«Στο σταθμό» • Χριστίνα Αυγερινού

Άνεμος Magazine 04/07/2013 0

sto stathmo

Στο Σταθμό…

5.14π.μ.
Στέκει εκεί, στην άκρη της αποβάθρας, ακλόνητος, κάπως καμπουριασμένος. Γύρω του σχέδια στοιβαγμένα σ’ αποσκευές κι ένα μπουφάν πάνω τους άτσαλα πεταμένο. Ιούνης, 18. Δεν το ‘χε να το φορέσει, μα… δε χωρούσε σε κείνον το σάκο με τα φρεσκοπλυμένα του όνειρα και τους ατσαλάκωτους φόβους. Κοιτά το ρολόι. Όπου να ‘ναι το τρένο θα μπει στο σταθμό. Τότε κι Αυτός με τη σειρά του θα επιβιβαστεί για το νέο ξεκίνημα, όπως τόσα στα χρόνια.
«Τα λέμε…», είχε πει. Ανοησίες! Σε λίγη ώρα θα βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά από τούτη την πόλη, για να ‘ναι «Tα λέμε…».
Κοιτά το ρολόι ξανά. Κολλημένοι οι δείχτες στο ίδιο σημείο, στην ίδια, άδεια στιγμή. Βγάζει απ’ την κωλότσεπη τη θήκη με το καπνό. Χαρτάκια, φιλτράκια, όλα εδώ φυλαγμένα. Στρίβει το τσιγάρο του νευρικά, στραπατσαρισμένο, σαν τη ζωή του, πάντα. Χαμογελά. Το βάζει στο στόμα. Αναπτήρας; Τ’ ανάβει.

Η ανάσα του ξερνά αλκοόλ, τ’ αλκοόλ της προηγούμενης νύχτας. Λεπτό δεν κοιμήθηκε κι είχε κιόλας χαράξει. Δύσκολη νύχτα, λένε, η τελευταία…

5.17π.μ.
Ακούει το σφύριγμα, το τρίξιμο στις ράγες, τη μηχανή. Το τρένο μπαίνει στο σταθμό τυλιγμένο, θαρρεί, σ’ έναν ανυποψίαστο, γκρίζο αχνό. Όλα μια εντύπωση τελικά, συλλογιέται…
Πετά το τσιγάρο, το πατά για να σβήσει. Τέλος. Τόσο απλά… τέλος… και δυο λυγμοί μαζί του στραγγαλισμένοι.
Ανυπόφορη φασαρία τού τρυπάει τ’ αυτιά. Κόσμος πάει, έρχεται, κουβαλά… αποχαιρετά.
Μα Αυτός θυμάται…
«Καλό ταξίδι…».
Σιωπή. Τι θα μπορούσε τάχα να είχε αποκριθεί; Κάτι, κάτι λιτό, που να ‘χει ουσία… Γαμημένοι αποχαιρετισμοί! Μια αλήθεια ήθελε μόνο, μια αλήθεια συνηθισμένη. Μια αλήθεια σαν τη χθεσινή, σαν να υπήρχε κι αυριανή… κι ένα φιλί.
Είχε χωθεί στο ταξί. «Σταθμό ΟΣΕ», πρόλαβε τον ταρίφα, ξενύχτη ξένο της γνώριμης διαδρομής. Είχε φύγει δίχως άλλη ματιά, δίχως υπόσχεση… ούτε «αντίο».

5.19π.μ.

Το τρένο ανοίγει τώρα τα μέσα του πρόθυμο να σφαλίσει τους παράξενους ταξιδιώτες. Κόσμος βρίζει, γκρινιάζει, σπρώχνει, τραβά. Μια φωνή του μιλά, δεν την προσέχει.
Παγωμένος στέκει εκεί, στην άκρη της αποβάθρας, ν’ απορεί, ίσα ν’ απορεί… «γιατί;» βουλιαγμένο στο χάος. Τόση βουή… για τι; Για έναν προορισμό… και τι;
«Μόνος…». Άλλη μια φορά μόνος με τα μπαγκάζια του συντροφιά. Χωρίς επιλογή, μόνος με τα μπαγκάζια του συντροφιά.
Το εισιτήριο; Τ’ αναζητά, στη τσέπη του τζιν θα ‘ναι κάπου χωμένο. Τσεκάρει βαγόνι και κάθισμα. Όλα «εν τάξει», προς αναχώρηση, ήρθε η ώρα. Σκύβει να πιάσει τους σάκους, φορτώνεται κι έτσι κάπως κινά για τα δικά του σκαλιά, πάντα ψυχρά, να τ’ ανέβει.
Σταματά, μισή πνοή, ευχή και μια μνήμη… μ’ αντίρροπη πάλι τη συνήθη πορεία.

5.28π.μ.
Μουσική δυνατή παίζει στ’ ακουστικά, μην σκέφτεται, μη νιώθει, μη θυμάται τίποτα πια. Ψέμα! Γερμένος στο παράθυρο σα μυστικό ψιθυρίζει αγαπημένο και των δύο τραγούδι.
«Κι αν…». Σφράγισε τα χείλη με τα δάχτυλα απαλά.
«Σώπα…», μονάχα είχε πει.
«Κι αν…», αναρωτιέται τώρα Αυτός.
Μια σκιά τον κοιτά, πλάνη του, πίσω απ’ το τζάμι που ιδρώνει.
Ακούω το σφύριγμα, το τρίξιμο στις ράγες, τη μηχανή. Σχίζουν τα τύμπανα, τα σπλάχνα, η καρδιά.
«Μη… Μείνε…», σιγώ.

Όλα θαμπώνουν, μικραίνουν, απομακρύνονται, ως να σβήσουν ξανά στον ορίζοντα… εκείνου του πρωινού.

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/christinaavgerinou?fref=ts

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *