«Κατά λάθος εραστής», Σάββας Καλιοντζής

Άνεμος Magazine 11/03/2014 1

kata lathos

Ο Νώντας Καρβούνης ήταν νεωκόρος στην εκκλησία του Αγίου Θωμά, στην Άνω Παραμαγουλίτσα, ένα χωριό πεντακοσίων ατόμων στην ανατολική πλευρά του Ολύμπου. Ορφανός από πατέρα, ζούσε με την μάνα του, την κυρά Μερόπη, γυναίκα θρησκευόμενη και τακτική θαμών του ιερού ναού. Ο ίδιος, βραδύγλωσσος, κεκές δηλαδή, ανέλαβε τα ιερά του καθήκοντα στα δεκατρία, μόλις τελείωσε το δημοτικό.
Την εποχή εκείνη, η  θέση του καντηλανάφτη είχε χηρέψει. Ο προκάτοχός του, ο Χαραλάμπης, είχε αποδημήσει εις Κύριον, από χαλασμένα κόλλυβα  τα οποία κατανάλωσε σε υπέρμετρη ποσότητα στο μνημόσυνο του μυλωνά. Γεγονός που έκανε όλο το χωριό να καταραστεί τον μακαρίτη και να μεμφθεί την χήρα του.
«Ακόμη και νεκρός, χαλασμένο στάρι μας ταΐζει…», σχολίασαν με κακεντρέχεια.
Ανέλαβε, λοιπόν, τα καθήκοντά του, μετά την απόφαση του παπά Νέστωρα, απόφαση η οποία λήφθηκε από τον ίδιο, για να γλιτώσει από τις ικεσίες της κυρά Μερόπης, η οποία του έπρηζε το συκώτι.
«Πάρε τον παπά μου κοντά σου, να έχει ένα κομμάτι ψωμί να φάει. Μη τον βλέπεις έτσι βαρύ, τα παίρνει τα γράμματα, μα εγώ δεν έχω λεφτά να τον σπουδάσω».
Ο Νώντας, βέβαια, τα έπαιρνε τα γράμματα, αυτό ήταν αλήθεια, το πρόβλημα ήταν ότι δεν τα έδινε. Με την βραδυγλωσσία που τον παίδευε, οι λέξεις με το ζόρι έβγαιναν από το στόμα του. Τα σύμφωνα κολλούσαν στο λαρύγγι και στα χείλη, ενώ τα φωνήεντα έδιναν μάχη να ξεπηδήσουν, όσο διάπλατα κι αν άνοιγε το στόμα. Μέχρι να τελειώσει την φράση του, ο συνομιλητής  του έπινε καφέ κι έφευγε.
Ο Νώντας ήταν εντελώς άσχετος με το αντικείμενο, δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα.  Ο παπάς, όμως, ανέλαβε την εκπαίδευσή του και τον έκανε ξεφτέρι.
Από το χωριό δεν είχε φύγει ποτέ, πλην της εποχής που υπηρέτησε στρατιώτης, και αυτό για έναν χρόνο. Ορφανός όπως ήταν, θεωρήθηκε προστάτης οικογενείας και αποστρατεύτηκε νωρίς. Η σύντομη θητεία του στον στρατό δεν είχε πολλές συγκινήσεις. Μόνο στην αρχή προέκυψε κάποιο μπέρδεμα που τον αναστάτωσε λιγάκι. Από λάθος τον κατέταξαν στο σώμα των διαβιβαστών, και υπό την πίεση μιας στρατιωτική άσκησης του κοτσάρισαν έναν ασύρματο στην πλάτη και τον έστειλαν στο πεδίο βολής για να δώσει οδηγίες στο στράτευμα. Το αποτέλεσμα ήταν κωμικοτραγικό! Η άσκηση αναβλήθηκε, ο λοχαγός τιμωρήθηκε με στέρηση βαθμού, ο λοχίας με έξη μήνες φυλακή και ο δεκανέας με περιορισμό. Όσο γα τον Νώντα,  μετατέθηκε στα αποχωρητήρια.
Αφού τελείωσε η θητεία του, επέστρεψε πάλι στο χωριό, έτοιμος να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντα του.
Δεν πρόλαβε, ο δύστυχος, να σαραντίσει κι ένας απρόσμενος μπελάς τον βρήκε.  Ερωτεύτηκε την Τασούλα, την κόρη του μπακάλη.
Η Τασούλα ήταν δεκαοκτώ χρονών, μοναχοκόρη, καλομαθημένη και μόλις είχε τελειώσει το λύκειο και εργάζονταν πλέον στο μπακάλικο.
Ο Νώντας την πρόσεξε μια Κυριακή, καθώς εκείνη κάθονταν στα πρώτα στασίδια, φορώντας ένα λευκό φόρεμα, αρκετά κολλητό, στο καλλίγραμμο σώμα της. Την γνώριζε, φυσικά, από παλιά, αλλά ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε μετά το λύκειο και εντυπωσιάστηκε. Κρατούσε στα χέρια του την λαμπάδα και κόντεψε να τσουρουφλίσει τον παπά, ο οποίος διάβαζε εκείνη την στιγμή κάποιο εδάφιο από το Ευαγγέλιο. Ο ιερέας τον κατακεραύνωσε με μία ματιά, που δεν συμβάδιζε με την αγάπη που διακήρυττε εκείνη την στιγμή. Αργότερα, όταν η λειτουργία τελείωσε, του έσουρε και κάμποσα “ευαγγέλια” για την απροσεξία του.
Ο Νώντας έσκυψε το κεφάλι δίχως να πει το παραμικρό. Δεν ήθελε να φανερώσει τίποτε στον παπά. Η Τασούλα δεν είχε καλό όνομα στο χωριό. Φημολογούνταν, πως στα δεκαέξι, ο Μίλτος, ο γιος του κουρέα, της είχε πιάσει ένα βράδυ το χέρι, και ότι ο Αρίστος, ο γιος της ράφτρας, την είχε φιλήσει στο μάγουλο, κάποιο απόγευμα στο πάρκο της εκκλησίας.
«Εξώλης και προώλης είναι η κοπέλα αυτή», του είχε πει κάποτε η μάνα του. «Αλίμονο σε όποιον την πάρει…τι σπίτι θ’ ανοίξει;»
Έτσι, κάτω από την πίεση των περιστάσεων, κράτησε μυστικό τον  έρωτά του. Αλλά και να ήθελε να τον εξομολογηθεί σε κάποιον, κανείς δεν θα τον άκουγε, όλοι τον αγνοούσαν, δεν είχαν την υπομονή να περιμένουν να ολοκληρώσει όσα ήθελε να πει. Πήγαινε στο καφενείο και μόνο άκουγε, ποτέ δεν μιλούσε. Του κακοφαίνονταν όταν δεν του έδιναν σημασία, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο, από το να υπομένει καρτερικά την μοίρα του. Μόνο ένα θαύμα θ’ άλλαζε την πορεία των πραγμάτων. Ένα θαύμα, αλλά τι θαύμα; Ούτε εκείνος ήξερε.
Συνέχισε να λατρεύει μυστικά την Τασούλα και περίμενε να έρθει η Κυριακή για να την δει να κάθεται στα πρώτα στασίδια της εκκλησίας. Έβγαινε, τότε, καμαρωτός με την λαμπάδα στα χέρια  και κάρφωνε την ματιά του πάνω της. Εκείνη χαμήλωνε το βλέμμα από συστολή, και το ηθικό του, μαζί με το ανήθικο έπαιρναν την ανιούσα. Και όσο εκείνη χαμήλωνε το βλέμμα, τόσο ο Νώντας κάλπαζε με την φαντασία του, τσουρουφλίζοντας τον παπά με την λαμπάδα.
Κάποια στιγμή αποφάσισε πως έπρεπε να της μιλήσει. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Τι να της έλεγε, και πώς να το έλεγε, δίχως να τραυλίσει; Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, και αποφάσισε να της μιλήσει την ώρα που θα περνούσε να πάρει το αντίδωρό της. Θα της έλεγε απλά ένα «γεια». Ήταν σίγουρος ότι δεν θα κολλούσε στο «γεια». Ήταν εύκολη λέξη. Θα την έλεγε γρήγορα και κοφτά, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα.
Στήθηκε πίσω από τον ασημένιο δίσκο με τα αντίδωρα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην ουρά των πιστών που συνέρεαν. Είδε την Τασούλα στο βάθος, παρέα με την μάνα της και η καρδιά του φτερούγισε. Πήρε βαθιές ανάσες,  τεντώθηκε για να δείχνει ψηλότερος, έριξε μια γρήγορη ματιά προς το μέρος του παπά, μην τυχόν και πλησιάσει και του χαλάσει την δουλειά και περίμενε. Μετά από λίγο, η μάνα της Τασούλας έφτασε μπροστά του. Της πρόσφερε ένα αντίδωρο, εκείνη το πήρε, του έριξε μία φευγαλέα ματιά και κίνησε να φύγει. Η Τασούλα άπλωσε το χέρι της για να πάρει κι αυτή με την σειρά της. Ο Νώντας την κοίταξε στα μάτια κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα, όπως έκανε πάντοτε. Της έδωσε το αντίδωρο και από την ταραχή του, αντί να πει «γεια», πήγε να πει «καλημέρα». «Κα…κα…κα…» τραύλισε και πριν προλάβει να τελειώσει την λέξη, η μάνα της Τασούλας την τράβηξε από το χέρι και βγήκαν από την εκκλησία , αφήνοντας τον Νώντα να κακαρίζει.
«Τι στο καλό έπαθα!» σκέφτηκε. «Αντί να πω γεια, είπα καλημέρα…α στο διάολο!»
