«Hasta la Victoria siempre?» • Πολύμνια Κοσσόρα

Άνεμος Magazine 08/08/2013 0

Hasta la victoria

Απόλυτη ησυχία στη νυχτερινή πτήση ΙΒ 6620 Αβάνα-Μαδρίτη. Η καμπίνα συσκοτισμένη, οι επιβάτες φαίνεται να κοιμούνται. Εγώ όμως δεν μπορώ να κλείσω μάτι, με έναν ανεμοστρόβιλο στο μυαλό από εικόνες. Είμαι πολύ αναστατωμένη από την εμπειρία ζωής που λέγεται ταξίδι στην Κούβα. Από αύριο, όταν θα με ρωτούν «πώς περάσατε;», μάλλον θα λέω ένα ανούσιο «καταπληκτικά!», ενώ θα είναι τόσα που θα ήθελα να μοιραστώ! Το αποφάσισα! Αύριο κιόλας το πρωί, πριν ανοίξω καν τις βαλίτσες, θα καθίσω να βάλω στο χαρτί τη μεγάλη εικόνα, μήπως μπορέσω να βγάλω συμπέρασμα μέσα από το πολύχρωμο κουβάρι εικόνων και σκέψεων που με βασανίζει.
Θα γράψω για τους ανθρώπους της Κούβας. Την ανείπωτη στέρηση αγαθών που βιώνουν και που σε αφήνει, εσένα τον μέσο Ευρωπαίο,  άφωνο. Θα γράψω για το μεγάλο, συλλογικό παράπονο τους, το Αμερικάνικο εμπάργκο, στο οποίο επιρρίπτουν, σωστά ή λάθος, συμπυκνωμένες όλες τις αιτίες της φτώχειας τους. Η Κούβα εκτίει για πάνω από 40 χρόνια μια άδικη και παράλογη ποινή, ποινή χωρίς ορισμένη διάρκεια, χωρίς ορατό τέλος.  Φέρνω στο νου μου το ασκητικό πρόσωπο του Ουμπέρτο, του  ντόπιου ξεναγού μας, τα λόγια του.
«Εγώ δεν είχα καν γεννηθεί όταν επιβλήθηκε το εμπάργκο, δεν έχω καμμία σχέση μ’ αυτό, κι όμως το αισθάνομαι κάθε μέρα στο πρωινό μου, το αισθάνομαι στο μεσημεριανό μου, στο δείπνο μου. Το ίδιο και οι δυο κόρες μου».
Η οικογένεια του Ουμπέρτο, όπως και όλος ο πληθυσμός της Κούβας τρέφεται με δελτίο που εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες τα απολύτως απαραίτητα και σε προκαθορισμένες ποσότητες από τα ειδικά μαγαζιά που λειτουργούν σε κάθε γειτονιά. Δυό φορές το μήνα κοτόπουλο ή ψάρι, ακόμη πιο αραιά κρέας, άφθονο ρύζι και φασόλια, γάλα για τα παιδιά μόνο μέχρι τα έξη χρόνια τους. Από εκεί και πέρα μόνο γιαούρτι σόγιας. Μπήκαμε σε ένα τέτοιο μαγαζί της Τρινιδάδ. Μισοάδεια ράφια με λίγα κουτιά γάλα εβαπορέ, πιο κάτω τσουβάλια με χύμα όσπρια και ρύζι και στον τοίχο κρεμασμένος ένας πίνακας όπου με κιμωλία προαναγγέλονται οι αφίξεις διαθέσιμων αγαθών.
Την πιο δυνατή γροθιά στο στομάχι στην δίνουν ωστόσο οι διαλυμένες δημόσιες συγκοινωνίες μέσα στις πόλεις, αλλά και στην ύπαιθρο, λόγω έλλειψης αυτοκινήτων. Κάθε λογής και επινόησης οχήματα, καρότσες που σέρνει ένα άλογο και μεταφέρουν πέντε-δέκα πολίτες, κι εκείνες με δύο άλογα για καμμιά εικοσαριά επιβάτες, αυτοσχέδιες τεράστιες ρυμούλκες με πάγκους και πλήθος στριμωγμένων ορθίων που τις σέρνουν φορτηγά. Σαραβαλιασμένα λεωφορεία από τις  δεκαετίες του 50 και 60, άνθρωποι στριμωγμένοι σε παμπάλαια φορτηγά μεταφοράς ζώων, να λιώνουν  κάτω από τις καυτές λαμαρίνες της οροφής, με μικρές τρύπες για παράθυρα, από όπου μπορείς να διακρίνεις τα σιωπηλά καρτερικά πρόσωπα. Στους αυτοκινητόδρομους της επαρχίας, κάτω από κάθε γέφυρα, πλήθος ανθρώπων με πρόχειρα γραμμένα χαρτονάκια στα χέρια με ονόματα προορισμών να περιμένουν για ώρες –ίσως και μέρες;–  κάποιο όχημα. Οι πιο παραιτημένοι ξαπλωμένοι στα κράσπεδα του δρόμου λαγοκοιμούνται και μοιάζουν με πτώματα, θύματα ενός παράλογου πολέμου. Τα μόνα σύγχρονα αυτοκίνητα της Κούβας προορίζονται για τον τουρισμό, την βαρειά  βιομηχανία της χώρας. Όσο για τις περίφημες λιμουζίνες της Αβάνας, δεν θα μπορούσαν να βρεθούν πιο επινοητικοί  μηχανικοί στον κόσμο για να κάνουν αυτές τις ερειπωμένες κούκλες λειτουργικές χωρίς κανένα κατάλληλο ανταλλακτικό! Ένα μαγικό ηλιοβασίλεμα στην Αβάνα κάναμε βόλτα με μια ετοιμόρροπη ροζ φούξια Φορντ κονβέρτιμπλ του 1957, με τον αέρα να μας ανεμίζει τα μαλλιά και τον περήφανο οδηγό της να μας κλείνει το μάτι δείχνοντας τον κινητήρα, « new, Isuzu diesel!»
Να μη ξεχάσω να γράψω ακόμη για τα κτίρια της παληάς Αβάνας. Ένα  πανηγύρι ανάμιξης ρυθμών και χρωμάτων, το Ισπανικό στυλ πλάι στο μπαρόκ, το νεοκλασσικό πλάι στο αραβικό, όλα πια ασυντήρητα, σχεδόν ετοιμόρροπα. Μοιάζουν με παλιές καλλονές του κινηματογράφου που γριές αφτιασίδωτες πια, παραιτημένες, περιμένουν μελαγχολικά το τέλος.

Δεν είμαι αφελής. Γνωρίζω πόση φτώχεια και εξαθλίωση υπάρχει στη γη. Τί είναι λοιπόν αυτό που ξεχωρίζει την Κούβα από άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου; Γιατί μας κάνει τόση εντύπωση εδώ η ένδεια, η στέρηση; Είναι γιατί εδώ η φτώχεια συνυπάρχει με τη μόρφωση, τον πολιτισμό, την οργάνωση, την αξιοπρέπεια και συνάμα με μια καρτερία που δεν ξέρεις αν εκφράζει ελπίδα ή παραίτηση. Εδώ δεν υπάρχει πια αναλφάβητος, όταν μέχρι και τη δεκαετία του 60 πάνω από τα τρία τέταρτα του πληθυσμού δεν  ήξερε γράμματα. Μεγάλα Πανεπιστήμια σε κάθε επαρχία, βιβλιοθήκες, κάθε κωμόπολη και το νοσοκομείο της. Η χώρα έχει τον χαμηλότερο δείκτη βρεφικής θνησιμότητας στον κόσμο και εξάγει γιατρούς σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ανταλλάσοντας τους με πετρέλαιο!
Μέσα στη φτώχεια και η χαρά της ζωής, που την βλέπεις παντού γύρω σου. Στο ερωτικό αγκάλιασμα των νέων ζευγαριών, στα πλήθη των ανθρώπων που βγαίνουν για σεργιάνι το Σαββατοκύριακο στη Μαλεκόν, την παραλιακή λεωφόρο των επτά χιλιομέτρων της Αβάνας, ακουμπούν  στα κράσπεδα για ώρες, συζητούν, γελούν, φιλιούνται…
Θα γράψω οπωσδήποτε και για τα παιδιά της Κούβας. Τα χαρούμενα στολισμένα κοριτσάκια που χορεύουν με  καμαρωτό παράστημα στην Πλάζα ντε Άρμας της Αβάνας. Τους μαθητές που σχολάνε ατά τις τέσσερις και μισή και ξεχύνονται στους δρόμους και τις πλατείες, θορυβώδες πολύχρωμο μελίσσι, με σακίδια στην πλάτη και τις όμορφες στολές τους.  Δεν είδα κανένα παχύσαρκο παιδί στην Κούβα κι όλες οι παρέες μικτές στο χρώμα της επιδερμίδας.
Θα γράψω οπωσδήποτε και για τη μουσική. Εδώ η μουσική είναι παντού.  Μεταγγίζεται και σε σένα με ύπουλα μικρά κύματα στην αρχή, μέχρι να σε καταλάβει ολόκληρο, ψυχή και σώμα, ειδικά μετά απο κάνα δυο ντάκιρι ή μοχίτο. Ζωντανή μουσική παντού με κύρια όργανα τα κρουστά και την κιθάρα. Από τα προεπαναστατικά μπαρ της Αβάνας με το σκαλιστό σκούρο ξύλο και την μαρμάρινη μπάρα, μέχρι τα άσημα καφενεία του Σιενφουέγκος, τα περίπτερα στη Σάντα Κλάρα και τα όρθια γεροντάκια στο λιθόστρωτο σοκάκι του Τρινιδάδ. Ο ερωτισμός της ρούμπας, η χαρά της ζωής του μάμπο, η νοσταλγία του μπολέρο, οι μνήμες των αλυσοδεμένων σκλάβων της κόνγκα, παντού ρυθμός και μελωδία γυμνή, ανεπιτήδευτη.
«Πατρίδα ή Θάνατος», «Patria o Muerte», το σύνθημα του Φιντέλ, με το οποίο αντέχει ακόμη σήμερα και ζει η Κούβα. Εννοείται μια Πατρίδα ελεύθερη κι ανεξάρτητη ή ένας Θάνατος ηρωικός στα πεδία της μάχης. Μέσα από μια ταλαίπωρη πορεία τόσων χρόνων από την Επανάσταση, έχω την εντύπωση ότι σήμερα η Κούβα προσπαθεί να βρει σημείο ισορροπίας κάπου ανάμεσα στα δύο ηρωικά άκρα, ενώ η μάχη δίνεται πια για την καθημερινή επιβίωση. Ήθελα να ρωτήσω απλά και ξεκάθαρα τον Ουμπέρτο, ποιά είναι σήμερα η προοπτική, ποιά είναι η ελπίδα του λαού, τί περιμένουν να συμβεί. Ντράπηκα ωστόσο, εγώ η καλοθρεμένη τουρίστρια, σεβάστηκα την χαμηλόφωνη αξιοπρέπεια της λιπόσαρκης παρουσίας του.
Κι απ’ την άλλη αναρωτιέμαι με δέος, κάτω από ποιές συνθήκες, σε ποιόν τόπο, σε ποιόν αιώνα, θα βρεθούν ξανά ογδόντα «τρελοί» με έναν παθιασμένο αρχηγό, να βγουν από μια βάρκα για να αλλάξουν την μοίρα μιας χώρας; Και πότε πάλι, από ποιά νέα Σιέρρα Μαέστρα, θα ξεκινήσουν εκατό σαράντα ρακένδυτοι, ξυπόλητοι με τον Κομαντάτε τους, αποδεκατιζόμενοι από τυφώνες, από αρρώστιες, από την πείνα, για να ανοίξουν έναν δρόμο στο όνειρο; Έστω, στην ουτοπία.

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/polymnia.kossoras?fref=ts
https://www.facebook.com/AnoxeidotiMnimi?fref=ts

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *