Στην αρχή πίστευε ότι αυτή η μέρα δεν θα ξεχώριζε από τις προηγούμενες. Θα πήγαινε για δουλειά και έπειτα θα συναντούσε τους κολλητούς του για το καθιερωμένο πλέον ποτό. Και στην πραγματικότητα έτσι θα ήταν. Φυσικά αν δεν είχε συμβεί αυτό το μικρό απρόοπτο γεγονός…
Στα 29 του χρόνια ο Άγγελος ζούσε στην Αθήνα σε ένα διαμέρισμα κοντά στο κέντρο και έγραφε σε ένα μηνιαίο περιοδικό, δεν ήταν η δουλειά που από μικρός ονειρευόταν να κάνει, αλλά την είχε συνηθίσει και την αγαπούσε, εκτός από αυτό του έδινε την δυνατότητα να κάνει αυτό που από μικρός λαχταρούσε, να ταξιδεύει. Θυμόταν ότι τα μεσημέρια που υποτίθεται ότι κοιμόταν, εκείνος ζωγράφιζε με την φαντασία του στους τοίχους του δωματίου. Άλλοτε έβλεπε τον εαυτό του ντυμένο αστυνομικό να προσπαθεί να πιάσει εγκληματίες, άλλες φορές πάλι έβλεπε ότι φορούσε στολή γιατρού και έσωζε άρρωστα παιδιά. Αλλά τις περισσότερες φορές, έβλεπε αεροδρόμια, πλοία και οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο χρειαζόταν για να τον πηγαίνει όλο και πιο μακριά.
Μεγαλωμένος από τους παππούδες του σε ένα μικρό χωριό της Λευκάδας είχε δει από πολύ μικρός την άσχημη πλευρά που μπορεί να πάρει η ζωή. Έχασε και τους δυο γονείς του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ενώ ήταν μόλις 9 χρονών. Από εκείνη την περίοδο βέβαια δεν θυμόταν και πολλά είχε καταφέρει να διαγράψει από την μνήμη του όλες τις επώδυνες σκηνές που ακολούθησαν μετά τον χαμό των γονιών του. Τον είχαν κάνει όμως πολύ πιο σκληρό, έχασε την αθωότητα του και συνειδητοποίησε ότι τίποτα δεν πρέπει να το παίρνεις σαν δεδομένο. Έτσι άρχισε να ζει την κάθε ημέρα σαν να ήταν η τελευταία του πάνω στη γη. Στα 18 του μετακόμισε στην Αθήνα και το μόνο που προσπαθούσε να κάνει ήταν να μαζεύει εμπειρίες. Πίστευε πως η ζωή ήταν το σύνολο από τις εμπειρίες που έχεις καταφέρει να συλλέξεις.
Εκείνη την ημέρα είχε αργήσει να φύγει από το γραφείο και για κακή του τύχη το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει το αυτοκίνητο του από μπαταρία. Λόγω του ότι ήταν καλοκαίρι είχε δυσκολευτεί κιόλας να βρει συνεργείο ανοιχτό. Οπότε ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει τα μέσα μεταφοράς, κάτι που σιχαινόταν να κάνει. Λόγω της προχωρημένης ώρας, εκτός από τον ίδιο δεν υπήρχαν πολλά άτομα στην αποβάθρα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων στεκόταν λίγο πιο πέρα από τον ίδιο και μόλις είχε φθάσει μια μεγάλη παρέα από νεαρά άτομα. Βλαστήμησε την τύχη του που ήταν αναγκασμένος να περιμένει το τρένο, αλλά ευτυχώς δεν κράτησε πολύ ώρα το μαρτύριο του. Μπήκε στο βαγόνι βιαστικός και διάλεξε να καθίσει δίπλα στο παράθυρο. Εκτός από έναν νεαρό που καθόταν απέναντι του, το βαγόνι ήταν άδειο από την μεριά του. Στην επόμενη στάση ο νεαρός κατέβηκε και ο Άγγελος έμεινε μόνος του. Μετά από λίγο ήταν η σειρά του να εγκαταλείψει το βαγόνι. Σηκώθηκε και πλησίασε τις πόρτες, λίγο προτού αυτές ανοίξουν όμως έσκυψε να πιάσει το πορτοφόλι του που γλίστρησε από την τσέπη του, όταν εκείνος προσπαθούσε να πιάσει το κινητό του. Και τότε το είδε. Κάτω από το κάθισμα υπήρχε ένα μικρό μαύρο σημειωματάριο. Στην αρχή σκέφτηκε να το αφήσει εκεί, όμως χωρίς να το πολυσκεφτεί άπλωσε το χέρι του και το πήρε.
Λίγη ώρα αργότερα καθόταν δίπλα στο μπαρ και είχε ήδη ξεχάσει το περιστατικό. Θα ασχολιόταν αργότερα με αυτό, προς το παρόν το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να χαλαρώσει παρέα με τους φίλους του. Καθισμένος δίπλα στο μπαρ, απολάμβανε το ποτό του έχοντας ξεχάσει τελείως το μικρό μαύρο βιβλιαράκι που βρισκόταν στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Εξάλλου ήταν τόσο απορροφημένος από την συζήτηση που δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο.
Ο Χρήστος του εξιστορούσε τις περιπέτειες που έζησε στο τελευταίο του ταξίδι. Μόλις είχε γυρίσει από την Αίγυπτο και του διηγιόταν με λεπτομέρειες ότι είχε συμβεί στις εφτά ημέρες που κράτησε το ταξίδι του. Κάποια στιγμή ο Άγγελος παρατήρησε μια παρέα γυναικών που καθόταν στην άλλη πλευρά του μπαρ. Αμέσως ξεχώρισε ποια του άρεσε και της έστειλε ένα σφηνάκι. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Ωραία, δεν θα γυρίσω μόνος μου στο σπίτι», σκέφτηκε και την πλησίασε.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε και πάλι μόνος. Δεν τον πείραζε, επιλογή του ήταν, δεν μπορούσε εξάλλου να νιώθει την παρουσία δεύτερου ατόμου δίπλα του. Τον έπιανε πανικός, ένιωθε ότι έχανε την ελευθερία του. Ξαπλωμένος στο διπλό κρεβάτι του θυμήθηκε την μια και μοναδική φορά που κοιμήθηκε μια κοπέλα σπίτι του. Εκείνος δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι όλη την νύχτα, την άκουγε που ανέπνεε δίπλα του και ένιωθε να πνίγεται, τελικά πήγε και ξάπλωσε στον καναπέ. Σήμερα δεν ήταν υποχρεωμένος να πάει στο γραφείο, είχε παραδώσει το άρθρο του για τον επόμενο μήνα και έτσι είχε λίγες μέρες κενές. Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και κάθισε στο μπαλκόνι του για να τον απολαύσει. Η πόλη είχε ξυπνήσει πια για τα καλά και παντού έβλεπε κόσμο και αυτοκίνητα. Θυμήθηκε ότι έπρεπε να περάσει από το συνεργείο. Έπειτα του ήρθε στο μυαλό το χθεσινό συμβάν, πήγε στο σακάκι του και πήρε στα χέρια του το σημειωματάριο. Το περιεργάστηκε για λίγα λεπτά φτιάχνοντας διάφορα σενάρια μέσα στο μυαλό του για το τι μπορεί να ήταν (το πιο αστείο που μπόρεσε να σκεφτεί, ήταν ότι μέσα σε αυτό ένας άπιστος σύζυγος κρατούσε τα ονόματα από τις ερωμένες του). Η πρώτη σελίδα ήταν κενή. Στην δεύτερη έγραφε με ωραία καλλιτεχνικά γράμματα : «Οι ιστορίες της ζωής μου». Αυτό δεν το είχε σκεφτεί, ούτε και του άρεσε η ιδέα. Ένα ημερολόγιο. Δεν είχε καμία όρεξη να διαβάσει τις κρυφές σκέψεις κάποιου και έτσι το παράτησε. Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο κέντρο.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν αρκετά γρήγορα. Πήρε και το αυτοκίνητο από το συνεργείο, οπότε ούτε που τον έβλεπε το σπίτι. Μια εβδομάδα μετά αρρώστησε και αναγκάστηκε να κλειστεί σπίτι. Μιας και δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά στο ημερολόγιο. Το περιεργάστηκε λίγο και το άνοιξε. Ήταν σίγουρος ότι το είχε γράψει γυναίκα. Για δύο λόγους. Πρώτον λόγω του γραφικού χαρακτήρα, ήταν πολύ καλλιτεχνικός για να είναι αντρικός. Και δεύτερον του ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να κρατούσε ημερολόγιο κάποιος άντρας. Ξεκίνησε λοιπόν την ανάγνωση..
11 Απριλίου
Μου την δίνει όταν με ρωτάνε πως είμαι και αν βγαίνω. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο κόσμος πιστεύει ότι όταν βγαίνεις έξω είσαι και καλά. Βλακείες. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος, γιατί να μην είμαι καλά; Εντάξει, το γεγονός ότι βρέθηκα σε μια άγνωστη πόλη χωρίς να ξέρω κανέναν δεν βοηθάει, αλλά εγώ το επέλεξα. Σωστά;
Κ. Β.
15 Απριλίου
Το παραδέχομαι. Μισώ αυτή την πόλη, μισώ τους ανθρώπους που μένουν εδώ, μισώ την καινούργια μου δουλειά, μα πιο πολύ μισώ εμένα που καταδίκασα τον εαυτό μου σε αυτήν την διαδικασία.
Κ. Β.
16 Απριλίου
Εντάξει, υπερέβαλα λίγο. Φταίει που νιώθω τόσο μόνη. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αν ήταν και εκείνος εδώ, μαζί μου, τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα. Αλλά δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι. Χωρίσαμε, πάει πια. Σήμερα είδα στο δρόμο ένα νέο ζευγάρι. Φαινόντουσαν τόσο ερωτευμένοι! Δεν μπορούσα να σταματήσω να τους κοιτάζω. Το παραδέχομαι ζήλευα.
Κ. Β.
20 Απριλίου
Επιτέλους πήρα το πρώτο μου ρεπό. Αλλά δεν είχα με τι να γεμίσω την ημέρα μου οπότε έμεινα σπίτι και χάζευα τηλεόραση. Σπίτι; Σου έχω μιλήσει ποτέ για το σπίτι; Λοιπόν, είναι μια γκαρσονιέρα κάπου στο κέντρο της πόλης. Είναι αρκετά μικρή αλλά ότι πρέπει για μένα και τα ελάχιστα υπάρχοντα μου. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας (και της νύχτας) έχει απίστευτη φασαρία. Ίσως σε αυτό να οφείλεται το γεγονός ότι κοιμάμαι πλέον ελάχιστα. Επίσης δεν μπορώ να εξηγήσω το γεγονός ότι κάθε μέρα, ανεξάρτητα από το τη ώρα έπεσα για ύπνο, ξυπνάω στις 9 το πρωί. Χωρίς ξυπνητήρι.
Κ. Β.
22 Απριλίου
Είμαι τόσες μέρες εδώ και δεν έχω καταφέρει να γνωρίσω κανέναν. Εντάξει, πάντα ήμουν λίγο κλειστή αλλά νομίζω ότι τώρα έχει παραγίνει το κακό. Πρέπει να το παραδεχτώ όμως ότι μου αρέσει αυτή η μοναξιά. Μου αρέσει η καθημερινή ρουτίνα που έχω δημιουργήσει. Κάθε μέρα ξυπνάω στις 9, πηγαίνω στην δουλειά και το απόγευμα γυρνάω κατευθείαν στο σπίτι. Χριστέ μου! Ακούγομαι σαν καμιά βαρετή γεροντοκόρη. Μήπως να αρχίζω να μαζεύω και γάτες;
Κ. Β.
Ο Άγγελος χαμογέλασε, βασικά γελούσε. Όποια και αν ήταν η κοπέλα του ημερολογίου, είχε απίστευτο χιούμορ σκέφτηκε και αμέσως συνέχισε την ανάγνωση.
27 Απριλίου
Η μοναξιά είναι ύπουλη, σε χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις. Γυρνώντας από την δουλειά σήμερα είδα σε μια αφίσα ότι έχει συναυλία το αγαπημένο μου συγκρότημα. Χρόνια τώρα ήθελα να πάω να τους ακούσω από κοντά αλλά δεν μου είχε δοθεί η ευκαιρία. Και τώρα; Σκεφτόμουν όλο το απόγευμα με ποιον θα μπορούσα να πάω. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε κανείς, άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Όχι για το συγκρότημα που θα έχανα. Αλλά για το πώς έχω καταντήσει την ζωή μου. Εντάξει, πληγώθηκα, με παράτησε τρεις μέρες πριν από το γάμο για την κολλητή μου (πρώην κολλητή μου), αλλά δεν είμαι η μόνη. Πρέπει να σταθώ στα πόδια μου. Πρέπει να αρχίσω να εμπιστεύομαι ξανά. Θα κάνω την αρχή και αύριο θα πάω μια βόλτα. ΝΑΙ ΜΟΝΗ ΜΟΥ.
Κ. Β.
28 Απριλίου
Επιχείρηση σώστε την μονάχους- μονάχους (εμένα δηλαδή) απέτυχε παταγωδώς. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη αποτυχία. Βρέθηκα να περπατάω στο Ζάππειο όπου είχε έκθεση βιβλίου. Στην αρχή χαμογέλασα καθώς θυμήθηκα ότι κάποτε μου άρεσε το διάβασμα. Έτσι άρχισα να χαζεύω τα αμέτρητα βιβλία. Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε σε ένα κοριτσάκι που κρατούσε ένα γαλάζιο μπαλόνι και έκλαιγε γιατί είχε χάσει την μαμά του. Το πλησίασα και αφού του συστήθηκα, το βοήθησα να βρεθεί ξανά με την οικογένεια του. Η εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας με έκανε να ανατριχιάσω. Κοίταξα τριγύρω. Η έκθεση είχε απίστευτα πάρα πολύ κόσμο και όλοι ήταν μαζί με κάποιον. Όλοι εκτός από εμένα φυσικά. Άρχισα να ζαλίζομαι, ένιωθα ότι μου κοβόταν η ανάσα. Ήμουν περιτριγυρισμένη από εκατοντάδες ανθρώπους και όμως ένιωθα πιο μόνη από ποτέ. Και άλλο χτύπημα της μοναξιάς.
Κ.Β.
Ο Άγγελος σταμάτησε την ανάγνωση. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε δυσφορία. Ήταν σαν να βρισκόταν εκεί και ένιωσε ακριβώς το ίδιο συναίσθημα με την κοπέλα. «Πάει, μου σάλεψε. Ή μάλλον μου ανέβηκε ο πυρετός», ψιθύρισε στον εαυτό του και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι να φάει. Μια ώρα μετά και ενώ θα έπρεπε να νυστάζει, εκείνος ένιωθε την επιθυμία να συνεχίσει το διάβασμα. Πράγμα περίεργο για τον ίδιο αφού ποτέ του δεν θυμόταν να του αρέσει ιδιαίτερα η ανάγνωση.
30 Απριλίου
Πώς γίνεται να σε τρυπάει η μοναξιά; Να την νιώθεις μέχρι βαθιά μέσα σου; Αν γινόταν να ξεχάσω. Να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην θυμάμαι τίποτα. Αν το δεις με την λογική, θα σκεφτείς ότι δεν ήταν και το πιο τρομερό πράγμα στον κόσμο και ότι στο κάτω- κάτω δεν άξιζε. Μόνο που η καρδιά δεν έχει λογική…. Δεν σκέφτεται, ούτε έχει τρόπο να βγάζει συμπεράσματα. Η καρδιά απλά αγαπάει.
Κ. Β.
2 Μαΐου
Σήμερα μίλησα με μια κοπέλα από την δουλειά! Ναι, τα κατάφερα. Και μάλιστα μου φάνηκε πολύ συμπαθητική. Την λένε Αλίκη και μάλιστα με κάλεσε να πάμε μαζί σε ένα πάρτι που διοργάνωνε ένα περιοδικό στο Γκάζι. Είχε μια διπλή πρόσκληση και ο φίλος της είχε ακυρώσει τελευταία στιγμή το ραντεβού τους. Οπότε αύριο έχει έξοδο. Μετά από τόσο καιρό θα βγω να διασκεδάσω!
Κ. Β.
Ο Άγγελος διάβαζε και ξαναδιάβαζε την τελευταία σελίδα. «Δεν ήταν δυνατόν, μάλλον είναι σύμπτωση». Θυμόταν ότι το περιοδικό που δουλεύει είχε πραγματοποιήσει ένα πάρτι για να γιορτάσει τα 100 τεύχη κυκλοφορίας του, στο πιο γνωστό μαγαζί της πόλης που βρισκόταν στο Γκάζι. Αλλά αυτή την στιγμή του ήταν αδύνατον να θυμηθεί την ημερομηνία. Λες και είχε διαγραφεί την συγκεκριμένη στιγμή από την μνήμη του. Σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον Χρήστο. Μετά από λίγο άκουσε την νυσταγμένη του φωνή:
«Τι έγινε;», τον ρώτησε.
«Να σε ρωτήσω, θυμάσαι το πάρτι στο Γκάζι; Που είχες φύγει με την Αμαλία;»
«Πώς να μην το θυμάμαι, αλλά με πήρες τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα για να με ρωτήσεις αυτό;»
Ο Άγγελος έριξε μια ματιά στο ρολόι του, ούτε που το είχε καταλάβει τι ώρα ήταν.
«Συγγνώμη φίλε, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Αλλά είναι πολύ σημαντικό να μου πεις».
Ελπίζω να μην είναι κάτι ανησυχητικό. Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να ήταν αρχές Μαΐου. Αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς».
«Ευχαριστώ και συγγνώμη για την ενόχληση».
«Άγγελε συμβαίνει κάτι;», ρώτησε ο Χρήστος.
«Όχι, μην ανησυχείς. Θα σου εξηγήσω από κοντά. Καληνύχτα».
Συνεχίζεται…
• επικοινωνήστε με την δημιουργό
https://www.facebook.com/stavroula.alats?fref=ts