Την επόμενη Κυριακή η σκηνή επαναλήφθηκε. Η Τασούλα στάθηκε μπροστά του και άπλωσε το χέρι. Εκείνος της πρόσφερε ένα αντίδωρο, λέγοντά της, ορθά κοφτά: «γεια!»
Πιστή στην τακτική της, χαμήλωσε πάλι τα μάτια και ο Νώντας κορδώθηκε σαν πετεινός που λαλεί μπροστά στην πουλάδα.
Η μάνα, όμως, της πουλάδας επενέβη. Την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε άρον-άρον έξω από τον ναό, ρίχνοντας φαρμακερές ματιές στον Νώντα.
Το βιολί αυτό συνεχίστηκε για καιρό. Ο Νώντας έδινε το αντίδωρο, έλεγε «γεια», η Τασούλα χαμήλωνε το βλέμμα, η μάνα της την τραβούσε έξω από την εκκλησία και η ουρά συνέχιζε να κινείται.
Ο καιρός περνούσε και ο έρωτας του Νώντα φούντωνε όλο και περισσότερο. Άρχισε να της δίνει διπλό και τριπλό αντίδωρο και στα μνημόσυνα διπλή μερίδα κόλλυβα. Ο παπάς αντιλήφθηκε την  συμπάθεια του νεωκόρου του προς το πρόσωπο της Τασούλας και τον κάλεσε για να τον επιπλήξει. Ο Νώντας, μέσα στην αμηχανία του, αναγκάστηκε να ομολογήσει πως ήταν ερωτευμένος.
«Και χρησιμοποιείς τα αγαθά του ναού για τις ερωτοτροπίες σου;» τον έψεξε ο παπάς. «Δεν αγιάζω εγώ τ’ αντίδωρα, για να τα δίνεις εσύ στις γκόμενες!»
Ο Νώντας προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Η σύγχυσή του, όμως, ήταν τόσο μεγάλη που η βραδυγλωσσία του χειροτέρεψε. Άνοιξε διάπλατα το στόμα του, πρόφερε μερικά χειλικά σύμφωνα και χαμήλωσε εξουθενωμένος το κεφάλι.
Ο παπάς πρόφτασε τα νέα στην μάνα του. Η κυρά Μερόπη τον κατσάδιασε, που έπεσε θύμα της Τασούλας, η οποία, κατά πως φαίνονταν, τον εκμεταλλεύονταν, αποσπώντας αντίδωρα διπλά και τριπλά και ποιος ξέρει και τι άλλο ακόμη.
Σαν να μην έφτανε η κατσάδα που του έβαλε, σηκώθηκε η ίδια και πήγε στον μπακάλη για να του κάνει συστάσεις, ώστε να μαζέψει την κόρη του.
Το τι έγινε, δεν λέγεται! Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα στο χωριό και άπαντες πληροφορήθηκαν τον έρωτα του Νώντα. Ο ίδιος, θορυβήθηκε τόσο πολύ, που τον πρώτο καιρό δεν έβγαινε από το σπίτι. Πίστευε, πως οι άντρες θα τον κορόιδευαν. Συνέβη, όμως, το αντίθετο. Η Τασούλα ήταν αρκετά ελκυστική νέα, πολλοί την είχαν στο μάτι, και μόλις πίστεψαν ότι ο Νώντας νταραβερίζονταν μαζί της, η διάθεσή τους απέναντί του άλλαξε.
«Μπράβο, ρε μπαγάσα», του είπε πρώτος απ’ όλους ο καφετζής. «Πως το κατάφερες το γκομενάκι;»
Κάποιοι τον κοίταξαν δύσπιστοι, μη μπορώντας να πιστέψουν το γεγονός.
«Είναι μυστήρια πλάσματα, τελικά οι γυναίκες!» έλεγαν κουνώντας το κεφάλι.
Κάποιοι άλλοι, αναρωτιόνταν ψιθυριστά: «Ρε συ, λες να του λύνεται η γλώσσα όταν βρίσκεται με γκόμενα;»
Ο Νώντας πληροφορούνταν όλα τα σχόλια, αλλά δεν έλεγε τίποτε. Του άρεσε η όλη κατάσταση. Έβλεπε στα μάτια τους τον θαυμασμό. Κι επειδή, όλοι τους γνώριζαν την βραδυγλωσσία του, περίμεναν πλέον καρτερικά να τους μιλήσει, για να μάθουν από πρώτο χέρι τα γεγονότα.
Η σκέψη του Νώντα όμως, γύριζε συνεχώς στην Τασούλα, τώρα την αγαπούσε ακόμη πιο πολύ. Ήταν η αιτία να κερδίσει τον σεβασμό που είχε στερηθεί όλα τα χρόνια, λόγω της βραδυγλωσσίας του.
Καθισμένος, πλέον, στο καφενείο απολάμβανε με όλη του την ψυχή  την φήμη του εραστή… Το θαύμα είχε γίνει!

Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/savaskall?fref=ts

One Comment »

  1. sidiro_maria@yahoo.gr'
    Maria S 21/04/2014 at 12:56 - Reply

    διασκεδαστικό! Το ευχαριστήθηκα

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *