι εμάς;» Ρώτησα με μια ελπίδα που ούτε εγώ γνώριζα πως είχα ακόμα μέσα μου.
«Μας ενώνει μια ευχή αν θυμάσαι.»
Μα βέβαια, η ευχή που είχε κάνει στην παραλία και θυμήθηκα μέσα στο αεροπλάνο.
«Δεν θα το πιστέψεις θυμήθηκα εκείνη την βραδιά μέσα στο αεροπλάνο, την ώρα που ταξιδεύαμε. Δεν είναι παράξενο;» Δεν της φάνηκε παράξενο, μόνο μου είπε ψιθυρίζοντας και φέρνοντας τα χείλη της κοντά στα δικά μου
«Ένα ταξίδι στους αιθέρες, ένα ταξίδι πιο κοντά στα όνειρα.»
Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή που έπρεπε να προχωρήσω πέρα από τα όνειρα, ήταν η στιγμή που έπρεπε να κάνω ένα ταξίδι, ένα ταξίδι στον έρωτα, στην αγάπη, ώστε να κάνω πραγματικότητα το όνειρο μου.
Έσκυψα ακουμπώντας τα δροσερά της χείλη και την φίλησα.
Άκουσα λίγα αχνά γέλια, και πολλά χειροκροτήματα, ο κύριος που μου είχε κλείσει το μάτι με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
«Πάμε.» Μου είπε.
«Πάμε.» Της απάντησα.
Της έσφιξα την παλάμη γερά μέσα στην δική μου για να σιγουρευτώ ότι δεν θα την έχανα.
Αν κάποιος μας κοίταζε θα έβλεπε ένα ζευγάρι να απομακρύνεται από ένα αεροπλάνο που ταξίδεψε εκεί ψηλά, στο μέρος που τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα.
• επικοινωνήστε με τον συγγραφέα
https://www.facebook.com/fragkos.george.5?fref=ts
http://www.fragkos-george-writer.blogspot.gr/