Πήδηξε ο Αύγουστος στην ράχη της Σελήνης ξυπόλυτος, ξεροψημένος από τον ήλιο, με τις τσέπες του παντελονιού του γεμάτες θαλασσινή αλμύρα, κοχύλια, αστερίες και αχινιούς και τα μαλλιά μπερδεμένα από το κυνηγητό με τους νοτιάδες, για να τον πάει η Κυρά Σελήνη στο σπίτι του πατέρα του, του Χρόνου.
Εκεί που ξεκουράζονταν οι θείες του οι Τέσσερις Εποχές και τα έντεκα αδέλφια του οι μήνες και περίμεναν τη σειρά τους να κατέβουν στη γη. Ήταν τώρα η σειρά του αδελφού του, του Σεπτέμβρη να ξυπνήσει και με το δισάκι του φορτωμένο τρυφερά μικρά συννεφάκια, βροχούλες, ψύχρες, και κίτρινα φύλλα να πάρει το δρόμο για τη γη.
Ο Σεπτέμβρης μόλις είδε από παράθυρο τη Σελήνη να πλησιάζει στο σπίτι, κουκουλώθηκε κάτω από τα σεντόνια και παρίστανε τον κοιμισμένο.
«Εεε…! Τεμπελάκο ακόμα κοιμάσαι; Σήκω! Ήρθε η σειρά σου να πας στη γη!» φώναξε ο ηλιοκαμένος και σκανταλιάρης Αύγουστος και του τράβηξε το σεντόνι.
Ο Σεπτέμβρης κουλουριάστηκε με κλειστά τα μεγάλα καστανά, αλλά λίγο μελαγχολικά μάτια του και δεν έλεγε να σηκωθεί όσο και αν τον παρακάλαγε και έκανε φασαρία ο Αύγουστος. Τον παρακάλαγε και η Σελήνη από το παράθυρο, σβέλτα να καβαλήσει στη ράχη της να τον πάει να συναντήσει τον ήλιο που όπου κι όπου θα έφτανε από την άλλη μεριά της γης. Ο Σεπτέμβρης… ακούνητος! Ξύπνησε ο πατέρας Χρόνος, οι θείες Εποχές, τα αδέλφια τους οι μήνες και μεγάλη αναστάτωση δημιουργήθηκε στο σπίτι.
Τι με το καλό τον πήραν τον Σεπτέμβρη, τι του έταξαν σταφύλια, σύκα, αχλάδια και τραγανά μήλα, μουσταλευριά με φρέσκο καρυδάκι, τι μουστοκούλουρα, τι μια μεγάλη ολοκαίνουργια κόκκινη ομπρέλα του έφεραν, τι κίτρινες γυαλιστερές γαλότσες, τι με το άγριο και το μάλωμα τον πήραν, ακούνητος και κουλουριασμένος στο κρεβάτι ο Σεπτέμβρης.
«Δεν πάω!» είπε και γύρισε πλευρό. Ο πατέρας Χρόνος δεν ήξερε τι να κάνει και αφού απελπίστηκε με το πείσμα του γιου του, του Σεπτέμβρη έστειλε μήνυμα στη γη πως τη φετινή χρονιά Σεπτέμβρη δεν θα έχει.
«Και τώρα τι θα γίνει;» αναρωτιόντουσαν οι άνθρωποι .«Που ακούστηκε να μην έχουμε Σεπτέμβρη φέτος;» έλεγε ο ένας «Βρε δεν του δίνει ένα γερό χέρι ξύλο ο Χρόνος που μια στάλα μπόμπιρας μας κάνει ότι θέλει;» έλεγε ο άλλος «Μα τι λέτε, τι πράγματα είναι αυτά, τα παιδιά δεν τα χτυπάμε!» έλεγε ένας τρίτος. «Να πάει μια αντιπροσωπεία στο σπίτι του Χρόνου να τον παρακαλέσει» είπε κάποιος άλλος.
«Εδώ δεν ακούει τον πατέρα του κοτζάμ Χρόνο, θα ακούσει εμάς;» είπαν μερικοί.
Όλα στη γη έγιναν άνω –κάτω. Τα σταφύλια, δεν έγιναν, ούτε τα αχλάδια και τα μήλα, το χώμα δίψαγε αφού ούτε μια βροχούλα δεν έπεφτε, τα δέντρα δεν μπορούσαν να ρίξουν τα φύλλα τους να ξεκουραστούν για να βγάλουν άλλα, τα χελιδόνια δεν μπορούσαν να φύγουν, μήτε τα κυκλάμινα να ανθίσουν, οι άνθρωποι κουράστηκαν από την ζέστη πια και δεν άνοιξαν και τα σχολεία.
Ο μικρός Οδυσσέας ξύπναγε κάθε πρωί, ένιβε το πρόσωπο του, βούρτσιζε τα δόντια του, έτρωγε το πρωινό του, ντυνόταν και με την καινούργια σάκα του γεμάτη τετράδια, μολύβια με καλοξυσμένη μύτη, γομολάστιχα που μοσχοβόλαγε, ξύστρα, ξυλομπογιές και χάρακες περίμενε κρεμασμένος στο παράθυρο να έρθει ο Σεπτέμβρης να πάει στο σχολείο, να συναντήσει τους φίλους τους, να μοιραστούν τις καλοκαιρινές τους περιπέτειες και να μάθει καινούργια πράγματα από την δασκάλα του. Περίμενε, περίμενε αλλά ο Σεπτέμβρης άφαντος.
Μια μέρα το αποφάσισε να πάει να συναντήσει αυτός τον Σεπτέμβρη και να τον ρωτήσει γιατί δεν ερχόταν και όλα είχαν γίνει άνω –κάτω στη γη.
Έριξε σε ένα σάκο μια μεγάλη χρωματιστή μπάλα και περίμενε να νυχτώσει. Μόλις φάνηκε η Σελήνη σκαρφάλωσε στο παράθυρο και την φώναξε. «Κυρία Σελήνη, κυρία Σελήνη! Εδώ εδώ κάτω αριστερά στο παράθυρο».
Η Σελήνη πλησίασε, έριξε το φως της στο παράθυρο και καλησπέρισε τον μικρό. «Σε παρακαλώ πήγαινε με ως το σπίτι του Χρόνου να συναντήσω το Σεπτέμβρη, να του δώσω την αγαπημένη μου μπάλα και να τον παρακαλέσω να έρθει, να γίνουν τα σταφυλάκια και τα αχλάδια που μου αρέσουν, να φτιάξει η μαμά μου μουσταλευριά, να πάνε τα χελιδόνια στην άλλη πλευρά της γης που τα περιμένουν άλλα παιδιά και να ανοίξει επιτέλους το σχολείο».
Η Σελήνη το σκέφτηκε για λίγο και βρήκε πως δεν ήταν άσχημη ιδέα, ίσως ένα παιδί να κατάφερνε να μεταπείσει το μικρό πεισματάρη Σεπτέμβρη. Χαμήλωσε στο παράθυρο και ο μικρός Οδυσσέας σκαρφάλωσε στη ράχη της και μια και δυο ξεκίνησαν για το σπίτι του Χρόνου. Ο Σεπτέμβρης μουτρωμένος από τα πολλά παρακάλια αλλά και τις τιμωρίες ήταν πάλι στο κρεβάτι και ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Σελήνη να αφήνει στο παράθυρο του ένα μικρό αγόρι με μια μεγάλη πολύχρωμη μπάλα στην αγκαλιά.
«Είμαι ο Οδυσσέας και ήρθα να παίξουμε με την αγαπημένη μου μπάλα και αν σου αρέσει να στην χαρίσω» του είπε το αγόρι και του άπλωσε το χέρι. Του άρεσε του Σεπτέμβρη η μπάλα, ήταν ολοστρόγγυλη φουσκωτή-φουσκωτή με πολλά όμορφα χρώματα και για να λέμε και την αλήθεια είχε βαρεθεί να είναι συνέχεια στο κρεβάτι και έτσι σηκώθηκε να παίξει με τον Οδυσσέα. Έπαιξαν πολλή ώρα, ο Οδυσσέας του έμαθε όλα τα παιχνίδια και όλα τα κόλπα που ήξερε με την μπάλα. Όταν κουράστηκαν πια κάθισαν στο περβάζι του παραθυριού να ξεκουραστούν.
«Γιατί δεν έρχεσαι κάτω στη γη; Όλοι σε περιμένουμε! Δεν βαριέσαι μόνος σου συνέχεια εδώ μέσα;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας. Ο Σεπτέμβρης ανασήκωσε τους ώμους του και αναστέναξε. «Βαριέμαι, αλλά, δεν θέλω να έρθω» είπε.
«Μα γιατί δεν θέλεις;» ξαναρώτησε ο Οδυσσέας. « Είναι άσχημα πια εκεί, οι άνθρωποι δεν γελάνε, μοιάζουν τόσο δυστυχισμένοι, πολλοί δεν έχουν δουλειά και φαγητό και σπίτι, είναι άρρωστοι και δεν έχουν φάρμακα, άλλοι χτυπούν με όπλα και σκοτώνουν παιδιά γυναίκες, γιαγιάδες και παππούδες και γκρεμίζουν σπίτια, νοσοκομεία και σχολεία με βόμβες ,άλλοι φεύγουν από τον τόπο τους και πνίγονται προσπαθώντας να σωθούν από τα όπλα η την φτώχια, κάποιοι χωρίς λόγο σκοτώνουν ζώα, από μίσος η για διασκέδαση, για να κερδίσουν χρήματα πιο πολλά καταστρέφουν και δηλητηριάζουν τον ουρανό τη θάλασσα και τη γη, τα παιδιά είναι κλεισμένα σε σπίτια φυλακές… τι νομίζεις πως επειδή είμαι εδώ και επειδή είμαι μικρός δεν τα ξέρω;» είπε ο Σεπτέμβρης.
