Ώρες–ώρες η μάνα μου με εκνεύριζε ανυπόφορα. Τρείς μέρες τώρα στο νησί και δεν έλεγε να ξεκουνίσει από το ξενοδοχείο. Δεν λέω, το ξενοδοχείο ήταν καταπληκτικό και τα δωμάτιά μας όπως ακριβώς τα είχαμε ζητήσει. Ήσυχα, σχεδόν απομονωμένα με θέα το πέλαγος.
Αλλά να είσαι σε νησί, στο νησί που γεννήθηκες και μεγάλωσες και να μην κάνεις βήμα από το δωμάτιο και την πισίνα του ξενοδοχείου, είναι σκέτη παράνοια.
«Τελικά μαμά έκανα λάθος που επέμενα τόσο πολύ να κάνουμε διακοπές εδώ» είπα στην μάνα μου με έντονο ύφος.
«Ω! Μην γίνεσαι κακιά Αλίκη μου! Απλά είναι κουρασμένη και χρειάζομαι να γεμίσω μπαταρίες. Από αύριο σου υπόσχομαι πως θα σεργιανίσουμε όλο το νησί» είπε η μάνα μου και ετοιμάστηκε να κατέβει στην πισίνα.
Χα! Κουρασμένη η Λυγερή! Από τι; Μην στάξει και μην βρέξει την είχαν όλοι από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν ζήταγε ποτέ τίποτα, μα όλοι στέκονταν απίκο να ικανοποιήσουν κάθε ανάγκη της, κάθε επιθυμία της, κάθε καπρίτσιο της, πριν καν αυτό εκφραστεί. Θαρρείς και υπήρχε μια παλιά, μυστική, ανομολόγητη συμφωνία να στέκονται όλοι προσοχή μπροστά της. Ο πατέρας μου, η γιαγιά και ο παππούς. Δεν έλεγε μα δεν έκανε και τίποτα.
Το σπίτι το φρόντιζε η κυρά-Φρόσω και μένα με μεγάλωνε η γιαγιά. Η Λυγερή, όνομα και πράμα, όλο χτένιζε -με το βλέμμα να ταξιδεύει στο άγνωστο- τα μακριά, ατίθασα, πυρόξανθα μαλλιά της. Μια απούσα παρουσία η Λυγερή πάντα.
Αποφάσισα να μην περιμένω πότε θα ξεκουραστεί, έριξα στην ψάθινη τσάντα μου την πετσέτα, το πορτοφόλι, το κινητό μου τηλέφωνο και το αγαπημένο μου βιβλίο και κίνησα για την παραλία που απλωνόταν έξω από το πολυτελές ξενοδοχείο που μας φιλοξενούσε.
Μαγικά όμορφος και ήσυχος κολπίσκος με σμαραγδένια νερά που πάνω τους έγερναν αρμυρίκια. Στον μικρό παμπάλαιο, ξύλινο, μόλο, δεμένες βαρκούλες σαν ζωγραφιές που δραπέτευσαν από παιδικό μπλοκ ζωγραφικής. Πίσω στο λοφάκι, γύρω από την εκκλησιά της Παναγιάς, τα σπίτια του χωριού με το λουλακιασμένο άσπρο τους να τυφλώνει τα μάτια.
Πάντα με έπνιγε το παράπονο που νησί είχαμε και νησί δεν είχαμε. Όχι πως ήξερα και πολλά για τον τόπο από όπου καταγόταν η μάνα μου. Σπάνια μιλούσαν η γιαγιά και ο παππούς για το νησί. Η μάνα μου ποτέ! Ήξερα μόνο πως είχαν ένα σπίτι ψηλά εκεί στο λοφάκι και μια βάρκα αφού ο παππούς ήταν ψαράς. Κάθε βράδυ έβγαινε για ψάρεμα με τους άλλους ψαράδες του τόπου και με έναν παραγιό που είχε. Το ξημέρωμα, έφτανε στο νησί από τον Πειραιά, ένα μεγάλο καΐκι και αγόραζε την ψαριά για λογαριασμό μιας κονσερβοποιίας ψαριών και θαλασσινών.
Όταν ο μπαμπάς μου αρραβωνιάστηκε την μαμά μου, πούλησαν και σπίτι και βάρκα και μετακόμισαν όλοι στον Πειραιά. Ο μπαμπάς μου ήταν ο γιός του ιδιοκτήτη της κονσερβοποιίας. Ήρθε ένα ξημέρωμα στο νησί με το καΐκι είδε την Λυγερή και την ερωτεύθηκε. Από τότε όλοι έριξαν μαύρη πέτρα στο νησί.
Απορροφημένη στις σκέψεις αυτές ούτε που κατάλαβα πότε ο ήλιος έπιασε να γέρνει στην αγκαλιά της θάλασσας για να δώσει την θέση του στο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Πάνω στο λόφο τα σπίτια και η εκκλησιά, άρχισαν ένα- ένα να φωτίζονται. Παραμονή δεκαπενταύγουστου και όλοι, ντόπιοι και τουρίστες, είχαν τραβηχτεί στο χωριό στο προαύλιο της εκκλησιάς να ανάψουν ένα κερί στην Παναγιά.
Ένοιωθα να διψάει κάθε μου κύτταρο. Περπάτησα ως τον ξύλινο μόλο, σε ένα καφενεδάκι που το μισό ήταν καφενές και το άλλο μισό εργαστήριο- κατάστημα που έφτιαχνε και πούλαγε σουβενίρ στους τουρίστες. Παράγγειλα μια παγωμένη μπύρα.
Ο κυρ-Σταμάτης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, απροσδιορίστου ηλικίας, αν και με πρόσωπο χαραγμένο όπως ο βράχος από την αλμύρα της θάλασσας και της ζωής και χέρια τραχιά, από ποιος ξέρει τι ταλαιπωρίες, αλλά όμορφος, με σέρβιρε γρήγορα, σιωπηλός, συνοδεύοντας την μπύρα μου με ελιές, ντομάτα, αγγούρι και κολοκυθοκεφτέδες με μπόλικο δυόσμο. Βάλσαμο και η παγωμένη μπύρα και ο λιτός μα γευστικός μεζές του κυρ-Σταμάτη, που είχε τραβηχτεί σε ένα τραπεζάκι και με διάφορα εργαλεία, κοπίδι, βελόνι, κλωστή, έφτιαχνε ένα ζευγάρι δερμάτινα σανδάλια.
Αποφάσισα να ρίξω μια ματιά στην πραμάτεια που φιλοξενούσε το μαγαζάκι δίπλα στον καφενέ. Λιτό και αυτό σαν τους μεζέδες του κυρ-Σταμάτη. Πέτρες του γιαλού και κομμάτια από παλιά κεραμίδια ζωγραφισμένα, μικρά ξύλινα καραβάκια, γαβάθες και πιατέλες από ξύλο ελιάς, ονειροπαγίδες από αλίκτυπα και βότσαλα και διάφορα είδη φτιαγμένα από δέρμα. Πορτοφόλια, κομψά τσαντάκια, ταμπακέρες και σανδάλια. Όλα φτιαγμένα και ζωγραφισμένα από τα τραχιά χέρια του κυρ-Σταμάτη.
Το βλέμμα μου τράβηξαν ένα ζευγάρι σανδάλια γυναικεία, στολισμένα με δύο παράξενα καταγάλανα κοχύλια, δεμένα πάνω στα σανδάλια με φυσικό σπάγκο περίτεχνα πλεγμένο. Τα σανδάλια ήταν ξέχωρα από τα άλλα σε μια προθήκη. Δεν ξέρω γιατί αλλά τα φαντάστηκα στα πόδια της Λυγερής. Θα της τα έκανα δώρο να την καλοπιάσω να βγει από το ξενοδοχείο, να μου δείξει που ήταν το σπίτι που γεννήθηκε, που έπαιζε…ν α μου μιλήσει για τον τόπο της και τα παιδικά της χρόνια.
