Όταν γεννήθηκε ο Ευριπίδης, οι γονείς του πανηγύρισαν. Δεν ήξεραν οι δόλιοι με τι είχαν να κάνουν. Και πώς να το ξέρουν, άλλωστε; Μάντεις είναι; Βέβαια, θα μου πείτε: γονείς είναι, να μην πανηγύριζαν; Σ’ αυτό έχετε δίκιο, αλλά, τέλος πάντων.
Ο Ευριπίδης, λοιπόν, αποδείχτηκε με την πάροδο του χρόνου μεγάλο νούμερο. Χρυσάφι έπιανε, κοπριά γινόταν. Το ‘’ποιόν’’ του φάνηκε αρκετά νωρίς. Στα δύο του χρόνια, κατέβασε την τζαμαρία της κεντρικής μπαλκονόπορτας. Στα τρία, ανατίναξε τη συσκευή της τηλεόρασης, εκτοξεύοντας ένα κουτάλι. Στα τέσσερα, κόντεψε να βάλει φωτιά το σπίτι. Στα πέντε, του έδεναν πλέον το πόδι μ’ έναν ιμάντα από το κρεβάτι για να μη δημιουργεί προβλήματα την ώρα που η μάνα του, η κυρά Νικολέτα, έκανε τις δουλειές του σπιτιού.
Μόλις έφτασε ο καιρός να πάει στο σχολείο, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Τις πρώτες μέρες, μόνο δεμένο δεν τον πήγανε. Ευτυχώς, που βρήκε εύκολα φίλους και προσαρμόστηκε γρήγορα. Στα μαθήματα, όμως, δεν πήγαινε διόλου καλά. Τα βρήκε μπαστούνια και με το ζόρι περνούσε τις τάξεις.
Αργότερα, στο γυμνάσιο, πάτωσε κυριολεκτικά. Όσο για το λύκειο; Ούτε απέξω δεν πέρασε.
Ο κυρ-Λάμπρος, ο πατέρας του, οικοδόμος στο επάγγελμα, βλέποντας τα μονοψήφια νούμερα που φιγουράριζαν στους ελέγχους, τον σταμάτησε από το σχολείο και τον πήρε μαζί του στη δουλειά.
Την πρώτη εβδομάδα έγινε κατάμαυρος από τον ήλιο και οι κάλοι από το φτυάρισμα έφτασαν στους αγκώνες του. Το τι κομπρέσα του έβαλε η μάνα του στην μέση, δεν λέγεται! Βογκούσε, λες και ήταν έτοιμος να γεννήσει!
Μετά απ’ όλα αυτά, ο πατέρας του αναγκάστηκε να του βρει άλλη δουλειά, πιο ελαφριά. Τον έστειλε να δουλέψει σερβιτόρος. Ο Ευριπίδης δεν είχε πιάσει ποτέ του δίσκο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, πολλά πιάτα και ποτήρια να βρεθούν στα πατώματα και να διαλυθούν στα εξ ων συνετέθησαν, καταλήγοντας, τελικά, στην ανακύκλωση.
Η καριέρα του τελείωσε γρήγορα. Ο ταβερνιάρης, για να σώσει τα εναπομείναντα σερβίτσια του, τον απέλυσε πάραυτα.
Ο κυρ-Λάμπρος δεν απογοητεύτηκε και τον έστειλε σ’ έναν φίλο του καφετζή, για να δουλέψει στο καφενείο, δίχως φυσικά να αναφέρει τον πρότερο βίο του γιου του στην ταβέρνα.
Εκεί, ο Ευριπίδης, τα έκανε ακόμη χειρότερα. Ανέλαβε να ψήνει τους καφέδες και το νεροζούμι που πότισε τον κόσμο ήταν το κάτι άλλο. Οι ανυποψίαστοι πελάτες, μόλις τραβούσαν την πρώτη ρουφηξιά, γούρλωναν τα μάτια, στραβομουτσούνιαζαν και κατάπιναν με μια έκφραση απέχθειας, λες κι έπιναν μουρουνέλαιο. Μερικοί, λιγότερο διακριτικοί, έφτυναν ξαφνιασμένοι στο πάτωμα.
Ο καφετζής προσπάθησε, στην αρχή, να τον εκπαιδεύσει, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Ο Ευριπίδης αποδείχθηκε ανεπίδεκτος μαθήσεως.
Η κατάληξη ήταν η γνωστή: Απόλυση, άνευ δεύτερης κουβέντας.
Ο κυρ-Λάμπρος προβληματίστηκε αρκετά. Η γυναίκα του, η κυρά Νικολέτα, έφερε τον παπά στο σπίτι για να κάνει ευχέλαιο και να ευλογήσει τον Ευριπίδη, ώστε να φύγει το κακό μάτι, το οποίο, όπως πίστευε η ίδια, ήταν υπεύθυνο για τις αποτυχίες του κανακάρη της.
