Είπε να κάνει ξανά μια προσπάθεια και ας αποδειχθεί απεγνωσμένη. Να ονειρευτεί ξανά. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο, “πειράζει που είναι ιτιά κλαίουσα;” αναρωτιέται “μήπως έτσι που γέρνει τα κλαδιά δεν μπορέσει να σηκώσει στους ώμους τις ονειροπαγίδες που διώχνουν τα κακά τα όνειρα;” ξαναρωτάει τον εαυτό του…
Βολεύει το κεφάλι στα χέρια που έχει διπλώσει κάτω από τον αυχένα και κλείνει τα μάτια.
Το σκηνικό στήνεται ακαριαία στα όνειρα.
Σε κλάσματα του δευτερολέπτου οι τρυφερές παλάμες του παιδιού περνάνε ένα ξυστό χάδι στη φλούδα της ψυχής. Έχει τραχύνει κι έχει αγριέψει πολύ η ψυχή του. Προσπαθεί να διώξει το χάδι, είναι καλύτερα να μην το θυμηθεί καθόλου. Καλύτερα να μη γυρίσει στην παιδική εκείνη ευτοπία, το άγγιγμα του παιδιού μέσα του το τρέμει. Ή μήπως τρέμει την απώλεια και την κατοπινή του δυστοπία; Να μην το έχει, λοιπόν, είναι προτιμότερο, για να μην το χάσει.
Πονάει πολύ η απώλεια.
Το παιδί επιμένει, πότε μαζεύει πίσω την κίνηση, πότε την ξαναπροσπαθεί, μέχρι που η ψυχή γίνεται θάλασσα αρυτίδιαστη και χώμα που βλασταίνουν πάνω του όλα της γης τα χρώματα και αντηχούν όλες τ’ ουρανού οι φωνές.
Kι εκείνη η μοναδικά επαναλαμβανόμενη εικόνα των ονείρων του!
Ακούει γύρω μουσικές μακρινές από εξωτικά πουλιά, το ερωτικό θρόισμα από χιλιάδες φύλλα, καθώς ο αέρας διατρέχει τις διψασμένες για ζωή φλέβες τους. Απρόβλεπτες πνοές, άλλοτε απαλές κι άλλοτε τραχιές.
Ζωή…
Ανηφορίζουν οι τρεις τους. Αυτός στη μέση, ο μπαμπάς απ’ τα δεξιά και η μαμά απ’ τα αριστερά. Κουμπώνει τις χουφτίτσες στις δικές τους.
Τους ζητούσε να παίξουν το αγαπημένο του ‘χαζοπαιχνίδι’, έτσι το κορόιδευε ο μικρός. ‘Πάμε’ τους έλεγε και άρχιζε να τραμπαλίζεται, πότε να ισορροπεί τον κορμό και πότε να το χάνει..,και ξανά από την αρχή. Κρατάνε αντίσταση και τον στηρίζουν. Τους το ζητάει και τον στηρίζουν. Είναι παιδί και τον στηρίζουν. Τι βάρος άλλωστε έχει ένας μικρούλης στα πέντε του; Είκοσι, είκοσι πέντε κιλά; Δια του δυο; Από δώδεκα κιλά στον καθένα αναλογούν, περίπου. Αμελητέο. Ο μικρούλης γελάει. Χαίρεται με το παραμικρό, χορεύει καθώς ανεβαίνουν. Τα γέλια του αντηχούν στην ησυχία και ολοένα τους σφίγγει το χέρι μήπως και υπακούσουν στον νόμο της βαρύτητας και ακουμπήσουν τα πόδια στη γη δίπλα και κολλητά με τα δικά του. Τους χρειάζεται τόσο στο πλάι του!
Αίφνης νιώθει τις χούφτες αδειανές και κρεμασμένες στο κενό. Το γέλιο του στοιχειωμένη γκριμάτσα πόνου που λούφαξε από τότε μέσα του κι έγινε ένας ατέλειωτος θυμός, ένας ατέλειωτος φόβος.
Μα…πού πήγαν όλες οι ονειροπαγίδες;
Τους ξέφυγε και πάλι το κακό το όνειρο, αυτό που χρόνια προσπαθεί να εκλογικεύσει, μα η παιδική ψυχή δεν του το επιτρέπει. Θρονιάστηκε η ουτοπία στη ζωή του κι εκείνος είναι τόσο μα τόσο θυμωμένος, τόσο μα τόσο φοβισμένος!
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/maria.farmaki.906?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/alitheies-parallhles.html
https://www.facebook.com/pages/Αλήθειες-παράλληλες-Μαρία-Φαρμάκη-Άνεμος-εκδοτική/354383581363486?fref=ts