Ο Οδυσσέας έμεινε για λίγο αμίλητος και σκεπτικός « Δίκιο έχεις αυτά και άλλα τόσα γίνονται στον κόσμο μα δεν είναι λύση να μείνεις εδώ κλεισμένος!» του είπε.
Ο Σεπτέμβρης έξυσε το κεφάλι του και ανακάτωσε τις καστανές μπούκλες του. «Και τι να κάνω; Τι μπορείς να κάνεις με τόσους ανόητους ανθρώπους;» ρώτησε.
«Η λύση είναι τα παιδιά και η γνώση», είπε ο Οδυσσέας με σοβαρό και επίσημο ύφος επαναλαμβάνοντας όσα τους έλεγε η δασκάλα τους.
«Αν τα παιδιά μάθουν να αγαπούν και να σέβονται τη φύση και τους συνανθρώπους τους , αν μάθουν να μοιράζονται και να αλληλοβοηθούνται, να ξεχωρίζουν τους πονηρούς ,τους άπληστους και τους ψεύτες και ενώνουν τα χέρια για να φτιάχνουν τείχη από αγάπη και προστασία από τους πονηρούς και άπληστους, για όλους, θα δεις πως όλα θα αλλάξουν» συνέχισε.
«Μα πως θα το κάνω εγώ αυτό;» ρώτησε ο Σεπτέμβρης που δεν ήταν τεμπέλης και πεισματάρης αλλά ευαίσθητος.
«Θα έρθεις κάτω στη γη να βρουν όλα τη σειρά τους πάλι και να ανοίξουν τα σχολεία, να πάνε τα παιδιά, να μάθουν όλα αυτά που σου λέω!
«Ο Σεπτέμβρης έξυσε πλάι το κεφάλι του. «Δεν το είχα σκεφτεί, έχεις δίκιο, είσαι σοφός!» είπε στον Οδυσσέα και τον χτύπησε στην πλάτη, μετά σηκώθηκε φόρεσε τις κίτρινες γαλότσες του, πήρε το δισάκι του με τα σύννεφα, τις βροχούλες ,την ψύχρα, τα κίτρινα φύλλα και την κόκκινη ομπρέλα του και μαζί με τον Οδυσσέα σκαρφάλωσαν στη ράχη της Κυρά Σελήνης που από την χαρά γέλαγαν και τα μουστάκια της και συναντήθηκαν με τον Ήλιο που έφτασε από την άλλη μεριά της γης.
Ό κόσμος άρχισε να βρίσκει πια την σειρά του, γούρμωσαν τα σταφύλια , τα σύκα, τα μήλα, τα αχλάδια και όλα τα φρούτα και τα κηπευτικά της εποχής, μοσχομύρισαν τα μουστοκούλουρα, τα χελιδόνια ξεκίνησαν το ταξίδι τους, άρχισαν να ανθίζουν τα κυκλάμινα και τα άλλα φθινοπωρινά λουλούδια, τα δέντρα έριξαν τα φύλλα τους στολίζοντας τη γη με ένα πανέμορφο αφράτο χαλί και άρχισαν να ξεκουράζονται, η βροχούλα πότισε τη διψασμένη γη, οι άνθρωποι υποδέχτηκαν την πρώτη ψυχρούλα με ελαφρά ζακετάκια και τα παιδιά πλημύρισαν τις τάξεις των σχολείων και άρχισαν να μαθαίνουν για την αγάπη, τον σεβασμό, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, το μοίρασμα ,τη φροντίδα, τη συντροφικότητα, την αλληλοϋποστήριξη.
Έφτιαξαν με τα χέρια τους ένα μεγάλο τείχος αγάπης και προστασίας για όλους και κράτησαν απ΄ έξω όλα τα άσχημα, τους πολέμους, τις αδικίες και την φτώχια. Οι άνθρωποι βρήκαν πάλι το χαμόγελο τους και άρχισαν να ζουν ευτυχισμένοι με τραγούδια, χορούς, παιχνίδια, θέατρο και βιβλία, πολλά βιβλία για να μην ξεχάσουν ποτέ ξανά τις πραγματικές ομορφιές της ζωής. Ο ευαίσθητος Σεπτέμβρης γύρισε στο σπίτι του πατέρα του, του Χρόνου αφού βεβαιώθηκε πως όλα πια είχαν αλλάξει για να δώσει τη θέση του στον αδελφό του τον Οκτώβρη και.. έζησαν αυτοί καλά και εμείς…;
• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit?ref=ts&fref=ts
https://www.facebook.com/Paramythies?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html