Το κουδούνι του σχολείου είχε χτυπήσει εδώ και αρκετή ώρα, όμως ακόμα στην τάξη επικρατούσε χάος. Ο καιρός ήταν ωραίος, ζεστός και με τίποτε δεν βοηθούσε τα παιδιά να συγκεντρωθούν. Όταν, με τα χίλια ζόρια, η δασκάλα κατάφερε επιτέλους να επιβάλει την παρουσία της, το μάθημα άρχισε.
«Σήμερα, παιδιά, θα μιλήσουμε για τις αρρώστιες που μεταδίδονται από τα ζώα στους ανθρώπους. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο εχινόκοκκος, ο οποίος είναι ένα παράσιτο που μεταδίδεται από ζώο σε ζώο και μετά στον άνθρωπο. Και επειδή, παιδιά μου, εδώ ζούμε σε επαρχία, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Δηλαδή, μπορεί ο σκύλος μας να φάει εντόσθια από ένα μολυσμένο πρόβατο, να αρρωστήσει και με τη σειρά του να μας μεταδώσει την αρρώστια».
Τι ήταν να το ακούσει αυτό ο Νικόλας; Θόλωσε το μυαλό του, ταράχτηκε. Σήμερα το πρωί, πριν έρθει στο σχολείο, είχε περάσει από το κτήμα του πατέρα του, για να αφήσει κάτι πράγματα. Ευκαιρία έψαχνε, να πάει να δει και τον Σπίθα, το κουτάβι που είχε κρύψει σε μια αποθήκη στην άκρη του κτήματος, δίπλα στη θάλασσα. Ήξερε πως ο πατέρας του δεν θα τον άφηνε για κανένα λόγο να κρατήσει άλλον ένα σκύλο. Ήθελε, λοιπόν, να περάσει λίγος καιρός, να μεγαλώσει πρώτα ο Σπίθας και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε. Σήμερα, όμως, ο Σπίθας είχε βγει και έπαιζε στην παραλία με τα φύκια. Όταν ο Νικόλας τον πλησίασε, είδε πως είχε τα χάλια του. Η γούνα του ήταν γεμάτη κόμπους και πονούσε με κάθε βήμα που έκανε. Δεν είχε όμως χρόνο να ασχοληθεί περισσότερο· το σχολείο άρχιζε σε λίγο κι έπρεπε να βιαστεί. Μόλις, λοιπόν, άκουσε τη δασκάλα να λέει για αρρώστιες, το μυαλό του πήγε στο κακό.
«Κυρία, κυρία», πετάχτηκε, διακόπτοντάς την, «πώς καταλαβαίνουμε ότι ένας σκύλος έχει αχινόκοκκο;»
«Επιτέλους, Νικόλα, συγκεντρώσου λίγο και προσπάθησε να μιλάς σωστά…»
Η δασκάλα είπε κι άλλα, όμως ο Νικόλας δεν μπορούσε να καταλάβει τι την είχε πιάσει και τα έβαλε μαζί του. Ήθελε πολύ να μάθει για την περίεργη αυτή αρρώστια, όμως δεν τόλμησε ν’ ανοίξει ξανά το στόμα του. Έμεινε βουβός και προβληματισμένος. Τι θα έκανε τώρα; Δεν έπρεπε κανείς να μάθει το διπλό μυστικό του. Δεν έπρεπε να πει πως έχει σκύλο και πως ο σκύλος αυτός είναι άρρωστος.
Το μεσημέρι, όπως πάντα, ξεκίνησε για το σπίτι μαζί με τον κολλητό του φίλο, το Γιώργο. Στο δρόμο δεν άντεξε και εξομολογήθηκε στο φίλο του τα πάντα. Βέβαια, αυτό ήταν μεγάλο λάθος, γιατί, όπως έλεγε και η μητέρα του, «αμαρτία εξομολογημένη, κακώς εξομολογήθηκε, γιατί θα γίνει βούκινο». Ο Γιώργος δεν είχε να πει κάτι για να βοηθήσει το Νικόλα, όμως, όταν έφτασε στο σπίτι του, έτρεξε αμέσως στη μητέρα του, την κυρία Μαρίκα. Αφού της εξήγησε πως δεν πρέπει να πει σε κανέναν τίποτα, τη ρώτησε αν είχε κάποια καλή ιδέα σχετικά με το τι πρέπει να κάνει ο Νικόλας με το άρρωστο σκυλί του. Αλλά αυτό ήταν λάθος, γιατί η κυρία Μαρίκα δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τα ζώα, οπότε δεν ήξερε και πολλά πράγματα και επίσης, γιατί έτρεξε αμέσως να ενημερώσει το γείτονά της, τον κτηνίατρο.