Ο παπάς ήρθε, ευλόγησε, λιβάνισε, πήρε σαράντα ευρώ, αλλά το κακό μάτι δε μάσησε. Παρόλα τα ξόρκια, συνέχισε να βάζει τρικλοποδιές στον Ευριπίδη, ο οποίος δεν έλεγε να στεριώσει σε δουλειά.
«Μωρέ, τι θα κάνουμε με τούτο το παιδί;» αναρωτήθηκε ο πατέρας του. «Όπου πάει τα κάνει θάλασσα!» Και μια που ανέφερε τη θάλασσα, του ήρθε η ιδέα να τον στείλει να δουλέψει σ’ ένα μικρό, φορτηγό πλοίο, στο λιμάνι.
Να μην τα πολυλογώ, το πλοίο έμεινε στο λιμάνι, αλλά ο Ευριπίδης σαλπάρισε ξανά για το σπίτι του, πριν κλείσει, καν, η εβδομάδα.
Η κατάσταση, πλέον, είχε αρχίσει να σοβαρεύει . Οι γονείς του περιήλθαν σε αδιέξοδο. Δεν έβρισκαν τίποτε που να του ταιριάζει, αλλά και που να μπορεί να το φέρει εις πέρας.
Δεν μπορούσαν να κάνουν, όμως, κάτι διαφορετικό, από το να εξακολουθήσουν την αναζήτηση. Έτσι, οι απόπειρες για την επαγγελματική του αποκατάσταση συνεχίστηκαν.
Με τη μεσολάβηση κάποιου γνωστού, έπιασε δουλειά σε ξυλουργείο. Ο ξυλουργός, όμως, μετά από μερικές μέρες, κόντεψε να πάθει νευρικό κλονισμό, και προκειμένου να κλειστεί σε ίδρυμα, προτίμησε να τον στείλει από εκεί που ήρθε.
Στη συνέχεια, του βρήκαν δουλειά σε φούρνο. Την πρώτη εβδομάδα έκανε κάποια μικρά λαθάκια στις παραγγελίες, αλλά ο φούρναρης δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Όταν, όμως, μπέρδεψε το αλάτι με τη ζάχαρη και το σιρόπι από το κανταΐφι βγήκε λύσσα, τότε του έδειξε την πόρτα της εξόδου, τυλίγοντάς του και μερικά από τα κανταΐφια, για το σπίτι.
Η μάνα του είχε πέσει σε μαύρη απελπισία. Σκέφτηκε να καλέσει πάλι τον παπά, αλλά τσιγκουνεύτηκε τα σαράντα ευρώ. Εξάλλου, η πρώτη απόπειρα εκδίωξης των κακών πνευμάτων δεν είχε στεφθεί με επιτυχία. Οπότε, μάλλον, κάπου αλλού οφείλονταν η γρουσουζιά.
Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ένας εξάδελφος της μάνας του ξεκίνησε να στήνει τον πάγκο του στη λαϊκή της γειτονιάς τους. Η κυρά Νικολέτα τον παρακάλεσε να πάρει ως βοηθό τον Ευριπίδη. Εκείνος, γνωρίζοντας, ότι όπου πήγαινε ο ανιψιός του τα έκανε όλα μύλο, δίστασε. Η επιμονή, όμως, της Κυρά Νικολέτας τον ανάγκασε να δεχθεί να τον πάρει δοκιμαστικά.
Ο Λάκης, έτσι έλεγαν τον θείο του Ευριπίδη, έκανε την προσευχή του κι έβαλε τον ανιψιό του πίσω από τον πάγκο. Ένιωθε ανήσυχος, λες και είχε μπροστά μια νάρκη, η οποία από στιγμή σε στιγμή θα έσκαζε και θα τίναζε όλη την πραμάτεια του στον αέρα.
Την πρώτη κιόλας μέρα, ο Λάκης βρέθηκε σ’ ένα τρομερό δίλημμα. Το προηγούμενο βράδυ είχε περιδρομιάσει μισή κατσαρόλα φασόλια γίγαντες και κατά τις δέκα το πρωί τον έπιασε ένας ξαφνικός πόνος στην κοιλιά. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει στην τουαλέτα. Πως όμως θ’ άφηνε μόνο του τον Ευριπίδη; Η σκέψη, ότι ανά πάσα στιγμή ο ανιψιός του μπορούσε να τα κάνει θάλασσα τον αρρώσταινε.
Προκειμένου, όμως, να τα κάνει ο ίδιος επάνω του, προτίμησε να διακινδυνεύσει τα υπόλοιπα.
Έφυγε προς την τουαλέτα τρέχοντας και επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με το παντελόνι ξεκούμπωτο.
«Που είναι τα κολοκυθάκια;» ρώτησε τον Ευριπίδη, μόλις διαπίστωσε ότι έλειπαν από τον πάγκο.
«Τα πούλησα!» είπε με καμάρι ο Ευριπίδης.
Ο Λάκης πήρε μια ανάσα ανακούφισης. Αλλά πριν ανασάνει ξανά, ένας δεύτερος πόνος στην κοιλιά τον ανάγκασε να τρέξει πάλι στην τουαλέτα για να ολοκληρώσει το έργο, που όπως φαινόταν το άφησε μισό πάνω στη βιασύνη του.
Στην επιστροφή διαπίστωσε ότι ο Ευριπίδης πούλησε και τα εναπομείναντα μπρόκολα. Ανάλαφρος, πλέον, και πιο ήσυχος του έδωσε συγχαρητήρια.
Αφού πέρασε μία εβδομάδα δίχως κανένα απρόοπτο, ο Λάκης τον προσέλαβε και ο Ευριπίδης ξεκίνησε κανονικά δουλειά, αναλαμβάνοντας την αριστερή πλευρά του πάγκου, όπου βρίσκονταν τα κηπευτικά. Στεκόταν με καμάρι πίσω από τη ζυγαριά και με στεντόρεια φωνή διαλαλούσε το εκλεκτό εμπόρευμα του θείου του.
Μία κυρία, λίγο γεματούλα, τον πλησίασε κάποια στιγμή.
«Θα ήθελα μερικές ντοματούλες», του είπε διστακτικά. «Τις θέλω, όμως, λίγο αγουροπούτσικες…έχετε;»
«Βεβαίως κι έχουμε!» της απάντησε. «Και αγουροπούτσικες έχουμε, και κοκκινοπούτσικες έχουμε, ότι πούτσικες θέλετε, στη διάθεσή σας!»
Ο θείος του άκουσε τον διάλογό τους και δαγκώθηκε. Σκέφτηκε ότι ο ανιψιός του άργησε μεν, αλλά δεν την απέφυγε, τελικά, τη γκάφα του. Η κυρία, όμως, δεν έδειξε να παρεξηγεί τα λόγια του Ευριπίδη. Πήρε τις αγουροπούτσικες ντομάτες, πλήρωσε κι έφυγε ‘’αναίμακτα’’.
Όταν ο Ευριπίδης κατάλαβε τι είχε πει, κοκκίνισε σαν τα παντζάρια του πάγκου και υποσχέθηκε στο μέλλον να είναι πιο προσεκτικός.
Από εκείνη την μέρα κι έπειτα, ζύγιζε τα λόγια του καλύτερα κι από τα μπρόκολα. Δεν του ξέφευγε τίποτε περιττό, και πριν μιλήσει, κοίταζε κλεφτά τον θείο του, ο οποίος βρισκόταν πάντοτε σε επιφυλακή, έτοιμος να καλύψει κάθε λάθος του.
Ο κυρ-Λάμπρος, πήγαινε στη λαϊκή και στεκόταν παράμερα, καμαρώνοντας σαν διάνος τον μοναχογιό του.
«Είναι μεγάλο ταλέντο στο μάρκετινγκ!» έλεγε στους φίλους του. «Για πότε πουλάει τα κολοκυθάκια, χαμπάρι δεν τον παίρνεις!»
Από την άλλη, η μάνα του, πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα στην εκκλησία και άναβε μία λαμπάδα στον Άγιο Μάρκο, τον προστάτη των μικροπωλητών, για να τον έχει καλά και να βοηθάει κι αυτός, με τον τρόπο του, να αυξηθούν οι πωλήσεις των ζαρζαβατικών, αλλά και για να τον προστατεύει από τον φθόνο των αντίπαλων πάγκων.
Αφού δούλεψε λίγο καιρό με τον θείο του, αποφάσισε ν’ ανοίξει τα δικά του φτερά. Έβγαλε δική του άδεια και άπλωσε τον δικό του πάγκο. Ήταν, πλέον, κύριος του εαυτού του. Οι αποτυχίες του παρελθόντος πέρασαν στη λήθη. Εξάλλου, για εκείνον, δεν ήταν αποτυχίες, ήταν κάποια ασύμβατα επαγγέλματα με την προσωπικότητά του.
Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα
https://www.facebook.com/savaskall?fref=ts
https://www.facebook.com/pages/Σκιές-Σάββας-Καλιοντζής-Άνεμος-εκδοτική/211996155678169?fref=ts