Όταν το αυτοκίνητο βγήκε από τον κεντρικό δρόμο και προχώρησε στο στενό χωματόδρομο, η μικρή Μαρία δεν κρατιόταν με τίποτα. Έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο και κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα
«Η γιαγιά, η γιαγιά», άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένη και, πριν ακόμα σταματήσουν μπροστά στην εξώπορτα, είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και πετάχτηκε έξω.
«Πρόσεχε, παιδί μου, θα σκοτωθείς», πρόλαβε να ψελλίσει η μητέρα της, όμως εκείνη ήδη βρισκόταν στην αγκαλιά της γιαγιάς.
Μέχρι να κατέβουν οι γονείς της και να ξεφορτώσουν τα πράγματα από το αυτοκίνητο, εκείνη είχε εξαφανιστεί στον τεράστιο κήπο. Ο καιρός ήταν τόσο ωραίος και η μικρή Μαρία δεν κρατιόταν με τίποτα.
«Ελάτε να καθίσουμε εδώ, στη βεράντα, είπε η γιαγιά, είναι τόσο ωραία! Πείτε μου τα νέα σας, τι κάνατε, πώς πέρασε η εβδομάδα σας; Μια Κυριακή μου έρχεστε και δεν σας χορταίνω».
Έπιασαν, λοιπόν, την κουβέντα, κουτσομπόλεψαν, ο Νίκος ενημέρωσε τη μητέρα του για όλα τα οικογενειακά θέματα, ήπιαν τον καφέ τους και, όταν τους έπιασε η πείνα, κατάλαβαν πως είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να στρώσουν το τραπέζι για το φαγητό.
Στο μεταξύ, η Μαρία είχε ξεχυθεί και εξερευνούσε κάθε γωνιά του κήπου. Λουλούδια, δέντρα, όλα στη διάθεσή της. Πέρασε από το κοτέτσι, να χαιρετίσει τις κότες ή, καλύτερα, να τις τρομάξει, αν και ήξερε πως η γιαγιά θα θύμωνε πολύ, αν την έβλεπε. Καταχαρούμενη συνέχισε την εξερεύνησή της. Παρατήρησε μια φωλιά με μυρμήγκια, προσπάθησε να πλησιάσει τη μεγάλη τριανταφυλλιά, όμως κοντοστάθηκε γιατί θυμήθηκε τι χαμός είχε γίνει και τι κλάμα είχε ρίξει την προηγούμενη φορά, όταν είχε προσπαθήσει να κόψει ένα τριαντάφυλλο. Ακριβώς δίπλα, όμως, είδε κάτι που την έκανε να φωνάξει ενθουσιασμένη «γατάκια!». Ναι, στο παρτέρι δίπλα στην τριανταφυλλιά είχαν φυτρώσει κάτι ωραία και φουντωτά γατάκια. Την προηγούμενη Κυριακή, που έκανε πάλι βόλτα στον κήπο, της είχε δείξει η γιαγιά κάποια, που είχαν φυτρώσει λίγο πιο πέρα. Βέβαια, όταν η γιαγιά της είπε πως αυτά τα χνουδωτά φυτά τα λένε γατάκια, η Μαρία την κοίταξε λίγο επιφυλακτικά. Ήθελε να ρωτήσει αν έτσι γεννιούνται οι γάτες, όμως, για κάποιο λόγο που ούτε κι αυτή δεν κατάλαβε, κρατήθηκε. Άρχισε, λοιπόν, να τα μαζεύει σχολαστικά, ένα-ένα στο χέρι της και, όταν το γέμισε, έσφιξε τα φυτά επάνω της και άρχισε να τρέχει όλο χαρά προς το σπίτι, φωνάζοντας: «μαμά, μπαμπά, βρήκα γατάκια!». Όλοι γύρισαν ξαφνιασμένοι προς το μέρος της. Πριν ακόμα η μητέρα της προλάβει να πει «α, τι ωραία!», ο πατέρας έβγαλε μια βροντερή φωνή, ίσως λίγο υπερβολική για την περίσταση: «Μαρία, σου έχω πει πως δεν θέλω γάτες στο σπίτι». Μόλις όμως είδε τι κρατάει η κόρη του, έβαλε τα γέλια: «Αν είναι τέτοια γατάκια, φέρε όσα θες».
Πέρασαν μέσα για να φάνε. Η γιαγιά της έδωσε ένα μικρό βάζο, βοήθησε τη Μαρία να τα τακτοποιήσει και το έβαλε επάνω στο τραπέζι. Όση ώρα έτρωγαν, η Μαρία κοίταζε τα γατάκια της και, μερικές φορές, ήταν σίγουρη πως κουνιόντουσαν και λίγο.
Τελειώνοντας το φαγητό, η Μαρία έτρεξε ξανά στον κήπο. Αυτή τη φορά, όμως, πήγε από την άλλη μεριά, έτοιμη για νέες ανακαλύψεις. Και πράγματι, δεν είχε προλάβει να πάει ούτε μέχρι την άκρη του κήπου και σταμάτησε πάλι απότομα. «Γατάκι», αναφώνησε, «ένα ζωντανό γατάκι!». Το πήρε στα χέρια της τρυφερά , το χάιδεψε, το φίλησε και κοίταξε γύρω της καχύποπτα. Αν την έβλεπε ο μπαμπάς κάηκε, δεν ήθελε για κανένα λόγο γάτες στο διαμέρισμα. Η Μαρία έσφιξε το γατάκι στην αγκαλιά της. Ήταν αποφασισμένη. Κοίταξε πάλι τριγύρω της, βεβαιώθηκε πως δεν την έβλεπε κανείς και γλίστρησε αθόρυβα στο σπίτι.
Η γιαγιά και οι γονείς της είχαν βγει πάλι στη βεράντα. Η Μαρία κινήθηκε γρήγορα . Έτρεμε μήπως το γατάκι κλάψει και την ακούσουν, όμως στάθηκε τυχερή. Αφού, λοιπόν, έκανε ό,τι είχε να κάνει, πήρε το πιο αθώο της ύφος και άρχισε να φωνάζει «μπαμπά, μαμά, γιαγιά, τρέξτε να δείτε, δεν θα το πιστέψετε τι έγινε!». Ψιλοτρομαγμένοι έτρεξαν όλοι στην κουζίνα. «Τι είναι, Μαρία μου;» ρώτησε αμέσως η μητέρα της . «Μαμά, κοίτα, κοίτα, ένα γατάκι!». Κοιτάζουν όλοι και βλέπουν το γατάκι της Μαρίας μέσα στο βάζο με τα άλλα «γατάκια». «Και πού βρέθηκε αυτό το γατάκι μέσα στο βάζο, Μαρία μου;» ρώτησε ο πατέρας προσποιούμενος τον θυμωμένο. «Πού να ξέρω, μπαμπάκα μου, μάλλον κάποιο από τα γατάκια που μάζεψα το μεσημέρι, θα γέννησε», απάντησε όλο νάζι η μικρή. «Μα βέβαια, έτσι θα είναι, τι άλλο;» τους διέκοψε η γιαγιά κοιτάζοντας το γιό της στα μάτια. «Και τι θες να το κάνουμε τώρα, Μαρία μου;» ρώτησε ο πατέρας, λες και δεν ήξερε την απάντηση. «Μπορούμε να το κρατήσουμε, μπαμπά μου; Μια και γεννήθηκε στο σπίτι μας, κρίμα είναι!» ρώτησε η Μαρία με φωνή που έτρεμε από αγωνία. «Μα και βέβαια να το κρατήσεις, κούκλα μου!», απάντησε ο πατέρας σκασμένος στα γέλια. Ένα τέτοιο θαύμα της φύσης δεν πρέπει να το χάσουμε!».
Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/lemonisjohn?fref=ts