Πέρασε ένας ολάκερος χρόνος. Δίπλα της. Γι’ αυτόν ο καλύτερος χρόνος της ζωής του. Μέσα στο τέλμα της καθημερινότητας ξεπρόβαλλε αυτή που με τα μάτια της τον καθήλωνε. Αν και σπάνια την κοιτούσε κατάματα. Τον ανάγκαζε να χαμηλώσει.
Δεν αντέχει να αναμετρά την κάθε στιγμή. Να αγναντεύει το χρόνο και να μελετά το κάθε βήμα κοντά της. Την ύστερη ώρα θυμάται. Τότε που έμαθε πως ο καιρός της κοντεύει. Θα πάρει τα αστέρια της και τον αργαλειό της και θα κινήσει γι’ αλλού. Η κουστωδία της θα την συνοδεύσει σε άλλα σύνορα. Σκεφτόταν μιαν αναχώρηση με πάταγο. Ήξερε πως κι ετούτη θα ήταν ίδια με τον ερχομό της. Ξαφνική και ηλιόλουστη. Μόνον που τότες ήρθε ο ήλιος, τώρα θα φύγει. Τις στιγμές που ζήσανε, και να το ήθελε, δε θα της πάρει μαζί της.
Μη θαρρείς. Αυτός καιγόταν δίπλα της. Το δάσος του για πρώτη φορά πήρε φωτιά και φλεγόταν ολάκερο. Το σπίτι της ζωής και των ονείρων του, εκείνο που έκτιζε με τα χρόνια, γκρεμίστηκε συθέμελα. Τώρα άρχιζε να κτίζει άλλο. Θεμέλιο το σώμα της κι όλα στην ομορφιά του είχαν κι από κάτι της. Ήλιος το πρόσωπό της και αστέρια δυο φωτεινά μάτια. Φεγγαρόφωτη την είπαν άλλοι.
Δεν τον ένοιαζε το θέλω της. Απόμακρο στεκόταν. Σαν να μην τον αφορούσε. Για τα άλλα όλα κρεμόταν από τα χείλη της. Για το πώς τον έβλεπε και τι επιζητούσε δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ήταν μια κουκίδα στον χάρτη των ονείρων της. Δεν την απασχολούσε η ύπαρξή της. Δεν επιζητούσε παρά την ησυχία της. Αυτός ήταν στην καλύτερή του περίοδο. Άρχιζε τη νέα του ζωή και του αρκούσε να τη βλέπει. Δεν της ζήτησε τίποτε άλλο. Να τη βλέπει. Τρεις φωτογραφίες της κλεμμένες από το διαδίκτυο και με αυτές άνοιγε η οθόνη του. Και η μέρα του. Του χαμογελούσαν για λίγο και ξεκινούσε αλλοπαρμένος.
Ένας ολάκερος χρόνος. Όχι ο καλύτερος της ζωής του, μα η ζωή του. Είπε να βάλει τις στιγμές του χάντρες σε ένα κομπολόγι μα αυτό θα γινόταν απέραντο φέγγους. Είπε να ζωγραφίσει στιγμές μα αυτό δεν θα είχε κανένα νόημα. Όλα είναι μέσα του τόσο φωτεινά: τώρα απλώνεται πάνω στο γραφείο της, εκεί τεντώνει το λαιμό της, εκείνη τη στιγμή μαδάει τα χέρια της, την άλλη αφήνει το άρωμά της, τότε τίναξε τα μαλλιά της, την άλλη τα έπλεξε και άφησε το λαιμό της ακάλυπτο. Δε θέλει να αρχίσει γιατί κατέχει πως με τις ώρες θα παιδεύεται. Μόνον τη στιγμή που άκουσε πως θα φύγει, θα αναχωρήσει με το σώμα της για άλλα μέρη αναθυμάται με πίκρα. Τη νύχτα, πολλές ξημέρωσε μετρώντας τις κινήσεις και τα λόγια που ήθελε να της πει, μα εκείνη τη νύχτα ξημέρωσε στο κλάμα του. Μια θάλασσα πάνω του που ζητούσε εξιλέωση. Κι ένα μεγάλο γιατί.
