Επιστρέφεις τακτικά σε κείνο το παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού με τα τζιτζίκια και τους γρύλους ν’ αλλάζουνε βάρδιες, που χτίστηκε πριν από αιώνες θαρρείς, από το πείσμα και την επιμονή των παππούδων, να υπάρξουν στο γέρμα ενός τέτοιου παράξενου τόπου. Πλάι σε τσέλιγκες κι αγέλες προβάτων, λιοτρίβια του πραγματικού Θεού, γειτόνισσες που απέφευγαν τη χρέωση τηλεφώνου –ακόμα κι όταν αυτή αστικά καταργήθηκε- αξιοποιώντας χορδές φωνητικές και απλά ελληνικά, που πολλές φορές εξέθεταν τις ίδιες στην υπόλοιπη κοινότητα των χαμηλών κεραμιδιών και τα διαθέσιμα στη χρήση της αίσθησής τους, ώτα· σ’ εκδοχή λες και δίναν βήμα ερτζιανό ν’ απευθυνθείς στη διπλανή του ορόφου, να επικοινωνήσετε όσα θα λέγατε μονάχα στο τηλέφωνο κι ενδεχομένως χαμηλόφωνα. Παρούσας πάντας της κυράς της Αυγουλούς, που ‘χε τα φρεσκότερα αυγά και την πιο αδιασαφήνιστη τρέλα, γι’ αυτό χαμογελούσε αυθόρμητα από άνθρωπο σε άνθρωπο που θα πέρναγε από το δρόμο της αυλής της, το ‘κανε σε όλους, δεν είχες ομορφύνει ανέλπιστα όταν σε πρωτοχαιρέτησε, αλλ’ αφού αυτό ένιωσες, ίσως έχει έτσι νόημα εκείνο το ακατανίκητο χαμόγελό της, λες και της επέστρεφε παιδί από την ξενιτιά.
Ξενιτεμένος καταγραφόσουν έτσι κι αλλιώς εσύ, ο πολλά βαρύς εργαζόμενος υπάλληλος μεγάλης εταιρίας κι έκρινες ανέφικτες τις παραπανίσιες επισκέψεις σου εδώ. Αλλ’ από την εποχή που ερχόσουν κι ήσουν είκοσι κάτι, πέρασαν κάποιες λειψές στη ροή του χρόνου δεκαετίες, χρόνια σα πουλιά που άφησαν τη σκιά τους πάνω σου πιο πολύ από το σύνηθες αναμενόμενο. Γιατί απορείς, δεν καταλαβαίνω. Πώς το ‘χες δει αλήθεια, ότι τα χρόνια πετάνε μακριά σου κι εσύ λούζεσαι τον ήλιο των πρώτων ενήλικών σου διεγέρσεων;
Παλιώνουνε σα τα σπίτια οι άνθρωποι, αλήθεια δε στο ‘πε κανείς πριν από μένα; Σε μένα θα χρεώσεις τη συνέπεια να σου θυμίσω, ότι ανάμεσα σ’ αυτά τα χρόνια, παιδιά γεννήθηκαν κι οι φωνές τους αντιλάλησαν στις γύρω πλάγιες κι από την κοινή σας θέαση της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα πέρασαν διαστήματα με έλλειμμα νερού. Κι ο κήπος της μάνας, έγινε δυο μυρωδικά όλα κι όλα περιφραγμένα από γάτες και τρωκτικά; Κι άντεξαν μονάχα τα παλιά αμπέλια κι οι πιστές στην οικογένεια ελιές, δέντρα θεριά πια, λες και τα ‘χε σταθερά και υπ’ ευθύνη του ο Πλάστης και το υδρόγειο σύμπαν, που αποτελούν από πάντα, παιχνίδι, ενδιαφέρον και προσωπική του ενασχόλησή;
Εσύ είδες αυτό το σπίτι θεμέλιο μονάχα, καιρό αργότερα έγδαρες γόνατα για να απλώσεις τις Καρυστινές πλάκες της βεράντας κι έπειτα του μέσα σπιτιού που αγάπησες πολύ, αλλά όχι στο βαθμό που να το νοιαστείς στη διάρκεια. Αλλά τα παιδιά, που πρωτόρθαν εδώ πριν καν περπατήσουν· στα καρότσια; Κι είχανε μέσα τους άλλη εικόνα για τον παππού, παρά εσένα που ‘σουν γιος κι είχες ξαναδεί το έργο της ανατροφής, τώρα ωστόσο σα συνεργός ενήλικας;
Δίκαιη ή άδικη είναι η ριπή κερμάτων από τις απέναντι εξέδρες του γηπέδου θαρρείς, σε σένα που ξέχασες έναν τόσο ξεχωριστό μικρό παράδεισο της άλλης εποχής, στο βαθμό του να θες και να μη θες ταυτόχρονα να απολογηθείς ή ν’ απαντήσεις στις μέσα σου φωνές.
Γιατί το πολύωρο παλιακό τράφικ της Κακιάς Σκάλας –άσχετα αν στο μεταξύ τρυπήθηκαν βουνά και διευκόλυναν σήραγγες τη τακτική διέλευση- σου ‘μεινε τέτοιο απωθημένο, που σνομπάρισες την εκδρομή μιας διαδρομής ως το κτήμα. Αλλά εν απουσία σου, τα παιδιά μεγάλωναν χρόνο το χρόνο κι ο παππούς έκανε όλο και λιγότερες δουλειές στ’ αμπέλι ή τα ελιόδεντρα, το πρόσεξες μονάχα μετά από χρόνια διαρκούς απουσίας, ενόσω ο τόπος και το σπίτι αυτό ήτανε κομμάτι πια γονιδιακό, αν έλειπες ένα καλοκαίρι ο επόμενος χειμώνας σου κυλούσε πιο συρτά.
Όμως, ο παππούς κι η γιαγιά κουράστηκαν, είχανε χορτάσει αιώνες θαρρείς τ’ όνειρό τους γι’ αυτό το σπίτι όπως οι ίδιοι τ’ ονειρεύτηκαν και πήρε ύλη τ’ όνειρο. Μονάχα που καταλάβαιναν πια ότι κι οι ίδιοι αποτελούσαν κομμάτι αυτής της συμπαντικής ύλης και δε ξέφευγαν ούτε από τους νόμους των πετούμενων χρόνων, ούτε κι αυτής της ίδιας της έννοιας φθορά.
Νύχτα είναι κι είναι φυσικό ν’ ακούς τα σκυλιά των μακρινών οικισμών ν’ αλυχτάνε ανενδοίαστα, μονάχα που εσύ δε βρίσκεσαι στο είκοσι των τοτινών σου χρόνων. Αναγνωρίζεις δερματική φθορά –κάποιες φορές μάλιστα πιάνεις τον εαυτό σου, να μην είναι σίγουρος ότι του αρέσει η θάλασσα κι η επαφή με το απέραντο νερό- σημάδια βρίσκεις ότι μεγαλώνεις, σ’ αρέσει-δε σ’ αρέσει.
Κι απομένει να σ’ επαναπροσδιορίζει στο πάντα του ξοδέματος και το διαρκές των αληθινών σου αγαθών. Γιατί ακόμα κι από τα παιδιά αποτέλειωσαν οι παιδικές φωνές κι έπειτα οι ορμονικά διαταραγμένες εφηβείες επέφεραν παραπανίσιες σιωπές, που χάρισαν σε παππού και γιαγιά στιγμές αναγκαίας γαλήνης στο χρόνο που τους μαστίγωνε καλοκαίρι το καλοκαίρι. Κι όσο να το καταλάβεις οι κινήσεις τους μείναν ολοένα και πιο αδύναμες, τα δυο τρία σκαλοπάτια ανέφικτος στόχος δρομέα κι εμποδίων. Κι έμεινε κείνο το παλιό γλυπτό από ξύλο αυτοκινητάκι του μερακλή και παλιού επιπλοποιού παππού, που αντιστέκεται στο χρόνο και την κλοπιμαία σου διάθεση: ν’ αντιστέκεσαι στον πειρασμό να το πάρεις πια μαζί σου, αλλά κάτι σε κρατάει. Γιατί τα παιδιά μπορεί να μεγάλωσαν και να εξαφανίστηκαν στις δικές τους ζωές τους, όμοια με σένα. Αλλά οι μορφές των γερόντων, που κάποτε γέννησαν ένα σπίτι με αγώνα, περιφέρονται γύρω σου, για να σου θυμίζουν ότι η ζωή δεν είναι μοναχά παρόν και επιδιωκόμενο μέλλον: αλλά και παρελθόν, άνευ του οποίου, ταξιδεύεις δίχως έρμα· και λίγα σου λέω, δηλαδή.
• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
http://yannis-filippidis.blogspot.gr
http://yannis-filippidis-zoi-alli.blogspot.gr