«Τυχαία συνάντηση», Βάσω Παπαδοπούλου

Άνεμος Magazine 28/02/2014 0

tixaia sinantisi

Λαχανιασμένη ανεβαίνω τις σκάλες στον ηλεκτρικό σταθμό στη Καλλιθέα. Ως νομοταγής πολίτης ακυρώνω το εισιτήριο μου, βγάζω το βιβλίο από την τσάντα και κατευθύνομαι προς το παγκάκι να ριχτώ στη μελέτη.
«Κλημεντίνη, Κλημεντίνη! Είσαι η Κλημεντίνη;»
Γοητευτικός, ψηλός, τριαντάρης σκύβει να δει το πρόσωπό μου καλύτερα. Κάτι η αφηρημάδα μου, κάτι οι ήρωες του μυθιστορήματος τον κοιτάζω με βλέμμα που κινείται ανάμεσα στην απορία και τον θαυμασμό.
«Ναι, εγώ» ψιθυρίζω ενώ προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι αυτός ο άπαιχτος τύπος.
«Έλα βρέ, τρόμαξα να σε γνωρίσω, πως άλλαξες έτσι, προς το καλύτερο φυσικά…»
«Καλά μωρέ, εγώ άλλαξα, αλλά εσύ ποιος είσαι;» εξακολουθώ να σκέφτομαι, κοιτάζοντάς τον με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας. Κάτι κατάλαβε ο χριστιανός, μωαμεθανός ή όποιο άλλο δόγμα ασπάζεται τύπος από την παρατεταμένη σιωπή.
«Δεν με γνώρισες; Έλα βρε Κλημεντινάκη, ο Πέτρος είμαι…»
«Ο Πέτρος; Ποιος Πέτρος;»   η μηχανή βραδυφλεγής, στην κοσμάρα μου εγώ να αναρωτιέμαι και ο κούκλος να με κοιτάει, με το χαμόγελο των αστέρων του Χόλυγουντ.
«Ο Πέτρος βρε, από το Λύκειο…»
«Ε…»  Στρέψε αλλού άνθρωπε μου τα μάτια τα γαλάζια, μπας και πάρει μπρος το ρημάδι το μηχάνημα. «Αν είναι δυνατόν! Πετράκη!»   Έπεσε το σχετικό φιλάκι. «Μα πως έγινες έτσι με τίποτε δεν θα σε γνώριζα. Που είσαι; τι γίνεσαι;»
«Αγγλία, Master, Ντοκτορά… μα καλά τίποτα δεν θυμάσαι;»
«Τι να θυμάμαι μωρέ; Μια ζωή γκόμενος το ’παιζες, ούτε που ήξερες την ύπαρξη μου, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλα, τότε» λέω από μέσα μου «Όχι ρε Πέτρο, άλλωστε δεν είχαμε και πολλά πολλά…» συνεχίζω δυνατά την σπόντα.
«Οικονομικά έκανα, τώρα δουλεύω. Άλλαξες πολύ!  Εσύ που βρίσκεσαι;  Ασχολιόσουν με κάτι περίεργα… καλλιτεχνικά νομίζω».
«Έκανα Διοίκηση στο Πα.Πει και φυσικά ακόμα τα … καλλιτεχνικά…» για δες μνήμη που την έχει;  «Πότε τελειώνεις; πότε επιστρέφεις;»
«Μάλλον ποτέ, θα δούμε, εσύ;»
Ο τρίτος συρμός έχει αποχωρήσει προ πολλού.
«Τι θα γίνει ρε Πετράκη κι άλλα θα πούμε εδώ; Γιατί με κοιτάει έτσι ο τύπος;» συνεχίζει η εσωτερική φωνή.  «Πάω και έρχομαι παντού, εργάζομαι, διδάσκω λίγο και φροντίζω να είμαι καλά».
«Τι λες πάμε για καφεδάκι ή έχεις δουλειά…»
«Τι δουλειά ρε ηλίθιε μετά από τρία τρένα! Ποιός ασχολείται με τη δουλειά τώρα; Ξεκόλλησες επιτέλους και το πρότεινες… δεν λες! Σιγά μην σου πω το ναι με τι μία» από μέσα μου «Έχω μια συνάντηση  μωρέ, άλλα έχω λίγο χρόνο…. πάμε» απ’ έξω μου.
Μια ζωή παλεύω με αυτή την εσωτερική φωνή που δε με αφήνει σε ησυχία. «Άντε να δούμε πόσα κιλά βλάκας παρέμεινες, άντε μήπως μάθουμε για ποιόν λόγο τέτοιο καβάλημα, βέβαια κούκλος ο νέος, αλλά και το ύφος των σαράντα καρδιναλίων υπήρχε από τότε, κούκλος εξακολουθεί να είναι, σε βελτιωμένη εκδοχή θα έλεγα, για να δούμε όμως απεχώρησε κανένας καρδινάλιος ή αυξάνονται και πληθύνονται…»
Μπήκαμε επιτέλους στο βαγόνι. Καφέ στο Θησείο. Άνετος ο Πετράκης κοιτάζει γύρω του ανιχνεύοντας τρυφερές υπάρξεις, αλιεύει βλέμματα…
«Τι γίνεται  Πέτρο; Πως είναι εκεί τα πράγματα;»
«Έλα μωρέ παντού τα ίδια, αλλά πολύ διάβασμα, δουλειά και  ελάχιστη διασκέδαση. Έχεις έλθει ποτέ;  Έλα θα μου άρεσε πολύ να σε φιλοξενήσω…»
«Σιγά μην του πω ότι το Αθήνα – Λονδίνο το έχω κάνει Πατήσια – Παγκράτι λόγω της κολλητής μου, εγώ θα παραμείνω το βούρλο που ήξερε» η μέσα φωνή, «σε ευχαριστώ άλλα δεν έχω πολύ χρόνο ελεύθερο, πάντως θα το θυμάμαι!» χαμογελάκι . «Καλά οι σπουδές, η δουλειά, στη ζωή σου τι κάνεις;» ευθεία η ερώτηση για να δούμε τώρα την απάντηση.
«Ε… τίποτα σπουδαίο, τυπικά είμαι ακόμα με την Ελένη, από το Λύκειο, την θυμάσαι;»
«Πως να μην την θυμάμαι! Εγώ ξέρω πόσες φορές ήθελα να την πλακώσω στο ξύλο, να την εξαφανίσω από προσώπου γης» η έσω φωνή και πάλι. «Η Ελένη μαζί σου; Αγγλία;»
«Όχι ρε. Τρελή είσαι; θα είχα σαλτάρει…»
«Καλά το τυπικά τι θα πει;»
«Έλα τώρα, αυτές οι σχέσεις από το Λύκειο και με την απόσταση για να το συζητάμε είναι; Αλλά η Ελένη νομίζει ότι θα ντυθεί νυφούλα, κάποτε θα καταλάβει, ευτυχώς χαζή δεν είναι…»
«Ωχ ωχ …Ελενίτσα»
«Να τώρα δεν ξέρει πως είμαι Αθήνα».
«Γιατί;» το βλέμμα της αγελάδας επέστρεψε περισσότερο σπινθηροβόλο…
«Ήρθα με μια Ιρλανδή φίλη μου, μωρέ τι να της πω; Άντε να αρχίσει πάλι την μουρμούρα, καλύτερα να μην ξέρει…»
Βλέπω τον αριθμό των καρδιναλίων να αυξάνεται «Ελληνική φιλοξενία Πετράκη, τι να της πεις; Ο Ξένιος Δίας πρόγονος μας είναι αγάπη μου. Τι να της πεις μωρέ; Μια απλή φιλοξενία είναι ή μήπως όχι;»
«Όχου μα δεν καταλαβαίνεις; Εσύ; Ποιός τυχερός είναι μαζί σου; Για κόλλημα σε πλησίασα πριν, σε κοίταζα ώρα και αργά κατάλαβα ποια είσαι. Αλήθεια! γιατί δεν μου μίλαγες στο Λύκειο;»
«Ε όχι ρε Πέτρο,  όχι και στον αφρό, δεν σου μίλαγα, φλέβες έκοβα μήπως και με κοιτάξεις» πάλι εκείνη η φωνούλα. «Πως το είπες αυτό; Με άλλα ασχολιόσουν Πέτρο, άσε που νομίζω ότι δεν ήξερες ούτε καν την ύπαρξή μου…»
«Τι λες;  Πάντα σε έβλεπα, αλλά τι να δω; Μόνο μια φόρμα τεράστια θυμάμαι και μία αιώνια κοτσίδα…»
«Γερή μνήμη ο νέος».
«Αλλά έχεις δίκιο. Θα επανορθώσω. Λοιπόν που θα σε κυκλοφορήσω το βράδυ;» «Και η φιλοξενούμενή σου;»
«Ε, θα μείνει σπίτι με τους δικούς μου, θα πω στη μάνα μου να της φτιάξει λουκουμάδες. Λοιπόν τι ώρα το βράδυ;»
«Ωχ  Ελενίτσα!  Ωχ καημένη Ιρλανδία ο Ξένιος Δίας σου χαμογελά…»
Αποχώρησα με μικρά πηδηματάκια, προσεκτικά μην πέσω πάνω στο παρκαρισμένο μπαμπού.
Επιτέλους το ερωτηματικό για τον ωραίο του Λυκείου μετατράπηκε σε τελεία και παύλα.

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/papvasso?ref=ts&fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/almyra-evlogimena-vlemmata.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *