Το Φολκσβάγκεν σταμάτησε μαλακά μπροστά στο συνεργείο. Οδός Κασσάνδρας, Βοτανικός. Ο παραγιός έκοψε κίνηση. «Μάστορα, ο Μαέστρος!» Ο Μάστορας ρίχνει μια πεταχτή ματιά. « Άντε ρε, κάν’ τη δουλειά σου! Αυτός είναι ο Δάσκαλος! Ο Μαέστρος είναι άλλος, του ελαφρού!»
Ο οδηγός μένει μέσα στο αυτοκίνητο. Δείχνει απορροφημένος, ακίνητος στη θέση του. Σκύβει, κάτι φαίνεται να σημειώνει σ’ ένα χαρτί. Ο Μάστορας τον κόβει στα λοξά, περιμένει. Ο άνδρας βγαίνει επί τέλους. Ξεδιπλώνει τη μέση του με μικρές κινήσεις. Λεπτός, πρόσωπο ρουφηγμένο, πυκνό μουστάκι, μάτια κάπως αλλήθωρα, αφηρημένα. Μαλλιά σπαστά, αφύσικα σκούρα με άσπρες ρίζες, η βαφή χρειάζεται επειγόντως φρεσκάρισμα.
«Καλώς τον Δάσκαλο!» Ο Μάστορας έχει αφήσει κάτω τον προφυλακτήρα που δούλευε. Στέκεται με σεβασμό. Τα χέρια μουτζουρωμένα, δεν είναι για χειραψίες. « Τι έχουμε, ζημιά;»
«Όχι, βρέθηκα εδώ κοντά. Σκέφτηκα αν μπορείς και εσύ… Μια παρτίδα μόνο κι έφυγα».
Λίγες κουβέντες. Στρώθηκαν στα γρήγορα σε δυο ταλαίπωρες καρέκλες που ξεσκόνισε με την παλάμη ο Μάστορας, άνοιξαν το παλιό τάβλι στο τσίγκινο τραπεζάκι. «Πόρτες ή πλακωτό;» ρωτάει τον Δάσκαλο. « Πλακωτό, λέω». Πρωτοφανής ησυχία στο συνεργείο. Μόνο τα ζάρια και ο ξερός κρότος που κάνουν τα πούλια καθώς καρφώνονται κάθε φορά σε νέα θέση. Ο παραγιός παράτησε το σφυρί και παρακολουθεί πίσω από την πλάτη του Μάστορα. Από κοντά μπαίνουν και ο Σόλωνας κι ο Γρηγόρης, μηχανικοί από δίπλα. Αναγνώρισαν το μαύρο Φολκσβάγκεν. Εε, δεν έρχονται και κάθε μέρα διάσημοι στη γειτονιά τους.
Ο Μάστορας σπάει τη σιωπή. « Δάσκαλε, πώς σου φαίνεται που έβαλαν το κομμάτι σου σήμα στο ραδιόφωνο; Μεγάλο πράγμα!»
«Αν με λες Δάσκαλο, εγώ πώς να σε λέω; Ο καθένας στην τέχνη του, κάνουμε ό,τι μπορούμε…» Του ξεφεύγει μισό χαμόγελο κάτω από το μουστάκι. «Δεν βαριέσαι…».
«Ναι, όμως το σήμα είναι, πώς να το πω, κάτι σπουδαίο…», επιμένει ο Μάστορας.
Ο Δάσκαλος δεν απαντάει. Δείχνει συγκεντρωμένος στα ζάρια του. Σιγοπίνει το καφεδάκι που του έφερε από το καφενείο ο παραγιός με ένα νεύμα του Μάστορα. Δεν τον ρώτησαν πώς τον πίνει. Το ξέρουν.
Ο Μάστορας, συνήθως κλειστός τύπος, ξανανοίγει τώρα την κουβέντα. Είναι πολύ περήφανος για να αρχίσει τα θαυμαστικά και τα σάλια. Του έρχεται δύσκολο να του πει πόσο τον θαυμάζει. Λιτά και λίγο σαν αδιάφορα ρωτάει: «Πώς πάνε τα πράματα; Καινούργια τραγούδια;»
«Με παιδεύει λίγο η Κολούμπια… Έχω κάποια μισοτελειωμένα…»
Την παρτίδα την πήρε ο Μάστορας. Ως συνήθως. « Αν ήταν να παίζαμε με λεφτά, θα με ξεπαράδιαζες.. Δεν φτάνει που είσαι φαρμακείο στη δουλειά σου…», μισογελάει με τη σιγανή φωνή του ο Δάσκαλος και μαζεύει τα τσιγάρα και τον αναπτήρα από το τραπεζάκι. Οι κινήσεις κάπως μονοκόμματες, σαν να είναι μόνιμα πιασμένος από ρευματικά.
«Καλό δρόμο Δάσκαλε! Να μας έρχεσαι όποτε θέλεις για τάβλι, που είναι και δωρεάν!!» Τον χαιρετάει ο Μάστορας.
«Σου είπα, μη με λες Δάσκαλο. Λέγε με Βασίλη!»
Ένα αληθινό στιγμιότυπο για τον Τσιτσάνη
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/polymnia.kossoras?fref=ts
https://www.facebook.com/AnoxeidotiMnimi?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/anokseidwth-mnhmh.html