Την τελευταία μέρα, η πρότασή της για μιαν έξοδο. Απομακρύνθηκε αθόρυβα. Δεν δέχτηκε. Δεν ήξερε πως θα περάσει τις ώρες κοιτώντας την για τελευταία φορά. Δεν ήθελε να παλεύει να κρατήσει τα μάτια του στεγνά και το κορμί του χωρίς τρέμουλο. Προτίμησε να πάει στο κρεβάτι του και να πέσει σε έναν λυτρωτικό ύπνο.
Δεν υπήρχε μέλλον. Το ήξερε από την αρχή. Μα πίστευε πως χρόνια θα είχε σιμά του την παρουσία της. Τον αγέρα και το χνώτο της. Και τα δόντια που χρυσάφιζαν σαν γελούσε. Το πίστευε. Όλα αυτά κόπηκαν με μιας. Δεν ήξερε για τη ζωή του μετά. Τον στερνό χρόνο της ζωής του θυμάται μα και τώρα κατέχει πως ζει γύρω της. Αυτή δεν ξέρει τίποτε. Πολλά μπορεί να είχε υποπτευθεί. Άφησε μόνον το γέλιο της σε κάποια υπονοούμενα. Για πλατωνική αγάπη την άλλη του είπε. Και γελούσε. Και τον ακουμπούσε και τον ηλέκτριζε. Μα δεν τον ένοιαζε. Αυτός ήθελε απλά να είναι ο δορυφόρος της. Καμιά άλλη βλέψη.
Από τη μέρα της φυγής της άρχισε να μετρά τις μέρες για τη γιορτή της. Σαράντα ακριβώς. Να τις μετρά και να τις ξαναμετρά. Και να περιμένει να ‘ρθει εκείνη η μέρα. Και να πλάθει λόγια. Λόγια που θα τις έγραφε. Και να πλάθει ιστορίες. Μετά να τις περικόπτει και να τις ομορφαίνει. Να μετρά τις μέρες. Αυτές να λιγοστεύουν κι αυτός να χαίρεται. Σαν μικρό παιδί. Να τυλίγει σε μιαν κόλλα λέξεις ή να ζωγραφίζει δέντρα κι από τα κλαδιά τους να κρέμονται φράσεις. Να χάνεται μέσα τους. Οι μέρες να μπουσουλούν μα να πλησιάζουν. Το τελευταίο τριήμερο ξενύχτησε πλάθοντας ένα δάσος και προσπαθώντας να ξεδιαλέξει το ομορφότερο σημείο του.
Πήρε το κινητό του. Της είπε μονάχα για τα μάτια και το πρόσωπό της. Για τις επιθυμίες και τα όνειρά της. Και συνέχισε να τη σκέφτεται μετρώντας τις μέρες για την επόμενη γιορτή της. Δεν περίμενε κάτι. Από μέσα του καιγόταν για ένα της ευχαριστώ. Έτσι, για να δει πως κάτι θυμάται. Ένα μήνυμά της θα τον εκτόξευε στη ζωή του. Αυτός θα εξακολουθούσε έτσι κι αλλιώς να μετρά τις στιγμές ως την επόμενη γιορτή της. Κι αν πεις πως θα προσπαθούσε να ξεχάσει τις στιγμές σιμά της αυτό κάτεχε πως ήταν αδύνατο, γιατί θα ξεχνούσε και τη ζωή του την ίδια. Το κινητό ψιθύρισε. Άνοιξε. Πετάρισε. Το όνομά της! Διάβασε το μήνυμά της:
«ΩΩΩΩΩ ΜΕ ΘΥΜΗΘΗΚΕΣ!!! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΣΟΥ!! ΚΑΛΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ…»
Ζωής;
Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/theopallas?fref=ts
https://www.facebook.com/pages/Ανεπαίσθητη-προσβολή-Θεόδωρος-Πάλλας-Άνεμος-εκδοτική/572620906118733?fref=ts