«Τι νούμερο είναι αυτά τα σανδάλια;» ρώτησα ενώ δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω τους.
«Αυτά δεν είναι για πούλημα! Διάλεξε άλλα!» είπε ο κυρ-Σταμάτης τόσο απότομα που ακούστηκε αγενής.
Είπα ένα ξέψυχο «ευχαριστώ και καληνύχτα σας» για να κρύψω τον θυμό μου άφησα το αντίτιμο της μπύρας και του μεζέ στο τραπεζάκι και τράβηξα κατά τον μόλο. Κάθισα δίπλα σε ένα γέρο ψαρά, που μπάλωνε τα δίχτυα του και κρέμασα τα πόδια στο νερό.
«Μην θυμώνεις κόρη μου. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πουλάνε την αγάπη τους και κείνα τα σανδάλια είναι ότι απόμεινε από την αγάπη του Σταμάτη.» είπε ο γέρο- ψαράς και άναψε τσιγάρο.
«Βρήκες την μέρα και εσύ, αλλά δεν φταις, δεν ξέρεις….» συνέχισε.
«Τι δεν ξέρω δηλαδή;»
«Εδώ πάνω στο λόφο πριν χρόνια ζούσε ένας ψαράς, ο Θωμάς, με την γυναίκα του την Αλίκη. Είχαν και μια βάρκα και μια κόρη. Λυγερή, τις είχαν βαφτίσει και τις δυο. Είχε ο Θωμάς και παραγιό, τον Σταμάτη, λίγο μεγαλύτερο από την θυγατέρα του την Λυγερή. Τον έπαιρνε μαζί στο ψάρεμα με την βάρκα την Λυγερή, να βγάζει ένα μεροκάματο το ορφανό.
Σαν θαλασσινός θεός ήταν όμορφος ο Σταμάτης στην νιότη του.
Μα και η Λυγερή…. α κόρη μου! Όνομα και πράμα! Σαν γοργόνα που βγήκε στην στεριά ήταν! Με ένα ατίθασο πυρόξανθο μακρύ μαλλί και μάτια σαν τα καταγάλανα κοχύλια! Ένα ολόδροσο, γελαστό, αεικίνητο κορίτσι!»
Είχα παγώσει…
«Ξέρεις για τα καταγάλανα κοχύλια;» με ρώτησε
«…όχι…» κατάφερα να ψελλίσω.
«Άκου το λοιπόν… κάθε χρόνο τέτοια νύχτα μόλις πάει μεσάνυχτα, η θάλασσα αρχίζει και σηκώνει κύμα, θα δεις, και ξεβράζει στην ακτή τόνους κοχύλια.
Ανάμεσα τους υπάρχει ένα ζευγάρι καταγάλανα κοχύλια που όμοια τους δεν βρίσκονται ποτέ άλλοτε πουθενά. Είναι τα κοχύλια της Παναγιάς λένε. Όλα τα παλικάρια ξεχύνονται τούτη την νύχτα να βρουν τα καταγάλανα κοχύλια της Παναγιάς να τα δωρίσουν στην αγαπημένη τους. Ο μύθος θέλει να τα βρίσκει μόνο το παλικάρι που αγαπάει αληθινά και παντοτινά. Υπάρχουν φορές που κανείς δεν τα έχει βρει.
Μετά, μόλις τα κοχύλια βρεθούν, σηκώνεται μπουρίνι και κανένας ψαράς δεν βγαίνει στη θάλασσα. Τούτο γίνεται για να μείνουν όλοι στην στεριά, να πάνε στην εκκλησιά, στην νυχτερινή λειτουργιά, να τιμήσουν την Χάρη της Παναγιάς κατά πως της πρέπει. Πρώτο-πρώτο πάει το παλικάρι που έχει βρει τα καταγάλανα κοχύλια, τα ακουμπάει δίπλα στο εικόνισμα της Παναγιάς να λειτουργηθούν, να βλογήσει η Παναγιά την αγάπη του.
Κείνο το βράδυ, είχαν ξαμολυθεί όλα τα παλικάρια να βρουν τα καταγάλανα κοχύλια. Τα κορίτσια όλα, εκτός από την Λυγερή, κρυφοκοίταζαν από πάνω από τον λόφο σκαρφαλωμένα στην ξερολιθιά της Σεμίνας της χήρας.
Τα βρήκε ο Σταμάτης που όλοι ήξεραν πως αγαπούσε την Λυγερή».
«Και η Λυγερή; Τον αγαπούσε η Λυγερή τον Σταμάτη;»
«Τον αγαπούσε κόρη μου, μα, τι τα θες… πάνω από την δύναμη της αγάπης και της Παναγιάς, άκου με που σου λέω, είναι η δύναμη του παρά! Eίχε έρθει ένα ξημέρωμα με το καΐκι, από τον Πειραιά, ο γιός του εργοστασιάρχη που αγόραζε την ψαριά μας, είδε την Λυγερή την ερωτεύτηκε και το έβαλε αμέτι- μωχαμέτη να την πάρει γυναίκα του. Και ποιος θα του στεκόταν εμπόδιο; Νέος ήταν, ωραίος ήταν και είχε και παράδες με ουρά! Πήγε γραμμή στο Θωμά και τα μιλήσανε, τα κανονίσανε, και ανήμερα της Παναγιάς, στο πανηγύρι, θα κάνανε τα λογοδοσίματα. Αρνήθηκε η Λυγερή, έκλαψε, έσκουξε, μα ο Θωμάς ήταν ανένδοτος. Όχι πως δεν ήταν καλό παιδί ο Σταμάτης, μα θα ήταν λειψό το ψωμί της κόρης του σαν υποχωρούσε και του την έδινε για γυναίκα. Όσο να ΄ρθει της Παναγιάς δεν την αφήσανε την Λυγερή να ξεμυτίσει μήτε στο παραθύρι, μην τύχει και τους κάνει κάνα χουνέρι και κλεφτεί με τον Σταμάτη.
Μήτε κανένας μπήκε σπίτι τους, μήτε σε κανέναν ξεστόμισαν για το λογοδόσιμο.
Ο Σταμάτης, μόλις λειτουργηθήκανε τα δυο καταγάλανα κοχύλια, τα πήρε και σαν αέρας έτρεξε σπίτι του. Ως το σούρουπο, που θα μαζεύονταν όλοι στο προαύλιο της εκκλησιάς για το πανηγύρι, μήτε αναπνοή δεν πήρε για να προκάμει να ετοιμάσει το δώρο του για την Λυγερή. Από τότενες πιάνανε τα χέρια του. Φρεσκολουσμένος, με ένα ζευγάρι καινούργια σανδάλια στα δικά του πόδια και τα σανδάλια της Λυγερής στο χέρι, περίμενε ανυπόμονα να εμφανιστεί στο Πανηγύρι η καλή του. Φόβος δεν του ‘χε μπει στην ψυχή πως ο Θωμάς δεν θα τον θέλει για γαμπρό. Τον ήξερε από μωρό και τον είχε στην δούλεψη του από εφτά χρονών παιδί σαν ορφάνεψε. Από την πολλή λαχτάρα του και την αφοσίωση του στο δώρο που έφτιαχνε όλη μέρα με τα καταγάλανα κοχύλια της Παναγιάς για την Λυγερή, μήτε το καΐκι είχε δει που ξεμάκραινε στο πέλαγος, μήτε τα περίεργα βλέμματα είχε καταλάβει, μήτε τα μουρμουρητά των ντόπιων.
Γιατί τα σχέδια του Θωμά και του γαμπρού του άλλαξαν όταν έφτασε στα αυτιά τους, πως, ο Σταμάτης είχε βρει τα δυο καταγάλανα κοχύλια της Παναγιάς και την συνέχεια δεν ήταν δύσκολο να την φανταστούν. Ποτέ δεν ξανάδε ο Σταμάτης, αλλά και κανείς, εδώ την Λυγερή και την οικογένεια της.»
Η θάλασσα είχε αρχίσει να σηκώνει κύμα και τα παλικάρια άρχισαν να κατηφορίζουν στην ακροθαλασσιά.
Βρήκα την Λυγερή στο δωμάτιο να έχει κλείσει τα παραθυρόφυλλα και να χτενίζει τα μαλλιά της φορώντας ωτοασπίδες για τον …θόρυβο.
Η Λυγερή που ακολούθησε χωρίς κιχ τον πατέρα μου και υποτάχτηκε στην επιθυμία των γονιών της, μα ποτέ δεν έφυγε από το νησί.
Όσο κάκιωμα είχα τόσα χρόνια της μάνας μου, για αυτή την απάθεια της για όλους και όλα, ακόμα και για μένα και για την απουσία της, είχε εξανεμιστεί. Τώρα καταλάβαινα πως σύρθηκε σε μια ζωή που ούτε ήθελε, ούτε αγαπούσε. Τώρα καταλάβαινα γιατί ήταν παρούσα απούσα. Γιατί εκείνο το ολόδροσο, γελαστό, αεικίνητο, κορίτσι ήταν χρόνια τώρα κλειδωμένο στο σπίτι ψηλά στο λόφο. Πήρα την χτένα από τα χέρια της και άρχισα να την χτενίζω εγώ. Ήταν ακόμα πολύ όμορφη. Λες και ο χρόνος δεν την ακούμπησε.
Είχαμε μείνει οι δυο μας πια στην ζωή.
Ο Παππούς Θωμάς και η γιαγιά Αλίκη, πλήρεις ημερών, μας είχαν αφήσει εδώ και μια δεκαετία. Πέντε χρόνια μετά έφυγε και ο πατέρας μου.
Και όχι δεν είχε δίκιο ο γέρο-ψαράς, δεν είναι πιο δυνατό το χρήμα! Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα ψάχνοντας έναν τρόπο να την πείσω να βγει από το ξενοδοχείο αλλά μάταια. Ήξερα πως ότι και αν σκαρφιζόμουν δεν θα την έπειθα.
Πρωί –πρωί πήγα στο καφενεδάκι του Σταμάτη. Καθόταν στο τραπεζάκι του με τα χέρια απασχολημένα όπως πάντα.
«Φτιάξε δυο καφεδάκια κυρ-Σταμάτη, ένα για μένα και ένα για σένα και έλα να τα πιούμε μαζί, να τα πούμε που κάτι σε θέλω» του είπα.
Το σούρουπο την ώρα που ο ήλιος είχε αφήσει όλα τα πορφυρά και τα πορτοκαλιά του χρώματα πάνω από τα λουλακιασμένα σπίτια για να γείρει ξαλαφρωμένος στην αγκαλιά της θάλασσας κάθισα ξανά στον ξύλινο μόλο, με τα πόδια στο νερό, δίπλα στον γέρο ψαρά.
Πίσω στο λοφάκι το Πανηγύρι της Παναγιάς είχε αρχίσει. Σαν πέρασε από δίπλα μας το ζευγάρι, η Λυγερή με τον Σταμάτη, πιασμένο αγκαζέ και ανηφόρισε προς το πανηγύρι, ο γέρο ψαράς, με γουρλωμένα μάτια, γονάτισε στα σάπια ξύλα του μόλου κάνοντας απανωτά τον σταυρό του και μουρμουρίζοντας «Μεγάλη η Χάρη σου Παναγιά μου» ενώ, εγώ, σκεφτόμουν πως αυτά τα σανδάλια, με τα καταγάλανα κοχύλια της Παναγιάς, δεν ταίριαζαν παρά μόνο στα πόδια της Λυγερής.
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit?fref=ts
https://www.facebook.com/Paramythies?fref=ts