«Γιατρέ, γιατρέ, έχω άσχημα νέα», άρχισε να φωνάζει, πριν ακόμα μπει στο ιατρείο του. «Ο Νικόλας, ο φίλος του γιου μου, έχει ένα σκυλί άρρωστο με εχινόκοκκο. Γιατρέ, κινδυνεύουμε όλοι. Τα παιδιά στο σχολείο, εμείς, τα ζώα μας…»
«Κυρία Μαρίκα, το θέμα είναι πολύ σοβαρό», την διέκοψε ο γιατρός, «πάμε αμέσως στο σπίτι του Νικόλα να μάθουμε λεπτομέρειες».
Όταν έφτασαν εκεί, η κυρία Μαρίκα άρχισε να ενημερώνει τη μητέρα του Νικόλα κι ο γιατρός δεν προλάβαινε παρά μόνο να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Η μητέρα του Νικόλα άκουσε έκπληκτη όλα όσα είπε η κυρία Μαρίκα και πήγε να φωνάξει το γιό της. Όμως, ο Νικόλας είχε ήδη εξαφανιστεί. Μόλις είδε τα δύσκολα, πήδηξε από το πίσω παράθυρο κι έφυγε τρέχοντας στα χωράφια.
«Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο», μουρμούρισε θυμωμένη η κυρία Μαρίκα κι έκανε μεταβολή, τραβώντας και το γιατρό μαζί της. «Αύριο, γιατρέ, θα πάμε μαζί στο σχολείο. Εκεί δεν θα μπορέσει να ξεφύγει το παλιόπαιδο. Να ειδοποιήσετε και τον αστυνόμο, σας παρακαλώ. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό».
Πράγματι, την επόμενη μέρα, την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι για την προσευχή, εμφανίστηκε στο προαύλιο του σχολείου η κυρία Μαρίκα ακολουθούμενη από το γιατρό και τον αστυνόμο. Έβαλαν το Νικόλα στη μέση, είπαν, είπαν, μαζεύτηκε γύρω όλο το σχολείο. Ο Νικόλας κατάλαβε πως ήταν μάταιο να αρνείται την αλήθεια. Με δάκρυα στα μάτια, δέχθηκε να τους οδηγήσει στον τόπο του εγκλήματος. Μπροστά αυτός, δίπλα του η δασκάλα, μερικά βήματα πιο πίσω η κυρία Μαρίκα, ο γιατρός, ο αστυνόμος και, τέλος, σχεδόν όλη η τάξη του Νικόλα, περιχαρής, σαν να πήγαινε εκδρομή. Κάποια στιγμή ο ετερόκλητος αυτός όχλος έφτασε στην αποθήκη που βρισκόταν ο Σπίθας. Ο Νικόλας πήρε το τρομαγμένο κουτάβι αγκαλιά και το έφερε στους ιεροεξεταστές του. Η κυρία Μαρίκα έβγαλε μια κραυγή και απομακρύνθηκε αηδιασμένη από το θέαμα. Ο κτηνίατρος, όμως, κοίταξε απορημένος γύρω του και ρώτησε το Νικόλα: «Αγόρι μου, αυτό είναι το άρρωστο σκυλί που μας έλεγες;»
«Μάλιστα, κύριε», ψέλλισε ο Νικόλας.
«Και πώς κατάλαβες, αγόρι μου, πως έχει εχινόκοκκο;» ξαναρώτησε, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε.
«Μα, δεν βλέπετε πως έχει αχινόκοκκο; Είναι γεμάτο από αγκάθια αχινού! Είναι άρρωστο, πονάει».
Ο γιατρός ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Αγόρι μου, σε διαβεβαιώ πως ο σκύλος σου δεν έχει τίποτε. Φέρ’ τον μου εδώ, να του βγάλουμε τα αγκάθια και θα είναι μια χαρά».
Η κυρία Μαρίκα κοιτούσε έκπληκτη χωρίς να καταλαβαίνει. Στην ίδια κατάσταση ήταν και ο αστυνόμος. Η δασκάλα ήταν τόσο νευριασμένη με το μαθητή της, που δεν είχε καμιά διάθεση για γέλια. Όσο για τα παιδιά, είχαν ήδη ξεχυθεί στην παραλία και έπαιζαν.
Την ώρα που ο γιατρός έβγαζε υπομονετικά τα αγκάθια από τον Σπίθα, έσκυψε και είπε στο αυτί του Νικόλα: «Μόνο μια χάρη θέλω από εσένα, αγόρι μου. Την επόμενη φορά να είσαι πιο προσεκτικός στο μάθημα και να ακούς καλύτερα τι λέει η δασκάλα σου».
Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/lemonisjohn?fref=ts