Ήταν ψηλός, ξερακιανός, με βαθουλωμένα μάγουλα. Είχε μόνιμα καρφωμένο στο στόμα ένα γλυκόπικρο χαμόγελο και δυο μάτια κολυμπήθρες του Σιλωάμ. Ζούσε μονάχος σε μια παλιά μονοκατοικία στα Κάτω Πετράλωνα, περιστοιχισμένος απ’ την οργιώδη βλάστηση του μικρού του κήπου. Κανείς δεν ήξερε τι έκανε τα πρωινά. Όσο νωρίς κι αν ξυπνούσαν οι γείτονες, εκείνος είχε ήδη φύγει, άγνωστο για που. Δεν τον είδαν ποτέ στη στάση του λεωφορείου, αλλά ούτε και φαινόταν άνθρωπος που έχει αυτοκίνητο. Φορούσε σκούρα παλιομοδίτικα ρούχα χειμώνα-καλοκαίρι και τους σκανδάλιζε τ’ απογεύματα, με το να κάθεται ώρες στην αιώρα του κήπου, μη κάνοντας απολύτως τίποτα. Και να πεις ότι παρατηρούσε κανέναν; Ούτε τα ονόματα των γειτόνων δεν ήξερε. Και γιατί να τα ξέρει δηλαδή, αφού δεν τους μιλούσε ποτέ; Που και που όμως έγνεφε σα να χαιρετούσε μερικούς απ’ αυτούς. Αλλά και πάλι, δεν ήταν σίγουρο.
Άφηνε πάντα ολάνοιχτα τα παράθυρα και φαινόταν έτσι τα λιγοστά έπιπλα των δωματίων. Μόνο αυτά, όμως. Γιατί κατά τ’ άλλα, ούτε φωτογραφίες υπήρχαν πουθενά, ούτε ενθύμια από ταξίδια, ούτε βιβλία, ούτε κάδρα. Ακόμα κι αν έσπαζες το κεφάλι σου να βγάλεις συμπέρασμα για τη ζωή του, τίποτα δεν θα κατάφερνες. Έμοιαζε σα να μην έχει ζωή. Ίσως μάλιστα ούτε λέξη ανθρώπου να μην είχε ακουστεί ποτέ στο σπίτι του, αφού κανείς δεν τον επισκεπτόταν. Κι οι γείτονες όσο κι αν κρυφάκουσαν, δεν τον τσάκωσαν να μιλάει μόνος του…
Μοναδική εξαίρεση σ’ όλο το σκηνικό, κάτι γράμματα που λάβαινε συχνά-πυκνά. Γράμματα από διάφορους ανθρώπους κι από πολλά μέρη του κόσμου. Αν δεν ήταν ο κυρ-Κώστας, -ο ταχυδρόμος ντε-, ακόμη θα νόμιζαν ότι είναι ξένος. Όμως όχι, εκείνος τους το ΄πε καθαρά: Μανούσο τον λένε. Έλληνας είναι οπωσδήποτε. Αλλά και Κανένα να τον λέγανε πάλι αυτό δε θ’ άλλαζε τίποτα.
Το χειμώνα, όταν τα σύννεφα κατέβαιναν χαμηλά κι ο ορίζοντας έκλεινε, καθόταν στο περβάζι, στο παράθυρο και κοίταζε τη βροχή. Ήρεμος, ανέκφραστος. Σα να μην περίμενε πια καμιά έκπληξη. Λες και τα ερωτήματά του είχαν προ πολλού απαντηθεί.
Πρωτόρθε στα Κάτω Πετράλωνα πριν δυο χρόνια περίπου. Προσπάθησαν τότε οι γείτονες να τον πλησιάσουν, αλλά μάταια. Του μιλούσαν αλλά ήταν σα να μην τους άκουγε ή σαν να μην τον ενδιέφερε να τους ακούσει. Έτσι αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Στου κουφού την πόρτα… Οπωσδήποτε είχε κάτι να κρύψει. Αν ήταν καλός άνθρωπος το σπίτι του θα’ ταν ανοιχτό. Όπως το δικό τους. Αλλά δεν.
Ο καθένας πίστευε λοιπόν ό,τι ήθελε γι’ αυτόν τον ακατανόητο. Με το που φαινότανε πάντως κάνας αστυνομικός στη συνοικία, ο νους τους στο ίδιο πρόσωπο πήγαινε. Και για να λέμε την αλήθεια, πολύ απογοητεύονταν όταν το όργανο της τάξης ξεμάκραινε, χωρίς ν’ ασχοληθεί ούτε λεπτό μαζί του. Κάτι τέτοια βλέπανε και σηκωνότανε η τρίχα τους. Εμ εκεί που κατάντησε η αστυνομία, πως να μην είναι όλοι οι κακούργοι στην «απ’ έξω»;
Πάντως είχαν αποκτήσει οι ώρες τους ενδιαφέρον με το να τον σχολιάζουν νυχθημερόν. Αυτό όμως δεν ήταν απ’ τα πράγματα που θα παραδέχονταν ποτέ. Μόνο, μερικές φορές περνούσε απ’ το μυαλό τους η σκέψη σαν ενοχλητική μύγα την ώρα της μεσημεριανής ξεκούρασης… Κι έκαναν έτσι δα με το χέρι τους και την απόδιωχναν. Χωρίς τύψεις.
Όταν το πρώτο απόγευμα μετά από μήνες δεν τον είδαν στην αιώρα, παραξενεύτηκαν. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν κλεισμένα με το μάνταλο, φάκα. Κι απ’ το μικρό άνοιγμα που σχημάτιζαν οι γρίλιες δε φαινόταν καμιά κίνηση. Ούτε το βράδυ άναψε μέσα φως, ούτε ακούστηκε κανένας θόρυβος. Απόλυτη σιωπή.
Όλοι στη γειτονιά κοιμήθηκαν ανήσυχα εκείνη τη νύχτα. Με το που ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, άρχισαν τα ψου-ψου να δίνουν και να παίρνουν. Δεν έλειπε ποτέ και το πρόγραμμά του ήταν συγκεκριμένο όσο να πεις. Γι’ αυτό τους παραξένεψε τόσο εκείνη η απουσία. Δεν μπορεί σκεφτόταν, κάτι κακό θα συμβαίνει. Ο νους τους πήγαινε σε αρρώστια ή, ακόμα χειρότερα, σε θάνατο. Κοίταζαν το παράθυρο. Μισόκλειστο, όπως ακριβώς και χτες. Ολόκληρο «συμβούλιο» έγινε μπας και βγάλουν άκρη, αλλά δεν ήταν εύκολο. Τελικά ένας-δυό πήραν πρωτοβουλία και προέτρεψαν και τους άλλους να περιμένουν. Να δείξει το πράγμα…
Κι όμως. Κάποιος τους, πέρασε το κατώφλι του ξένου σπιτιού στα σκοτεινά. Γιατί η νύχτα δυστυχώς ή ευτυχώς, όλους τους κρύβει. Και σπλαχνικούς και ξεδιάντροπους. Σημασία έχει πως το άλλο πρωί, αν μη τι άλλο, έμαθαν ότι εκείνος δεν ήταν μέσα. Τώρα, ποιος το πρωτόπε σε ποιον; Άγνωστο. Κανείς Δε θυμόταν. Ή βρε αδερφέ, κανείς δεν ενδιαφερόταν να θυμάται. Αυτά θα κοίταζαν;
Έπειτα -θα πέρασε μια βδομάδα- αποφάσισαν να μπουν όλοι μαζί. Να δουν τι συμβαίνει. Κι αν ήταν απαραίτητο, να ειδοποιήσουν την Αστυνομία. Να τον αναζητήσουν… Τι κι αν δεν τους έδινε σημασία ποτέ; Σαν πιστοί Χριστιανοί, είχαν χρέος να νοιαστούν. Κάτι τέτοιο είχε κάνει κι ο Καλός Σαμαρείτης. Το θυμόταν απ’ αυτά που τους διάβαζε ο παπάς τις Κυριακές. Μερικοί βέβαια ψέλλισαν ότι ίσως δεν ήταν σωστό αλλά προτίμησαν απλώς να απέχουν. Το βρήκαν προτιμότερο απ’ το να τα βάλουν με τους πολλούς, που ήδη άρχισαν να μπαίνουν…
Έτριξε η καγκελόπορτα του κήπου, σα να διαμαρτυρόταν για τις τόσες παρουσίες. Έτριξε και το μάνταλο του παραθυριού αλλά άνοιξε. Τα τζάμια ήταν σπασμένα. Θρύψαλα. Το σπίτι τους παραδόθηκε κι άρχισαν το σουλάτσο στα σπλάχνα του. Έψαχναν σαν μανιακοί. Μαζί κι ο κυρ-Κώστας, ο ταχυδρόμος.
Όλα πέρασαν απ’ τον έλεγχό τους: τα λιγοστά του κατσαρολικά, τα τριμμένα του ρούχα, τα μπουκάλια με τα φάρμακά του. Όλα. Δεν τους ευχαρίστησε τίποτα απ’ αυτά όμως, γιατί τίποτα απ’ αυτά δεν τους βοήθησε να τρυπώσουν στη ζωή του. Συνέχισαν να ψάχνουν. Πιο εντατικά. Σαν τα όρνια που γυρεύουν πτώματα. Δεν ήταν παράξενο λοιπόν που άφησαν ένα στεναγμό ανακούφισης, όταν επιτέλους τα βρήκαν. Φώναξαν τον κυρ-Κώστα, που έμεινε άναυδος. Όλα τα γράμματα που του ‘φερνε τόσους μήνες με τα χέρια του, ήταν εκεί. Στη μαξιλαροθήκη τα είχε. Ανέγγιχτα! Κλειστά!
Ένα σούσουρο σκέπασε όλους τους άλλους θορύβους. Μα τι είδους άνθρωπος ήταν; Ακούς εκεί να μην ανοίγει τους φακέλους. Που ξανακούστηκε; Να λαβαίνεις ένα γράμμα και να το κρατάς κλειστό; Να μη λαχταράς να μάθεις τα νέα που σου φέρνει, τις λύπες και τις χαρές εκείνων που σου γράφουν. Που ξανακούστηκε;
Δεν το σκέφτηκαν καθόλου. Ο καθένας τους άρχισε ν’ ανοίγει κι από ένα. Καυγάδες γίνονταν δε για τους φακέλους που είχαν γυναίκα αποστολέα. Εμ, εκεί ήτανε το ζουμί. Στη μάνα και στις φιλενάδες. Διάβαζαν, διάβαζαν κι η ανησυχία τους μεγάλωνε μην και δεν προλάβουν να τα διαβάσουν όλα. Είχαν τη μοναδική ευκαιρία να μάθουν. Να χώσουν τα δάχτυλα και τα μάτια τους αδιακρίτως στα μυστικά του. Δε θα την άφηναν φυσικά να πάει χαμένη.
Απ’ την άλλη όσο διάβαζαν, τόσο πιο δυνατοί αισθανόταν. Γιατί σαν κι αυτούς ήταν κι εκείνος. Καθρέφτης τους. Τους έκανε καλό που το μάθαιναν, μετά από τόσο καιρό που ζούσαν με την αγωνία του. Και θα’ ταν σχεδόν ευτυχισμένοι αν δεν… εμφανιζόταν από κάπου στα ξαφνικά. Εμφανίστηκε όμως. Κι η καγκελόπορτα δεν έτριξε για να τους ειδοποιήσει. Τους έπιασε στα πράσα. Τα κατάλαβε όλα με μιας.
Οι γείτονες πάγωσαν. Κατάπιαν τη μιλιά τους. Ποιος ξέρει. Μπορεί και να τους σκότωνε ο αφιλότιμος. Όλα πρέπει να τα περιμένει κανείς από έναν τέτοιο άνθρωπο. Ο χρόνος έμοιαζε να ’χει πετρώσει. Τα δευτερόλεπτα τους έγδερναν σαν ανάποδα δίσεκτα χρόνια. Αργά-αργά.
Όταν εκείνος πια αποφάσισε να προχωρήσει προς το μέρος τους, έκαναν πίσω φοβισμένοι. Άπλωσε το χέρι… και τα μάτια τους πετάχτηκαν έξω απ’ τις κόγχες. Ύστερα… τους χαιρέτησε όλους με τα ονόματά τους, ο μπάσταρδος! Όλους. Και τον κυρ-Κώστα. Τελείωσε, κι έσκυψε το κεφάλι, Σα να ντρεπόταν, Σα ν’ αηδίαζε. Αλλά το χαμόγελο, χαμόγελο. Σκοτεινό και σαρδόνιο, όπως κι η αφεντιά του.
Ξεχώρισε ήσυχα μετά χωρίς να βιάζεται μόνο τους κλειστούς φακέλους, -τους λιγοστούς που είχαν απομείνει-, τους έχωσε στη φαρδιά τσέπη του μαύρου του παλτού και βγήκε. Ούτε πίσω του κοίταξε. Μόνο η καγκελόπορτα έτριξε.
Έκαναν ώρα να μιλήσουν. Και τι να έλεγαν; Ήταν τέτοια η έκπληξη και η οργή τους, που καμιά φράση Δε θα μπορούσε να περιγράψει ότι ένιωθαν. Ακούς εκεί να τους χαιρετήσει με τα ονόματά τους το καθίκι, ο υποκριτής. Σουλατσάριζε μπρος τους σαν παρθένα χαμηλοβλεπούσα κι όλα τα παρατηρούσε απ’ την αιώρα του ο τσόγλανος. Και ας σφύριζε αδιάφορα.
Το μίσος που κυριάρχησε στη γειτονιά για καιρό ήταν τέτοιο, που πολλοί έλεγαν ότι αν περνούσε από κει να πάρει τα υπόλοιπα πράγματά του, κανείς δε θα τον γλύτωνε απ’ τα χέρια τους. Αλλά δεν πέρασε. Ξεχάστηκε με τον καιρό το περιστατικό. Μόνο να, ύστερα από μήνες κάποιος τον είδε στην Κοκκινιά. Ήταν ξαπλωμένος σε μια αιώρα. Στην αυλή μιας μικρής μονοκατοικίας με κήπο. Φορούσε τα ίδια παλιομοδίτικα ρούχα, κι όπως είπαν οι γείτονες, λάβαινε κάτι γράμματα που και που. Σχέσεις πάντως, με κανέναν δεν είχε.
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/aikaterini.tempeli
http://aikaterinitempeli.wordpress.com