Αν ανήκεις ακόμα στους τυχερούς και τις τυχερές, που τα καλοκαίρια εξακολουθούν να λειτουργούν σα διακοπές ή κάπως σαν διακοπές, τότε έχω την πεποίθηση ότι είμαι μέσα στο μυαλό σου και συ στο δικό μου. Γιατί αν η σεζόν έχει τρέξει στα όρια της ομαλότητας και συ μπορείς ακόμα να πεις ναι, φεύγω για λίγες μέρες, ακόμα κι αν χρειαστεί να κατασκηνώσω στην αυλή του εξοχικού μιας μακρινής ξαδέρφης. Όταν βουτήξεις ξανά το κορμί σου στο νερό, η ψυχή ευφραίνεται, γλυκαίνει. Κι όταν αξιωθείς ν’ ακολουθήσεις αδοκίμαστες ή παλιές συνήθειές σου, έχει ταυτόχρονα κινητοποιηθεί κι η μνήμη σου, που σκονίζεται περισσότερο τις άλλες εποχές.
Κι ανάλογα με τη στιγμή, την περίσταση ή την ώρα, επιστρέφουν εικόνες από τα παλιά σου καλοκαίρια. Ποτέ δεν κατάλαβα κι ούτε θέλησα να ψάξω ψυχαναλυτικά, γιατί τα καλοκαίρια συνδέονται μεταξύ τους με τις περισσότερες αναμνήσεις από τα παλιότερα αντίστοιχά τους. Αντικρίζεις συχνά το θαλασσινό νερό και στο βλέμμα σου, ζωντανεύουν εικόνες από την πρώτη φορά που βρέθηκες κοντά στην απέραντη θάλασσα. Κι έχοντας κινητήρια δύναμη ένα σωσίβιο σε μπλε και λευκό, δυο μπρατσάκια πορτοκαλί κι ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα κι αποφεύγοντας μικρά αναιδή καβουράκια, έμπαινες στο αμόλυντο νερό κι είχες τη βεβαιότητα, ότι μπορείς να κολυμπήσεις με ασφάλεια ως την άλλη άκρη της Χαλκιδικής ας πούμε, αλλά κι ως την απέναντι στεριά του Ατλαντικού.
Σκάει μεσημεριανό καλοκαίρι κι αδυνατείς να ξεχάσεις πως μικρός, μοιραζόσουν τις βαρετές σιέστες των μεγάλων, άλλοτε διαβάζοντας κόμικ του Ντίσνεϋ που αντάλλασσες με τη συμμορία των παιδιών από τ’ άλλα σπίτια κι άλλοτε πάλι, λοξοδρομούσατε για μια καραμπινάτη μεσημεριανή κοπάνα ως τον κοντινό ξεροπόταμο, να μαζέψετε ξύλα για την δική σας φωτιά των παιδιών, που άναβε κάθε βράδυ στην παραλία που εκτεινόταν μπροστά από τις βεράντες. Κι έτσι αισίως οι δεύτερες φωτιές, ξεπήδαγαν εκτός συναγωνισμού με τις άλλες που ήτανε τριγυρισμένες από μαντραχαλάδες κι από κορίτσια, που το έπαιζαν μαγκάκια κι όλοι αυτοί φέρνανε και κιθάρες και τραγουδούσαν κάτι μουσικές δυσάρεστες για τ’ αυτιά, που τότε τις λέγανε ροκ. Κι ακόμα θυμάσαι ένα δήθεν μου τυχαίο μπάνιο, τότε που προσπαθούσες με τον καιρό να ξεντυθείς τα πολλά σωσίβια και κατάφερνες να κολυμπάς ακόμα και με το ένα σου μπρατσάκι, αλλά δε τολμούσες να μπεις στη θάλασσα χωρίς ένα έστω τόσο δα κλάσμα σωσιβίου. Και στήθηκε μια ολόκληρη πλεκτάνη, να σε πλευρίσει η θεία προσποιούμενη ότι ήθελε να παίξει ένα παιχνίδι προσπαθώντας να πάρει το μπρατσάκι από τα αδύναμά σου χέρια και κείνη τη στιγμή, η ίδια, να φωνάζει τη λέξη «καρχαρίας» που συνδυάστηκε μ’ ένα γρήγορο υποβρύχιο πέρασμα ενός ξαδέλφου πολύ μεγαλύτερου στην ηλικία κάτω από τα πόδια σου, προκειμένου να σε πανικοβάλουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βρεθείς μόνος, εσύ και το νερό, τα χέρια σου και τα πόδια σου. Κι ακόμα θυμάσαι εκείνο το δυνατό λαχταρισμένο καρδιοχτύπι και τα χειροκροτήματα όλης της υπόλοιπης παρέας συγγενών και γειτόνων, που κολυμπούσαν στη δημοφιλέστερη μεσημεριανή ζώνη και κάποιοι από τους περιοίκους που ‘χαν ακούσει το κόλπο να στήνεται ενόσω απουσίαζες, κράτησαν με τις ανάλογες απλωτές, θέση κοντά σε σένα και τη θεία, μη χάσουν μια ενδιαφέρουσα στιγμή κατά την οποία ένα παιδί συνειδητοποιεί ότι κολυμπάει ή πνίγεται, τέτοια ευτράπελα δε τα ‘χανε κανείς, η εποχή των φορητών τηλεοράσεων, μόλις ξεκίναγε κι οι αφορμές να σπάσεις τη ρουτίνα των ημερών, ήτανε λίγες.
