«Μια νυφική φωτογραφία», Πολύμνια Κοσσόρα

Άνεμος Magazine 15/07/2014 1

mia nifiki

Άνοιξε ντροπαλά το μικρό πακέτο που κρατούσε από ώρα στην αγκαλιά της. Ξετύλιξε προσεκτικά το καφετί χαρτί κι όλη αυτή την ώρα στα μάτια της έπαιζε ένα μικρό χαμόγελο, δειλό, με κάποια προσμονή. Η φτηνή κορνίζα καινούργια, αστραφτερή. Τη γύρισε προς το μέρος μου σιγογελώντας. Μια παιδικότητα που δεν είχα ξαναδεί. Πίσω από το τζάμι, η μαυρόασπρη φωτογραφία σίγουρα παλιά, σε νέα όμως εκτύπωση.

Η νύφη κι ο γαμπρός, στητοί, ο ένας πλάι στον άλλο, σε κλασσική πόζα μιας άλλης εποχής. Το χαμόγελο του γαμπρού αδιόρατο, εντελώς τυπικό. Της νύφης κάπως πιο χαμόγελο. Νυφικό σεμνό, κλειστό μέχρι το λαιμό. Στα αμήχανα χέρια της λευκά μακριά γάντια. Ένα στεφανάκι πάνω στα σκούρα μαλλιά, συγκρατεί το μακρύ τούλινο πέπλο. Το κοστούμι και η γραβάτα του γαμπρού δεν θυμίζουν επισημότητα γάμου, μόνο το υφασμάτινο ανθάκι στο πέτο. Το ζευγάρι πλαισιωμένο από δυο μπουκέτα με ψεύτικα λουλούδια στο φόντο.

Τα φρύδια της ήταν, λοιπόν, πυκνά και σμιχτά τότε, δυό θαρραλέες περισπωμένες, κάτι σαν απλωμένες φτερούγες πουλιού. Τα μάγουλα στρογγυλά, κοριτσίστικα, τα χείλη γεμάτα σάρκα. Το βλέμμα της… Το βλέμμα της είχε ταυτόχρονα ντροπαλοσύνη και ελπίδα.

Σήκωσα τα μάτια από τη φωτογραφία. Την κοίταξα με απορία. Αφού ήξερα! Ήξερα. Αυτή η νυφική πόζα μου φάνηκε τελείως άσχετη, σουρεαλιστική. Ήταν η εικόνα ενός κανονικού γάμου, με νυφικό, πέπλο, ανθοδέσμη και μακριά γάντια. Σε φωτογραφείο που είχε και λουλουδένιο ντεκόρ. Με κοστούμι, γραβάτα και μπουτονιέρα! Αφού ήξερα! Τι ήταν λοιπόν αλήθεια και τι ψέμα;

Είχα ακούσει την ιστορία από τα χείλη της, με προσεκτικές λέξεις και κάποια συγκίνηση. Κι εκείνος να σπεύδει να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες. Την είχα ακούσει να τη διηγείται, ενώ έστρωνε με τα λεπτά της δάχτυλα τα φύλλα της τυρόπιτας. Κι άλλοτε, ενώ μαντάριζε με τέχνη ένα πλεκτό.

Γνώριζα ότι ο γάμος τους δεν έγινε στην εκκλησία. Ούτε λόγος για νυφικό, μπομπονιέρες και τελετές. Γνώριζα ότι δεν γιόρταζαν επέτειο γάμου, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ρώτησα κάποτε. Δεν προσδιορίστηκε. Δεν φάνηκε να έχει σημασία. Μόνο θυμόντουσαν τον αρραβώνα, τότε ανήμερα του Ευαγγελισμού, με δόξες και τιμές, με κλαρίνα και χορό μέχρι το βράδυ στην πλατεία του χωριού.

Διωγμένοι δυο φορές από τις καμμένες εστίες τους, μια από τους Γερμανούς και μια από τον εμφύλιο. Φυγάδες πρόσφυγες άφησαν το ερημωμένο χωριό τους με τα ρούχα που φορούσαν κι ένα μικρό μπογαλάκι στα χέρια. Βρέθηκαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς στη Θήβα να τους βάλουν σε ένα δωμάτιο προσωρινά. Στη σάλα του μικρού σπιτιού. Μαζί με τη μητέρα του και τον αδελφό του. Τέσσερις άνθρωποι με λίγα ρούχα και πολλή απελπισία. Σιγά μη σκεφτόντουσαν γάμους και πανηγύρια!

Το κακό αν είναι να σε βρει, σε βρίσκει, ακόμη και πρόσφυγα σε ξένο σπίτι, ακόμη και αν η παλιά σου διεύθυνση είναι πια ένας σωρός αποκαΐδια μέσα σ’ ένα χωριό χωρίς πια σπίτια και διευθύνσεις. Κι εκείνος, που πριν από λίγα χρόνια είχε γυρίσει στρατιώτης από την Αλβανία με τα πόδια, φαίνεται ότι δεν είχε ξοφλήσει. Μια νέα θητεία τώρα με το πρόσωπο του κακού και τον ήχο από εκδικητικά θούρια. Μακρόνησος.

Επειγόντως βρέθηκε παπάς, ένας ιερέας συγγενής της οικογένειας, να τους παντρέψει, μη και εκείνος δεν γυρίσει ζωντανός και μείνει το κορίτσι έκθετο στα λόγια των χωριανών. Η κουνιάδα τής δάνεισε ένα φουστανάκι κίτρινο με άσπρα ανθάκια. Τα στέφανα, δυο κλωναράκια ελιάς. Το «Ησαΐα χόρευε» γύρω από το τραπέζι της σάλας. Και η πρώτη νύχτα του γάμου στρωματσάδα στο πάτωμα, το ζευγάρι από τη μια μεριά του τραπεζιού και η πεθερά και ο κουνιάδος από την άλλη. Την άλλη μέρα ξημερώματα εκείνος έφυγε για τη Μακρόνησο. Όταν επέστρεψε έναν χρόνο αργότερα κανείς δεν τον αναγνώριζε. Ισχνός, μαύρος, αφυδατωμένος, με πληγιασμένα χέρια και σπασμένη μέση. Τον περίμενε στο Λαύριο και δεν τον γνώρισε.

Την κοιτάζω τώρα κατάματα. Περιμένω να μου εξηγήσει. Τι είναι αλήθεια, τι ψέμα;

«Ξέρεις, λοιπόν, το είχα καημό που δεν ντύθηκα νύφη! Χαζομάρες, θα μου πεις, αλλά έτσι το έβλεπα τότε.» Κατεβάζει τα μάτια. Της χαμογελάω να της δώσω θάρρος και πιάνω στα χέρια τη φωτογραφία, που την κορνίζωσε για μας. Περιμένω.

« Ήταν μάλλον το 55 ή το 56. Στην Αθήνα πια. Ο Νίκος ήταν κιόλας παιδάκι. Μόλις είχαμε σταθεί στα πόδια μας. Νοικιάσαμε το νυφικό από το φωτογραφείο. Έφτιαξα και τα μαλλιά μου περμανάντ. Μη γελάς! Μη γελάς!

Μου δίνει ένα ελαφρύ χτύπημα στο χέρι. Δεν γελάω, μα εκείνη επιμένει.

«Μη γελάς! Ήθελα τόσο πολύ μια νυφική φωτογραφία!»

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/polymnia.kossoras?fref=ts
https://www.facebook.com/AnoxeidotiMnimi?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/anokseidwth-mnhmh.html

One Comment »

  1. mail@top-gamos.com'
    Nifika 06/01/2015 at 12:06 - Reply

    Mια τρυφερή ιστορία μέσα από εκείνα τα τόσο δύσκολα χρόνια…

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *