«Κάποιες φορές το παραμύθι ντύνεται με τη ζωή κι άλλες η ζωή ξετυλίγεται σαν παραμύθι,» είπε ο γερο-θαλασσινός.
Δεν ξέρω γιατί τα λόγια του μου ανοίγουν πληγές σαν τις παραβολές που ωριμάζεις ως να τις ερμηνεύσεις. Είναι η παντοκρατορία του προσώπου από τις χαρακιές της θάλασσας που το ξεφλουδίζει με μαεστρία, είναι η αλμύρα που τον πληγιάζει με τις λιαχτίδες, είναι τα λόγια τα μπιστικά που καταλλαγιάζουν αργά και βασανιστικά σαν το δείλι του καλοκαιριού, είναι η αγαθοσύνη που κρύβεται στις αμαρτίες του κορμιού ή το τοπίο που γύρα αναβλύζει…
«Ήταν ένας βράχος καταμεσής του πελάγους. Για να γίνει πιο οικείος σου ας τον μετατοπίσω στην αγκαλιά μιας φιλόξενης ακρογιαλιάς. Το ίδιο κάνει. Προσθέτεις πάντα τον ίδιο ήλιο και την ίδια θάλασσα. Αφαίρεση καμιά. Ένας βράχος που συνήθισε τα χάδια και την οργή της πλανεύτρας, εξοικειώθηκε με την κοκεταρία της και την κυκλοθυμικότητά της.
Περάσαν χρόνια εκεί κι όλα του φαίνονται ανούσια κι επαναλαμβανόμενα. Μια αφαίμαξη της ελπίδας για κάτι το διάφορο. Το μόνο που του έμεινε, να μετρά τον αιώνιο χρόνο.
Κι αίφνης ξεπετάχτη αυτή με τα θεώρατα μάτια. Τα μαλλιά βόστρυχοι και στις άκριές τους φτερά παγονιού. Το πρόσωπο έναστρος ουρανός που καραδοκεί τους διάτοντες και τους φωτογραφίζει. Πηγούνι πίνακας του Miro που τον έκρυψες γιατί σε τρόμαζε και το γέλιο της των επτά θαλασσών που κανακεύουν τους ανθρώπους που τριγυρίζουν στο μπούστο τους. Κορμί μιας νιφάδας που ζυγίζεται στην ατμοσφαίρα, την διατρέχει και μετά ανακάθεται στην άκρια ενός κρούσταλλου να του δώσει περίσσια χάρη.
Κι άρχισε το τραγούδι της. Κι ο βράχος εσχίστει. Κι ο βράχος θρυμματίστηκε κι έχασε τον ήλιο και τον αυγερινό, το φεγγάρι και την πούλια. Έχασε κάθε μηδαμινή ελπίδα για γαλήνη. Τα έγκατά του τρόμαξαν τη θάλασσα και τα καράβια δέναν μακριά του τρομαγμένα.
Κι αυτή, που τη λέγαν Ερατώ, μούσα της ακρότητας των πόθων του καλλιτέχνη, προσπάθησε να του δώσει κάτι από την ψυχή της μα δεν είχε τι. Όλα τα φυλάκιζε για τον μεγάλο της έρωτα που δεν είχε ακόμα φανεί.
Ο βράχος δεν επιθυμούσε παρά την παρουσία της.
Μετά τον ένατο μήνα, αυτή που το όνομά της έμοιαζε με της γοργόνας και το πρόσωπό της πέτρωνε τα κύματα, κυοφόρησε την απέθαντη παρουσία. Η ίδια ένιωσε περίσσια κι έπεσε στη θάλασσα κι εχάθη.
Κι έμεινε ο βράχος με τα στίγματά της και την αρρώστια που έχουν οι αιώνια ερωτευμένοι. Να θεωρούν πως ο έρωτάς τους χάθηκε μα αυτός να προβάλλει με κάθε βροχή αστεροειδών. Ή με την έκλαμψη του ήλιου. Σε τακτά και απόμακρα διαστήματα».
Σίγησε. Εγώ προσπάθησα στις λέξεις του να μελετήσω τ’ απόκρυφά μου.
Αυτή η αναμονή, της σκόνης ενός έρωτα που με μηδένισε, η εμφάνισή της ανάμνησής του που με διακορεύει, ανοίγει πανιά στον βράχο μου που θαρρεί πως κινείται στα πέλαγα, πέρα στους αέναους ωκεανούς με απέθαντα όνειρα και πυροτεχνήματα ελπίδες.
Πλαγιάρι 6/6/14
Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/theopallas?fref=ts
https://www.facebook.com/pages/Ανεπαίσθητη-προσβολή-Θεόδωρος-Πάλλας-Άνεμος-εκδοτική/572620906118733?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/anepaisthiti-prosvoli.html