Γέρνει ο ήλιος με διάχυτη ακόμα την ευωδιά των λουλουδιών μιας λυγαριάς κι ο νους πάλι φεύγει κατά τα καλοκαιρινά δικά του, χαλαρότερος ίσως, σε εποχές που αποφάσιζες με το διάτρητο επιχείρημα προς την υπόλοιπη οικογένεια, του «είμαι δεκάξι και αρκετά μεγάλος για να μπορώ να πάω τις πρώτες μου διακοπές», τους καβγάδες στο σπίτι, το πως διέφυγες με το πρωινότερο ΚΤΕΛ για το πρώτο σου ερωτικό φλερτ, που ζούσε σ’ άλλη πόλη και πήγαινες για να το βρεις, πριν ταξιδέψετε μαζί κατά Ιόνιο μεριά. Και θυμάσαι τις πρώτες σου ερωτικές συνευρέσεις, τις πρώτες νύχτες και τις πρώτες βόλτες πλάι σε μια συστάδα δέντρων, που άφηναν στο πέρασμά σου εκείνο το απαλό τους άρωμα, που μόνο όταν προχωρούσε η νύχτα εξασθενούσε.
Άλλες φορές πάλι μεγαλώνοντας, θυμάσαι παλιούς σου προορισμούς πιο μακρινούς, περισσότερο ξακουστούς ή θεαματικά όμορφους. Νησιά στις Κυκλάδες ή τα Δωδεκάνησα, που παρέμειναν ατόφια χαραγμένοι μέσα σου, την άνοιξη που ‘χε προηγηθεί, το χειμώνα που θ’ ακολουθούσε μετά, το ίδιο σου το ταίρι που άγγιζε το χέρι σου. Γιατί το ταίρι σου μπορεί ν’ άλλαξε από καλοκαίρι σε καλοκαίρι ώσπου να βρεις το οριστικό σου, αλλά οι μνήμες ήτανε προσωπικές σου και μοιρασμένες, ο νους έτσι κι αλλιώς με το πέρασμα του χρόνου, διαγράφει τις ανώφελες ώρες και φωτίζει για πάντα τις πιο σημαντικές.
Σου το ομολόγησα και στην αρχή: τα καλοκαίρια εκδηλώνουν έφεση στο να σου προβάλλουν μνήμες κι εικόνες, που σπάνια θυμάσαι, ενόσω τρέχεις για την επιβίωση ή το όνειρό σου. Φτάνει όμως πάντα η στιγμή κι η εποχή, που θα βρεθείς κάπου αλλού, ενόσω τα θερμόμετρα σαρανταρίζουν. Και τότε πάντα, η διαφυγή που τη διαδέχεται η θερινή ραστώνη, αφήνουν το πνεύμα να φύγει για λίγο πίσω. Κι όλα αυτά τα καλοκαίρια με τις εικόνες σου, είναι ίσως ότι ομορφότερο έχεις σκεφτεί κι έχει να κάνει με σένα.
• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
http://yannis-filippidis.blogspot.gr
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/giannis-filippidis.html