Το πρώτο πρωινό Αττικό φως διαθλάται στους τσιμεντένιους όγκους που αχνίζουν ζέστη και ιδρωμένα όνειρα φυλακισμένων κατοίκων της πόλης. Ο βόμβος από τα μοτέρ των κλιματιστικών σμίγει με το άτονο κελάιδισμα των πουλιών που φωλιάζουν στις φυλλωσιές των δέντρων με το λερωμένο πράσινο, της μικρής ημικυκλικής πλατειούλας και δημιουργεί μια ιδιότυπη μελωδία.
Δυο αδέσποτες, φοβισμένες, ψυχές ξεδιψάνε στο βρόμικο νερό μιας λακκούβας του δρόμου.
Από την άλλη άκρη του δρόμου ακούγεται το σούρσιμο που κάνουν οι ρόδες ενός ξεχαρβαλωμένου καροτσιού Σούπερ Μάρκετ. Το σέρνει η ψιλόλιγνη φιγούρα ενός Ινδού ντυμένου με μια λερή παραδοσιακή φορεσιά του τόπου του. Χρόνια τώρα γυρνάει στη γειτονιά να εξασφαλίσει την επιβίωση της μέρας. Κάποτε καθάριζε τα τζάμια των καταστημάτων της γειτονιάς, σκούπιζε τα πεζοδρόμια και το δρόμο και έκανε κάθε είδους «βρόμικες» αγγαρείες για να δεχτεί ως ανταμοιβή η τραχιά χούφτα του λίγα λεπτά του ευρώ, η το ξεχαρβαλωμένο καροτσάκι του, ένα πακέτο μακαρόνια, μια φρατζόλα μπαγιάτικο ψωμί, ένα παλιομοδίτικο, φθαρμένο ξεδοντιασμένο από κουμπιά πουκάμισο η ένα ζευγάρι παλιά, στραβοπατημένα και σκονισμένα παπούτσια. Τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά πια και τα πεζοδρόμια και τις πρασιές των σπιτιών, που οι νοικοκυρές τους θρέφουν πισινούς κλεισμένες πίσω από σκονισμένα πατζούρια σε άφωνα σκοτεινά σαν τάφους διαμερίσματα, καθαρίζει ένας ντόπιος νεαρός άντρας. Για τον Ινδό έχει μείνει ο κάδος σκουπιδιών του Δήμου, εκεί θα αναζητήσει τους θησαυρούς που θα του εξασφαλίσουν μιας μέρας ακόμα ξεφτιλισμένη επιβίωση.
Δυο μοναχικές γαριασμένες-κάποτε λευκές- πλαστικές καρέκλες με σκουρόχρωμα μαξιλαράκια στέκουν η μία δίπλα στην άλλη σιωπηλές, σε ένα στενό και γυμνό μπαλκονάκι. Περιμένουν το ρολόι της εκκλησιάς να χτυπήσει την ογδόη πρωινή.
Μόλις ακουστεί και ο όγδοος μεταλλικός ήχος του ρολογιού, το ξεθωριασμένο από το χρόνο συρόμενο πατζούρι ανοίγει. Πρώτα βγαίνει ο ηλικιωμένος άντρας. Η μαυρισμένη από σκόνη και καυσαέριο τέντα του μπαλκονιού, κρύβει το πρόσωπο του. Φαίνεται μόνο το πλαδαρό γερασμένο αντρικό σώμα, γυμνό πάντα από την μέση και πάνω, να ξεχειλίζει από το ίδιο πάντα μπεζ κοντοβράκι. Πότε- πότε με ένα μαντίλι σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο και το λαιμό του.
Μετά βγαίνει η ηλικιωμένη γυναίκα, με ένα εμπριμέ αμάνικο φόρεμα. Κοντόχοντρη καθώς είναι αυτή, η τέντα δεν καλύπτει το πρόσωπο της. Πρόσωπο στρογγυλό άχρωμο και ανέκφραστο με εκείνο το χρώμα του από καιρό ξεχασμένου άθαφτου νεκρού. Κάθονται δίπλα –δίπλα αμίλητοι και εποπτεύουν το σύρε και έλα της γειτονιάς. Ψυχή δεν μπαίνει σπίτι τους, ψυχή δεν βγαίνει. Μόλις το ρολόι της εκκλησιάς χτυπήσει μια το μεσημέρι σαν τερατώδεις κουρδισμένες κούκλες χάνονται στο εσωτερικό του δυαριού και το πατζούρι κλείνει για να ανοίξει πάλι όταν το ρολόι της εκκλησιάς χτυπήσει πέντε το απόγευμα και να ξανακλείσει μόλις χτυπήσει οχτώ το βράδυ.
Η πρώτη σκέψη μου παρατηρώντας τους, αναγκαστικά, ένα μήνα τώρα, από την κουζίνα μου, ήταν η σκληρότητα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης που βιώνουν οι ηλικιωμένοι. Αν διαθέτεις έστω και ένα ελάχιστο ψήγμα ψυχής, αυτή η εγκατάλειψη ακόμα και αν δεν την βιώνεις εσύ, λειτουργεί στη ψυχή σου σαν ηλεκτροσόκ.
Ένα δεύτερο ηλεκτροσόκ όμως με διαπερνά όταν το ακούνητο αμίλητο μοναχικό ηλικιωμένο ζευγάρι πετάγεται από τις γαριασμένες πλαστικές –κάποτε λευκές-καρέκλες μόλις δει κάποιον περαστικό, να επιχειρεί να αφήσει φαγητό η νερό στα αδέσποτα, μια σακούλα με καθαρό φαγητό για κάποιον που το έχει ανάγκη, η μια σακούλα με ρούχα η παπούτσια κοντά στο κάδο των σκουπιδιών. Ο ηλικιωμένος μισόγυμνος ιδρωμένος με το κοντοβράκι, ως άλλος Φύρερ, από το στενό και γυμνό του μπαλκόνι, αναλαμβάνει με χειρονομίες και απειλές για ξυλοδαρμό και μηνύσεις να φροντίσει για την «καθαρότητα» της περιοχής γύρω από τον κάδο σκουπιδιών και το πεζοδρόμιο. Καθαρότητα που επιβουλεύεται η έστω, κατά την γνώμη μου, στρεβλή έννοια και πράξη αλληλοβοήθειας με αποφάγια και αποφόρια. Ελεημοσύνη της ελάχιστης εναπομείνασας ευμάρειας κάποιων, προς κάθε αδύναμο που βουλιάζει στην ανέχεια και την αναξιοπρέπεια.
Οι καθαρές γειτονιές, οι καθαρές πόλεις, είναι πολιτισμός.
Ύψιστος Πολιτισμός όμως είναι η «καθαρότητα» της ψυχής.
Με μια σκούπα ένα φαράσι και λίγη καλή διάθεση, ένα πεζοδρόμιο, μια γειτονιά, μια πόλη μπορεί να καθαριστεί από κάθε τι ρυπαρό και άσχημο. Μια ψυχή πως μπορεί άραγε να καθαριστεί από την γλίτσα της Απανθρωπιάς;
• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit?ref=ts&fref=ts
https://www.facebook.com/Paramythies?fref=ts
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html