«Ένα νησί και μια τρυφερή παρέα, που έφεραν ένα βιβλίο γεμάτο ζωή»

Άνεμος Magazine 04/10/2013 0

Ena nisi

«Το νησί της ουτοπίας» (τίτλος του βιβλίου της Μάρως Λεονάρδου), συμβαίνει να ’ναι ένας τόπος μαγικός, αφού το ουτοπικό πάντρεμα ουρανού και γης, έφερε την Ουράνια Αφροδίτη. Κι είναι ενεργειακά τόσο δυνατός, που γεννάει συνεχώς νέα πράγματα, όπως καίρια μου τόνισε η Μάρω στον πρώτο παγωμένο φρέντο, αμέσως σχεδόν μετά την άφιξή μας στο νησί, πέρσι το καλοκαίρι, ρωτώντας με ταυτόχρονα, αν «έχω» μέσα μου, το θέμα του επόμενου βιβλίου, σημειώνοντας πως αν δε το ’χα, ίσως να το ’βρισκα, κείνες τις μέρες εκεί. Της είπα ότι είχα μια πολυκεντημένη ιστορία έξι προσώπων στα μισά και καλώς εχόντων θα τέλειωνε πριν τις αρχές του χειμώνα. Δυο-τρεις εβδομάδες μετά βέβαια εγώ, άφηνα την μυθιστορία μου στα μισά της και ξεκίναγα το αναρχικό σχέδιο της «Λούσιfair» με όση ανυποταξία με διδάξαν οι μέρες της απόλυτης ελευθερίας σε κείνο το νησί με την παραδεισένια θάλασσα και το δαίδαλο εικόνων κι οικισμών, όπου χαίρεσαι να χάνεσαι, γιατί αυτοξεναγείσαι  σε καινούργιες κορφές, που φορτώνουν παραπανίσια ενσταντανέ στη μνήμη της ψηφιακής μηχανής σου.

Αλλού θα σταθώ όμως σήμερα: σε κείνο το πρώτο βράδυ, που με τη Μάρω και την Ελίνα Γαλανοπούλου –που είχε κάνει τα αδύνατα, δυνατά, προκειμένου να βρεθούμε εκεί και να στήσουμε μια άξια νύχτα για το τρίτο «μωρό» της Μάρως, που έκανε το πρώτο του ταξίδι ως το αναγνωστικό του κοινό, που θα το ανακάλυπτε άνθρωπο τον άνθρωπο. Εκείνη τη νύχτα όμως, μετά από μια απολαυστική περαντζάδα στο παραλιακό Καψάλι της Χώρας των Κυθήρων, σταθήκαμε στο μπεστ οφ εστιατόριο, να δοκιμάσουμε τοπικές γεύσεις συνοδευόμενες από κρασί και τσιπουράκι.

Γιατί η γλυκιά αχλύ που φέρνει το αλκοόλ σε παρέες για να τη ζηλεύεις σαν τη δική μας, σύντομα έκαναν τις κουβέντες για τα βιβλία τα δικά μου και της Μάρως να τελειώσουν κι οι κεφάτες κουβέντες μας, κύλησαν σε διηγήσεις, αφηγήσεις κι ιδέες του καθενός από μας κάτω από έναν δροσερό καλοκαιρινό ουρανό. Κι είχαμε –αναδρομή στην αναδρομή- σπάσει το φράγμα του χρόνου, επιστρέφοντάς τον σε προηγούμενές μας δεκαετίες, σκέψεις, όνειρα που προέκυψαν αλλιώς, θαύματα μικρά που δεν αναμέναμε, αλλά αυτά τελικά συνέβησαν.
Και κάποια στιγμή ένιωσα κούραση από το πες-πες το δικό μου, που ’ναι του σεσημασμένου και πανφλύαρου συγγραφέα, έγειρα πίσω θυμάμαι, γέμισα πάγο και καυτό αλκοόλ το ποτήρι μου κι αφέθηκα να βουλιάξω για λίγα λεπτά στην αφήγηση της Ελίνας, ανάβοντας ένα τσιγάρο.

Δε θα σου πω το θέμα της αφήγησης της Ελίνας, γιατί δεν ήταν ένα, αλλά πενήντα σε ταυτόχρονη ανάπτυξη κι έφερε ακράτητα γέλια, νοσταλγία κι ειλικρινή συμπάθεια κάποιες στιγμές. Θα σου πω ωστόσο, ότι έχοντας σώες τις φρένες μου και μια χρόνια εμπειρία στον χώρο των βιβλίων και των εκδόσεων, κάτι διέκρινα, κάτι πολύ φωτεινό. Έτσι τη ρώτησα ευθέως:
«Ελίνα, γράφεις;»
«Ασταμάτητα!», μου απάντησε αυθόρμητα. Όσα διαβάζεις στο «Κυθηραίων Πολιτεία».
«Όχι άρθρα», έγινα πιο συγκεκριμένος, «άλλα κείμενα, λοιπά, πεζά» ξαναρώτησα, προσπαθώντας να μάθω αυτό που ήθελα και διέβλεπα. Το ότι έστω αυτό το πρωτότυπα φωτεινό μυαλό αρθρογραφούσε, που ’τρεχε με χίλιες πεντακόσιες στροφές το λεπτό, μου έδινε ελπίδες.
«Όχι», μου είπε, αλλά κάτι στην έκφρασή της, δε με απογοήτευε. «Μου το ’χουν πει κι άλλοι φίλοι, αλλά ως τώρα δεν…»
«Τότε ξεκίνα να γράφεις» είπα κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου, να επιμείνω, αν δεν πειθαρχούσε στην υπόδειξή μου. «Μ’ ελεύθερο νου ξεκίνα ένα οποιοδήποτε πεζό, το συντομότερο».

