Άκουσε το απότομο φρενάρισμα. Τώρα πεθαίνω, σκέφτηκε. Έπεσε στην άσφαλτο και κύλησε. Για λίγο χάθηκε ο κόσμος γύρω της. Φωνές αντήχησαν στ’ αυτιά της, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν.
«Είστε καλά;» είπε μια φωνή, σαν να έβγαινε από πηγάδι.
Μέσα στην σύγχησή της, κάτι μουρμούρισε, αλλά ούτε εκείνη κατάλαβε τι είπε.
Ένας νεαρός άνδρας, γύρω στα τριάντα πέντε, βρίσκονταν σκυμμένος πάνω της και την κοίταζε πανικόβλητος. Τριγύρω είχε μαζευτεί κόσμος που την παρατηρούσε με περιέργεια και με συμπονετικό ύφος. Τα κεφάλια τους κουνιόταν πέρα δώθε , της θύμισαν τα παλιά διακοσμητικά σκυλάκια των αυτοκίνητων με το ξεχαρβαλωμένο λαιμό.
Ο νεαρός άνδρας περνούσε και ξαναπερνούσε τα δάχτυλα των χεριών του μέσα από τα αχτένιστα μαλλιά του και ψιθύριζε επαναλαμβάνοντας: «Όχι ρε γαμώτο, όχι ρε γαμώτο!»
Έκανε μόνη της μια προσπάθεια και σηκώθηκε, αυτό τον ανακούφισε. Αισθάνονταν καλά, δεν ήταν τραυματισμένη, τουλάχιστον φανερά.
«Νόρα Στάθη…» του συστήθηκε, χαμογελώντας βεβιασμένα.
«Χίλια συγνώμη που σε τρόμαξα, χίλια συγνώμη που σ’ έβαλα σ αυτόν τον μπελά…», του είπε, και θα συνέχιζε τις συγνώμες, αν δεν την σταματούσε, βάζοντας τα χέρια του απαλά στους ώμους της .
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Ο νεαρός, για να την ενθαρρύνει, της είπε με σκωπτική διάθεση: «Νομίζω ότι ξέρεις πως πρέπει να περνάμε τον δρόμο. Μου έκοψες την χολή!»
Η Νόρα χαμογέλασε.
«Σάκης Γεωργίου», της συστήθηκε εκείνος.
«Του Αλεξάνδρου;» ρώτησε αυθόρμητα η Νόρα.
«Ναι! Γνωρίζετε τον πατέρα μου;»
Το σαγόνι της Νόρας κρέμασε, το βλέμμα της σκοτείνιασε.
Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε.
«Όχι, όχι!» βιάστηκε ν’ απαντήσει.
«Μα, μου είπατε το όνομα του πατέρα!» αντιγύρισε εκείνος.
Αισθάνθηκε το κεφάλι της να βουίζει και δεν απάντησε. Έπιασε το μέτωπό της, το σώμα της άρχισε να τρέμει.
Το βλέμμα του Σάκη γέμισε ανησυχία. Την έπιασε από το χέρι.
«Έλα, θα σε πάω στο νοσοκομείο, ίσως έχεις χτυπήσει κάπου και δεν φαίνεται».
«Όχι, όχι! Είμαι καλά».
«Εδώ απέναντι έχει ένα μικρό καφενείο. Πάμε να πιούμε κάτι να συνέλθεις», της πρότεινε και την τράβηξε απαλά.
Ο κόσμος άρχισε να αραιώνει. Αίμα δεν υπήρχε στην άσφαλτο, το ΕΚΑΒ δεν κλήθηκε, ήταν πλέον ένα γεγονός λήξαν.
Η Νόρα ακολούθησε τον Σάκη στο μικρό καφέ. Μπήκαν και κάθισαν σ’ ένα παλιομοδίτικο τραπεζάκι. Εκείνος παρήγγειλε καφέ και για τους δυο τους.
Μόλις ήρθε ο καφές, η Νόρα ήπιε πρώτη μία γουλιά.
«Όποτε νιώσεις καλύτερα μπορούμε να φύγουμε. Θα σε πάω σπίτι σου», της είπε ο Σάκης.
«Όχι, όχι! Θα πάρω ταξί», του απάντησε, και ταυτόχρονα σκέφτηκε, ότι τα όχι τα λέει δύο-δύο.
«Από πού είστε κύριε Γεωργίου;» τον ρώτησε.
«Από τον Βόλο, αλλά ζω κι εργάζομαι στην Αθήνα…Εσύ;»
«Εγώ; εγώ είμαι από εδώ, από την Αθήνα», είπε βιαστικά.
Γιατί να του πω ότι είμαι κι εγώ απ’ τον Βόλο, πριν ξεκαθαρίσω το ποιος πραγματικά είναι; σκέφτηκε.
«Ζείτε μόνος; Έχετε οικογένεια, γονείς;» τον ρώτησε και το βλέμμα της πήρε μια παράξενη έκφραση, στην αγωνία της ν’ ακούσει την απάντησή του.
«Ζω μόνος μου, οι γονείς μου είναι στον Βόλο».
Ζει! Θεέ μου, ζει! σκέφτηκε πάλι κι άρχισε να τρέμει.
Ο Σάκης αντιλήφθηκε την ταραχή της.
«Μάλλον δεν είσαι καλά! Πρέπει να πάμε σε κάποιον γιατρό».
«Εντάξει είμαι! Δεν έχω τίποτε», του είπε, σηκώνοντας θαρραλέα το κεφάλι της.
«Αναστατώθηκες, όμως, κι εσύ, τρόμαξες πολύ», του αντιγύρισε.
«Έχω κακές μνήμες, γι’ αυτό αναστατώθηκα».
Έπαιξε νευρικά τα δάκτυλα του στο ξύλινο τραπεζάκι κι έπειτα τα πέρασε μέσα από τα μαλλιά του, σαν να ήθελε να διώξει κάτι ενοχλητικό που φώλιαζε εκεί.
«Παρ’ ολίγο να χάσω τον πατέρα μου σε τροχαίο».
Κοιτάχτηκαν, η Νόρα δεν έδειξε να εκπλήσσεται. Εκείνος κατέβασε το κεφάλι του και κάρφωσε την ματιά του σ’ ένα παλιό σημάδι από καύτρα τσιγάρου, πάνω στο τραπεζάκι.
«Ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Ο πατέρας μου εργαζόταν νυχτερινός φύλακας, από τις δέκα το βράδυ, έως τις έξη το πρωί, σε μια μικρή βιομηχανία. Ήταν χειμώνας, αλλά κυκλοφορούσε με το ποδήλατο, μ’ αυτό πήγαινε στην δουλειά. Το μοιραίο εκείνο ξημέρωμα, αφού τέλειωσε την βάρδια του, πήρε το ποδήλατο και ξεκίνησε για το σπίτι. Το κακό έγινε χωρίς να το καταλάβει. Ένα αυτοκίνητο πέρασε με ταχύτητα, τον χτύπησε και τον πέταξε με δύναμη στην άσφαλτο. Ήταν ακόμη σκοτεινά, ψυχή δεν περνούσε απ’ τον δρόμο κι έτσι κανείς δεν είδε τίποτε…»
«…Ο πατέρας μου βρέθηκε βαριά τραυματισμένος το πρωί από τους περαστικούς, εγκαταλειμμένος από έναν ασυνείδητο οδηγό που τον παράτησε αιμόφυρτο στην παγωμένη άσφαλτο. Ο άνθρωπος εκείνος δεν βρέθηκε ποτέ, άνοιξε η γη και τον κατάπιε…»
«…Ο αγώνας με τον θάνατο κράτησε πολύ καιρό, κέρδισε, όμως, η ζωή. Ο πατέρας μου ζει, έστω και με την αναπηρία του, αλλά ο Γολγοθάς της μητέρας μου συνεχίζεται κι εγώ προσπαθώ να μην θυμάμαι».
Η Νόρα άκουγε, δεν μιλούσε, παρά μόνο τον κοίταζε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
‘Έπειτα, έπεσε σιωπή, ο Σάκης σταμάτησε να μιλάει και το βλέμμα του έμεινε ξεχασμένο σε ένα κόσμο που μόνο αυτός έβλεπε.
Η Νόρα πετάχτηκε όρθια, σαν να θυμήθηκε κάτι, και βγήκε τρέχοντας από το καφενείο, σκοντάφτοντας σε κάποιον που έβγαινε την στιγμή εκείνη, κουβαλώντας τον καφέ του στο πλαστικό ποτήρι μιας χρήσεως. Δεν άκουσε το βρίσιμο που της έριξε, επειδή χύθηκε πάνω του ο καφές , άκουγε όμως τον εαυτό της να λέει: «Δεν μπορεί, όχι θεέ μου, δεν μπορεί!».
Έφερε την εικόνα από το παρελθόν στο μυαλό της και μόρφασε.
Ναι, είχε πιει εκείνο το βράδυ. Γιόρταζε, βλέπεις, για το πτυχίο της και ήταν τόσο χαρούμενη. Όταν κάθισε στο τιμόνι ήταν ξημερώματα. Δεν πήρε ταξί και χαζολόγησε στην παρέα, ότι το αμάξι της βρίσκει μόνο του το δρόμο για το σπίτι.
Γελούσε και οδηγούσε, καθώς θυμόταν τις βλακείες που της έλεγε πριν από λίγο ο Πάνος, το αγόρι της. Μιλούσε για γάμους και αρραβώνες κι άλλα τέτοια χαζά.
Άκουσον άκουσον! Γάμος, χα!… Ας αλλάξουμε σταθμό…, είχε μονολογήσει καγχάζοντας
Ένας γδούπος ακούστηκε ξαφνικά. Δεν κατάλαβε τι ήταν.
Ρε, λες καμιά κοτρώνα στην μέση του δρόμου; αναρωτήθηκε.
Σταμάτησε με την μηχανή αναμμένη και κατέβηκε να δει. Γύρισε λίγα μέτρα πιο πίσω, και τότε τον αντίκρισε! Ήταν αιμόφυρτος! Το ένα του πόδι είχε πάρει μια παράξενη θέση, σαν να ήταν κάτι ξένο επάνω, το πρόσωπο και το στόμα του ήταν μες το αίμα κι έτσι όπως έπεφτε το φώς από τους προβολείς του αυτοκινήτου, η όψη του γίνονταν πιο τρομαχτική. Έμοιαζε σαν να είχε ξεσκίσει με τα δόντια του ζωντανή σάρκα και ξέχασε να πλυθεί. Ανοιγόκλεισε τα χείλη του σαν το ψάρι που πνέει τα λοίσθια και βογκητά βγήκαν από το λαρύγγι του. Τότε, σαν να χτυπήθηκε από κεραυνό, η Νόρα κατάλαβε τι είχε γίνει.
Πανικόβλητη, και δίχως δεύτερη σκέψη, μπήκε στο αυτοκίνητο και αναπτύσσοντας ταχύτητα, χάθηκε στον σκοτεινό δρόμο.
Στην γιαγιά της δεν είπε τίποτα, τα κουκούλωσε όλα, και το αυτοκίνητο μαζί.
Έπειτα παρακολούθησε τα τοπικά νέα κι έμαθε το όνομα του θύματος της και την οικογενειακή του κατάσταση. Κάποιος της είπε, αργότερα, ότι ο Αλέξανδρος Γεωργίου είχε πεθάνει.
Εγκατέλειψε τον Βόλο. Στην αρχή με το πρόσχημα της επαγγελματικής αποκατάστασης. Έπειτα, όταν πέθανε η γιαγιά της, έφυγε οριστικά.
Οι τύψεις τον πρώτο καιρό κυριαρχούσαν στην ζωή της. Όλοι την θεωρούσαν παράξενη και μονόχνοτη, αφού η απόσυρση από τις κοινωνικές δραστηριότητες ήταν ολοφάνερη. Φυσικά δεν μοιράστηκε το ένοχο μυστικό της με κανέναν και δεν οδήγησε ποτέ αυτοκίνητο, πράγμα πάλι παράξενο για τον περίγυρο της, που δεν καταλάβαινε την επιμονή της να μην έχει αυτοκίνητο.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, καθώς θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο να κάνει οικογένεια.
Και τώρα, να! Παρ’ ολίγο να γίνει η ίδια θύμα, από τον γιο του θύματός της!
Ίσως έπρεπε να του μιλήσω, σκέφτηκε. Ίσως να καταλάβαινε…
Ο Σάκης έτρεξε ξοπίσω της και της φώναξε να περιμένει. Στην αρχή δεν τον άκουσε, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις είχαν κατακλύσει το ταραγμένο της μυαλό. Ήταν αλλού, κουβέντιαζε πάλι με τον εαυτό της.
«Πρέπει να του μιλήσω , να ζητήσω συγνώμη!»
Αποφάσισε να σταματήσει. Γύρισε και κοίταξε, απέναντι, στο πεζοδρόμιο τον Σάκη να φωνάζει και να χειρονομεί, σαν να της έλεγε: Στάσου…έρχομαι.
Δεν περίμενε. Όρμησε στον δρόμο με τα μάτια θολωμένα από τα δάκρυα. Δεν άκουσε τις φωνές, δεν άκουσε το κορνάρισμα, παρά μόνο τον παρατεταμένο ήχο των φρένων.
Ο Σάκης έμεινε αποσβολωμένος.
«Όχι ρε φίλε, δεν γίνονται αυτά!» ψέλλισε με τρόμο.
Γύρω από το ακίνητο σώμα της Νόρας μαζεύτηκε κόσμος. Φωνές πανικού κυριάρχησαν. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που την χτύπησε, βγήκε ψελλίζοντας ακαταλαβίστικα λόγια. Ο Σάκης έκρυψε με τα χέρια το πρόσωπό του για να μην βλέπει το ματωμένο πρόσωπο της Νόρας. Είδε, όμως, με τα μάτια του νου του, το ματωμένο σώμα του πατέρα του να κείτεται μέσα στο σκοτάδι κι ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν.
Κάθισε στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε. Γύρω του ο κόσμος πύκνωνε. Κάποιος ακούστηκε να καλεί το ασθενοφόρο.
«Μάλλον είναι αργά…», είπε κάποιος άλλος, και η βουή του πλήθους κάλυψε κάθε άλλη λέξη.
Επικοινωνήστε με τη δημιουργό
https://www.facebook.com/maria.sidiropoulou.16?fref=ufi