1.30 μ.μ., Άνδρου και Πατησίων γωνία.
Σου κλείνω το τηλέφωνο, το ρίχνω με νεύρο στην τσάντα. Στρίβω αριστερά κι αναζητώ το φανάρι. Θα περάσω απέναντι, θα πάρω το τρόλεϊ, θα γυρίσω στο σπίτι, σκέφτομαι. Τι άλλο μου μένει να κάνω; Ματαιωμένα σχέδια, ελπίδες… γι’ ακόμα μια φορά… η δική μου συνήθεια.
Αλλάζω γνώμη μεμιάς. Όχι, θα περπατήσω, το ‘χω ανάγκη! Θα περπατήσω -ακούς; Θέλω να ηρεμήσω, προτού χαθώ ξανά στο χτισμένο των τοίχων, την ασφάλεια κείνου του βουβού υπογείου. Ένας φόβος αδρός μου κλείνει το μάτι, του γελάω με νάζι, τον κοροϊδεύω, αλήθεια! Θέλω να περπατήσω, να ηρεμήσω, θέλω… -καταλαβαίνεις;
Αρχίζω να προχωρώ, δίχως να σκέφτομαι, μονάχα να προχωρώ κατά μήκος της λεωφόρου. Ψέματα, ψέματα -το ξέρεις! Σκέφτομαι. Σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι… σκέψεις χιλιάδες, αόριστες κι ορισμένες, έχουν μπλεχτεί στο μυαλό, σκέψεις χιλιάδες που γίνονται λόγια κι άλλες εικόνες κι άλλες πάλι φωνές –ακούς;-, μια φωνή, η δική μου. Άκουσέ με, υπάρχω!
Προχωρώ, συνεχίζω να προχωρώ, προσπαθώντας ν’ αδειάσω. Μου ‘ναι δύσκολο –στο λέω- πολύ! Τα βήματα τυχαία, ειλικρινά… δεν ξέρω πού μ’ οδηγούν, κι όμως… εγώ βιάζομαι, εγώ λαχταράω να φτάσω! Παρατάω το βλέμμα τριγύρω, άξενο ξένο να φύγει, παρατηρεί. Άνθρωποι δίπλα και μακριά μου που περνούν, προσπερνούν, -να δες τους!- είναι σκιές. Σκιές καλοντυμένες που τρέχουν, ιδρώνουν να προλάβουν τάχα το λεωφορείο –ή… μια στριμωγμένη ζωή; Άλλες που στέκουν απαθείς, φορτωμένες, που αδιάφορα περιμένουν έναν κάποιο, όποιο αριθμό, 2 ή 4 ή 5 ή 11 -ποια σημασία, άραγε, να ‘χει; Όλες τους με μια έκφραση, την ίδια, θαμπή, με μόνη θέα ένα φτηνό πουθενά. Μα… άκουσέ με, υπάρχω!
Κάπου ένας γεράκος, τον βλέπω, -με βλέπεις;- κάθεται στο σκαμνάκι του μ’ ένα πλαστικό ποτήρι στα χέρια, τείνοντάς το μπροστά. Ένας άντρας γραβατωμένος σκοντάφτει, τον σπρώχνει, βρίζει, δεν σταματά. Κοντοστέκομαι. Ο ζητιάνος στο πεζοδρόμιο, το ποτηράκι γερμένο, τα ψιλά τού πέφτουν, κουδουνίζουν, σκορπάνε. Πασχίζει να τα μαζέψει απλώνοντας τις παλάμες τρομαγμένες ανάμεσα στα πόδια κείνων, των σκιών, που περνούν, που του πατούν τα κέρματα, τα δάχτυλά του ακόμα. Κανείς δεν σκύβει –με βλέπεις;-, δεν τον βοηθά… ούτε εγώ. Ντρέπομαι. Θυμώνω. Άκουσέ με, υπάρχω!
Μια αχτίδα άλικη φωτίζει μπρος στα μάτια και συνεχίζω, συνεχίζω να προχωρώ. Μουσική δυνατή –άκου!-, ένα κτίριο στ’ αριστερά μου, η ΑΣΟΕΕ. Δυο-τρεις φοιτητές στην είσοδο που μοιράζουν φυλλάδια. Παίρνω ένα, μηχανικά το ρίχνω στην τσάντα. Ολόγυρα πάγκοι, καφάσια παράνομα, μ’ εμπορεύματα κάθε λογής, κάλτσες και παπούτσια και μπλούζες και κουκλάκια, και μια φωνή ξενική που με καλεί ν’ αγοράσω. Όμως, εγώ -σου είπα!- βιάζομαι, προσπερνώ. Γιατί; Μια ορμή με πάει, μόνη αυτή, κι εγώ… χαμένη! Σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι, μονάχα σκέφτομαι… νιώθω χαμένη.
Ένα σπρώξιμο στην πλάτη, ξάφνου συνειδητοποιώ. Οι εμποράκοι τρέχουν –δες!- με μαύρες σακούλες στους ώμους, σβήνουν σε δευτερόλεπτα στα γύρω στενά. Σύρμα; Αστυνομία; Ταράζομαι. Μια φράση τώρα μου χτυπά το μυαλό. Να την διάβασα κάπου; Θα την άκουσα -μήπως είναι δικιά μου; «Κέντρο, Αθήνα… εκεί που οι αλλοδαποί πια κατατρεγμένοι στήνουν στο τίποτα με τίποτα το παν». Το παν… άκουσέ με, υπάρχω,ανάθεμα!
Φτάνω στο φανάρι, στο επόμενο -μεθεπόμενο; Έχω χάσει λογαριασμό.- Αλεξάνδρας και Πατησίων γωνία. Κόκκινο για πεζούς. Αυτοκίνητα, μηχανάκια εκκινούν μανιασμένα, ενώ γκάζια και φρένα και κόρνες, βλαστήμιες –ακούς;- μού τρυπάνε τ’ αυτιά. Άκουσέ με, υπάρχω!
Ανάβει πράσινο, τα αμάξια νευρικά σταματούν. Άκουσέ με, σε παρακαλώ, υπάρχω! Κάποτε όχι, μα τώρα ναι. Μην τ’ αρνηθείς, γιατί… το ξέρω, εγώ το ξέρω, υπάρχω!
Ένα αδέσποτο μου γαβγίζει, βρώμικο, ίσως διψασμένο, ίσως και νηστικό, μου μιλά. Μια ψυχή μες στο θάνατο που διεκδικεί τη ζωή, θαύμα κοινότυπο, αλήθεια, μια ψυχή ουτιδανή για κάποιους… τόσους πολλούς.
«Τι ‘ναι, ομορφιά μου;», του λέω, σιωπά. Μάτια μαύρα με μια θλιμμένη γυαλάδα μένουν μονάχα να με κοιτούν. Λυγίζει, σπάζει η καρδιά, θυμάται… μια αλύτρωτη –κάποτε;- «μοναξιά».
«Ομορφιά μου», ξαναλέω, μ’ ακολουθεί. Λίγα μέτρα μαζί και μου κρατά συντροφιά, έπειτα πάλι μ’ αφήνει. Δε χαιρετώ, δεν τ’ αποχαιρετώ… τα μισώ τούτα τα δήθεν «αντίο» -το ξέρεις, όλα τα ξέρεις-, μα… άκουσέ με, υπάρχω. Άκουσέ με, υπάρχω, σε παρακαλώ!
Είναι η φωνή, η δική μου, κραυγάζει. Χρόνια και χρόνια την φίμωνα –το ξέρεις κι αυτό!- σ’ ημίμετρα παρουσίας… απούσας παρουσίας… παρούσα απουσία ήταν, ψυχή μου, στο μαρτυρώ. Κάτι με δένει, με πνίγει, να ‘ναι τάχα θυμός; Το κενό που εσύ μου θυμίζεις, ερωτευμένο κενό.
Κι εγώ συνεχίζω… πού πάω; Έχει ζέστη πολλή για τέλη Οκτώβρη –πού θα βρεθώ; Κρύβω τα μάτια πίσω απ’ τα κόκκινα γυαλιά, ο ήλιος μ’ έχει τυφλώσει, οι βροχές μου, τις νιώθω, κυλάνε καυτές. Δε θέλω να γυρίσω στο σπίτι, δε θέλω, σου λέω! Θέλω να φύγω, να ξεφύγω! Θέλω να σωπάσω, να μη σου μιλώ, μη μου μιλώ -καταλαβαίνεις; Άκουσέ με, υπάρχω! Μ’ ακούς; Με βλέπεις; Μπορείς να με δεις; Δες με, υπάρχω!
Δες! Δες τα χέρια, τα δάχτυλα, αυτά που κάποτε φοβούνταν τόσο ν’ αγγίξουν. Έπαυαν… τα πλήκτρα μονάχα κι ύστερα πάγωναν κι έπεφταν ραγισμένα πάλι στη γη. Δες, δες το στόμα, τα χείλη, αυτά που δεν τολμούσαν να ψιθυρίσουν. Γελούσαν, χαμογελούσαν… ψεύτικα πάντα, έτρεμαν πάντα. Δες! Δες τα μάτια, τις ίριδες που δε βάσταζαν ούτε στο ελάχιστο φως, που φώλιαζαν –ακούς;- στο σκοτάδι… κείνο του παρελθόντος, του παρόντος κι ενός μέλλοντος με συνοπτικό το ποιόν. Όλα τους συνονθύλευμα τρόμου κι οργής παραίτησης… ύπαρξης και ανυπαρξίας. Άκουσέ με, υπάρχω! Α-βεβαιότητα πια.
Μα… προχωρώ, συνεχίζω να προχωρώ, κατεβαίνω ακόμα την Πατησίων. Δίπλα μου ένας ξύλινος πάγκος, -να!- τετράδια και μπλοκ με φύλλα λευκά και ριγέ, κατριγέ. Μια παρόρμηση, ξάφνου, άγρια, ν’ αγοράσω ένα, ένα μικρό δίχως γραμμές. Μετανιώνω, βήματα κάμποσα μπροστά, μετανιώνω ξανά. Η ματιά επιστρέφει, αμέσως κι εγώ. Παίρνοντας μπλοκ κι ένα στυλό μπαίνω στο χαρτοπωλείο. Μια κυρία μεσήλικη στέκεται στο ταμείο –δες!-, την πληρώνω. Δε θέλω σακούλα, τα ρίχνω στην τσάντα, πετιέμαι στο δρόμο με βία. Χώνομαι παρακάτω στα πιο ήσυχα, τα κάπως πιο στενά… μ’ ανυπομονησία –ακούς;-, μια ανήμερη αγωνία, ανομολόγητη ακόμα και στον εαυτό. Άκουσέ με, υπάρχω!
Κι ας μην γνωρίζω πού πάω… αλήθεια, στερούμαι συνείδησης, αλλά εγώ συνεχίζω, συνεχίζω να προχωρώ. Υπάκουη πάντα σ’ ένα ένστικτο επιβίωσης, κείνο το αρχέγονο κι απολύτως ανθρώπινο, σ’ ό,τι φύλαξα, έστω κι ασθμαίνοντας, στους καιρούς ζωντανό. Δυο-τρεις πινακίδες στους τοίχους μού ορίζουν σημεία, Βερανζέρου, Κάνιγγος κι έπειτα Γαμβέτα, όλα θολά.
Στρίβω αριστερά σε μια οδό δίχως όνομα αυτή τη φορά. Κι όμως… μου ‘ναι οικεία, όλα τριγύρω μού ‘ναι γνωστά, τα γκράφιτι, τα συνθήματα, οι αφίσες στις κολώνες κολλημένες σωρός. Βλέπω βιτρίνες, τις θωριές σκουριασμένες, σαν στέκουν στις πόρτες των έρημων μαγαζιών. Άκουσέ με, υπάρχω! Σα σελίδες βιβλίου οι μνήμες ξυπνούν, παίρνουν μορφή καθαρή μες στο νου μου. Άκουσέ με, υπάρχω! Θεμιστοκλέους στην αρχή της ακόμα, μα –άκου!- εγώ βρήκα προορισμό!
Περνώ την Ακαδημίας κι ανεβαίνω, όλο ανεβαίνω, ως να φτάσω πλατεία. Οι καφετέριες άδειες σχεδόν, τα παγκάκια των Εξαρχείων γύρω πιασμένα, μια μυρωδιά καπνού, αίφνης, μου σφίγγεται στον αέρα. Άκουσέ με, υπάρχω, σε παρακαλώ, υπάρχω!
2.10 μ.μ., έξω από τη σιδερένια της πόρτα ξανά. Μια πνοή ανάλαφρη κάπως, βαθιά. Μπαίνω στην αυλή, μου ‘ναι δική μου, καταδική μου πια.
Τυλίγομαι κιόλας στ’ άρωμα του ευκάλυπτου, στο καταπράσινο των φυτών μες σε μεγαλόσωμες γλάστρες, στο jazz ρυθμό μιας μουσικής, που ξεπηδά ζωηρά απ’ τα όποια, σκόρπια μεγάφωνα. Παρατηρώ τα μέσα, θαρρείς είναι πρώτη φορά. Ξύλινη πέργκολα και μια σκάλα στριφογυριστή στα βάθη για την ταράτσα -όχι, τι λες; Τα φοβάμαι τα ύψη… τα φοβάμαι, θα… θα μείνω, θα παραμείνω στα χαμηλά.
Το τραπεζάκι μου πάλι με καρτερά στη γωνιά. Κινούμαι προς τα κει και κάθομαι μάλλον ήρεμη, ατάραχη, ίσως και κουρασμένη. Παραδίπλα μια παρέα, παρατηρώ, αγοριών παίζει χαρτιά κι ένα ζευγαράκι αγκαλιασμένο –άκου πώς!- μουρμουρίζει γλυκόλογα. Μια κυρία αντίκρυ διαβάζει ένα βιβλίο κι εγώ παραγγέλνω στο σερβιτόρο καφέ, freddocappuccino γλυκό, όσο στρίβω τσιγάρο.
Βγάζω το μπλοκ, το στυλό, κείνα που αγόρασα απ’ την Πατησίων –θυμάσαι…;- και πιάνω επιτέλους να γράψω. Αφήνω τα μαβιά μου σημάδια στο λευκό της ψυχής, άκουσέ με, υπάρχω, στο δηλώνω με πείσμα για μια μόνη στιγμή. Άκουσέ με, υπάρχω! Μια βεβαιότητα δίχως ν’ αρχινά πια με το α-.
Μια αφορμή ζητούσα γι’ αυτό το κάποιο μου κείμενο, αλήθεια, μια βόλτα στο κέντρο, την βρήκα, μην το πάρεις στα σοβαρά.
Άκουσέ με, υπάρχω, μα… δε με νοιάζει, αν μ’ ακούς τελικά…
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/christinaavgerinou?fref=ts
https://www.facebook.com/StoGelioThsKataigidas?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/sto-gelio-ths-kataigidas.html