Κι η Ελίνα, όχι απλώς πειθάρχησε στην εμπιστοσύνη μου, που προσπάθησα να κάνω φανερή, αλλά ως το τέλος της σεζόν κι ενόσω εκτελούσε χρέη οικοδέσποινας στον μαγικό ξενώνα που διατηρεί στα Αλοϊζιάνικα –έχοντας υπέροχα αναστήσει ένα διπλό παλιό κτίσμα-  επεξεργαζόταν μέσα της, το θέμα, τον τρόπο, τα πρώτα κεφάλαια. Έχω μάλιστα την αίσθηση-πεποίθηση, ότι η Ελίνα χρειάστηκε πολύ λιγότερο χρόνο απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος κοινός συγγραφέας για να ερωτευθεί το πρώτο της θέμα, που ανακοίνωνε σε μένα επίσημα σα σχέδιο μαθήματος, λίγες μέρες μετά.

Κι όταν επέστρεψε στην Αθήνα, έχοντας βάλει «τις χώρες της σε τάξη» όπως θα ’λεγε κι ο Τ. Σ. Έλλιοτ, μετέτρεψε τα πρωινά του ελεύθερου χρόνου της το τραπέζι με το νούμερο οχτώ στο «Gaspar» του Νέου Ψυχικού σε προσωπικό της σεκρετέρ γραφείο. Μ’ ένα λάπτοπ που κατέγραφε μυστικά κι αλήθειες, η Ελίνα που σε ξελιγώνει στα γέλια στο βαθμό του να σε πιάνει αναπνευστικό ζήτημα ή να κυλάνε δάκρυα ευτυχισμένων στιγμών παρέας, είδε βήμα-βήμα και με φιλότιμο Ελίνας, το πρώτο της θέμα, που έφερε το γενικό χαρακτηριστικό τίτλο «Μια ζωή άντρες». Και για καιρό κατέγραφε εκεί τις μνήμες ενός κοριτσιού-γυναίκας στις σχέσεις της με το αντίθετο φύλο, αλλ’ αυτό ήτανε μονάχα η αφορμή.

Γιατί η ουσία ξετυλιγόταν λέξη-λέξη στις λεπτομέρειες, που χαρακτήριζαν τις σπονδυλωτές διηγήσεις. Κι έφεραν ένα ταξίδι που ξεκινάει πίσω στο χρόνο, αποτυπώνοντας καινούργια και ταυτόχρονα παλιά ασπρόμαυρα πλάνα από εποχές δικτατορίας, συνεχίζει με τις πρώτες σχολικές και μετασχολικές μικρές επαναστάσεις, μας ταξιδεύει παρέα με τη βασική ηρωίδα και τις αφηγήσεις της ως το διδακτορικό της σε μια άλλη χώρα, που έμελλε να καθοριστεί από την παρουσία μέσω της συγκατοίκησης ενός γκροτέσκ αθεράπευτα Οθωμανού συμφοιτητή της, φτάνοντας παρακάτω πιο κοντά μας ως την εποχή που η έννοια λαιφστάιλ είχε πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μας, αφού τότε ξετυλιγόταν στ’ αλήθεια το success story, που επαίρεται ο σημερινός πρωθυπουργός μας. Για τότε λέω, που ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιούμε, κρεμιόμασταν ακόμα και φευγαλέα από ανοιχτές οθόνες τηλεοράσεων και σελίδες περιοδικών που υπέβαλαν στιλ και άποψη «ελληνικού ονείρου», μπλέκοντας στη ζωή μας όσο ποτέ τη λέξη «μόδα» και άλλα τινά, όπως  χρηματιστήρια, δάνεια, ανέλιξη σε κάθε επίπεδο, συχνά και με το ανάλογο για τον καθένα μας, τίμημα.

Είχε απόλυτο δίκιο η Μάρω. Τα Κύθηρα –είμαι βεβαιωμένος- έχουν στ’ αλήθεια ενέργεια που εμπνέει τη δημιουργία. Κι αν δεν ήταν ευκρινώς η «Λούσιfair» σαφές γέννημα των ημερών μου στο νησί, σίγουρα ήταν ο χώρος και ο τόπος της αρχικής έμπνευσης του πρώτου βιβλίου της Ελίνας –και του δεύτερου θα σου μαρτυρήσω εγώ– που κυκλοφορεί αυτή την εποχή, ντυμένο μ’ ένα θελκτικό ρούχο-εξώφυλλο, φουλ από τρυφερότητα, οξύνοια στην καταγραφή, στιγμές ακράτητου γέλιου, αλλά και πολύ συναίσθημα. Κι ίσως μιλάμε για το ίδιο νησί, που γέννησε στα σίγουρα τη σκέψη για το τέταρτο μυθιστόρημα της Μάρως –κρατώ κρυμμένα φυλαχτά και ντοκουμέντα- που έρχεται ολοταχώς με τον «Άνεμο» με τις πρώτες φθινοπωρινές  δροσούλες.

Σχετικοί σύνδεσμοι:
https://www.facebook.com/ElinaGalanopoulou.AnemosEkdotike?ref=ts&fref=ts
http://www.kythirionpolitia.gr/
https://www.facebook.com/pages/SOS-Save-Our-Souls-Σώστε-τις-ψυχές-μας-Μάρω-Λεονάρδου-Άνεμος-εκδοτική/313756708697621?fref=ts

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *