«Έχει πανσέληνο απόψε και είναι ωραία» ακούγεται από κάπου η φωνή της Χαρούλας και ξεχύνεται μαζί με την μυρωδιά του τσικνισμένου γύρου, του ταγγισμένου τηγανόλαδου, του κρεμμυδιού και του σκόρδου από τα γύρω ψητοπωλεία. Μαζί με το εκστασιασμένο βλέμμα των περιπατητών ανεβαίνει ψηλά να συναντήσει μια ακόμα μαγική πανσέληνο.
Παντού υπάρχουν γωνιές κάτι τέτοιες νύχτες στην μεγάλη πόλη να προσφέρουν θέαμα στους κατοίκους. Για τον άρτο θα φροντίσουν τα λογής-λογής καταστήματα εστίασης, για όσους βέβαια έχουν πια στην τσέπη το αντίτιμο αυτής της πολυτέλειας. Εκείνη, η ολόγιομη σελήνη, στον θόλο της νύχτας καρφιτσωμένη, σαν φιλάρεσκη σταρ, φυσάει με χάρη χούφτες ρομαντικής χρυσόσκονης στη γη.
Το επτάχρονο ισχνό μελαμψό αγόρι, θαρρείς σκιά στοιχειού από κακό παραμύθι της ζωής, γλιστράει αθόρυβα ανάμεσα στα τραπέζια των μαγαζιών με τα παραφορτωμένα πιάτα και τα γεμάτα ποτήρια των θαμώνων. Εισπνέει βαθιά τον τσικνισμένο αέρα, να πλημμυρίσουν τα πνευμόνια του, να ξεχειλίσουν, να φτάσει ο αέρας ως το άδειο του στομάχι. Αέρας τσικνισμένος και κοπανιστός.
Παραφυλάει σαν λιμασμένο γατί να πέσει κάτω μια «πλαστική» πατάτα, μια μπαγιάτικη ντομάτα, μια φλούδα γύρος, ένα ψίχουλο.
Ελπίζει στην συμπάθεια, την εύνοια και τον οίκτο ενός σερβιτόρου, να του πετάξει τα υπολείμματα ενός πιάτου.
Τα πόδια του πετάνε φωτιές, Μεταξουργείο, Αττική, Βικτώρια, Κυψέλη, Ομόνοια, Μοναστηράκι και έχει δρόμους απερπάτητους ακόμα η νύχτα για μια μπουκιά αποφάγια και μια ασφαλή γωνιά για ύπνο. Το στομάχι του παίζει ταμπούρλο, το στόμα του είναι στεγνό.
Ξαποσταίνει στο ρείθρο του πεζοδρομίου παρέα με ένα μισομαδημένο γατί που εδώ και ώρα τον έχει διαλέξει για σύντροφο. Δίπλα, σε τραπεζάκι ταβερνείου, κάθεται ένα ερωτευμένο ζευγαράκι, αναποφάσιστο αν θα τιμήσει την πανσέληνο με μπίρα η κρασί.
Τα πρώτα έρχονται. Σαλάτα χωριάτικη, πατάτες τηγανιτές, λουκάνικο στην σχάρα, τζατζίκι.
Το ζευγάρι μπουκώνεται. Παπάρα το ψωμί στη βαλβολίνη με ετικέτα «αγνό παρθένο ελαιόλαδο», οι πατάτες και το λουκάνικο κάνουν βούτες στο τζατζίκι, αφρός στο στόμα από την μπίρα, φιλιά, χάδια, ερωτόλογα και πλαστικός πανηγυριώτικος ρομαντισμός κάτω από την πανσέληνο.
Οι μυρωδιές τον λιγώνουν και ας είναι αηδιαστικές, καρφώνει το βλέμμα γλαρωμένο στις πατάτες και αναστενάζει. Εκπνέει με θόρυβο τον τσικνισμένο αέρα που εισέπνεε λαίμαργα.
«Πεινάς ρε;» τον ρωτάει ο άντρας του ζευγαριού. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι.
«Πως σε λένε; Πόσων χρονών είσαι; Από πού είσαι;» Σε καμία ερώτηση δεν έχει απάντηση.
Δεν έχει όνομα, δεν ξέρει από πού είναι, ούτε πόσων χρονών είναι. Αδήλωτη γέννα στα κιτάπια της πολιτείας από σπορά στην παρθένα μήτρα της μάνας του. Σπορά ενός μορφονιού, μέλους της ανθρωπιστικής ομάδας, που περισυνέλεξε μια φουρνιά ναυαγισμένους μετανάστες στα αγριεμένα νερά του Αιγαίου, μια νύχτα ασέληνη. Οι μνήμες της σύντομης ζωής του, ως τα πέντε, είναι από νύχτες ατέλειωτες σε λερά σκαλιά και πεζοδρόμια στην οδό Ευριπίδους και την Σοφοκλέους. Μισοξινισμένο ΜΙΛΚΟ από στραπατσαρισμένη συσκευασία, μια μάνα που μύριζε φτηνό αλκοόλ και ξεραμένο σπέρμα. Άντρες με μισοκατεβασμένα παντελόνια να την πασπατεύουν βίαια στις σκοτεινές γωνιές. Ύπνος, χωρίς μια χαραμάδα στα όνειρα, σε κάτι παγωμένα και ερειπωμένα δωμάτια και παιχνίδι με ποντίκια και κατσαρίδες.
Ώσπου μια νύχτα σταμάτησε ένα αυτοκίνητο με έναν άντρα που έβγαλε το χέρι από το παράθυρο κρατώντας κάτι χρωματιστά χαρτιά, αυτά που βγάζουν οι άνθρωποι από τις τσέπες για να αποκτήσουν φαγητό, κρεβάτι, ρούχα καθαρά, ταυτότητα, έρωτα, υγεία, μόρφωση, αποδοχή, πολιτισμό, ρομαντισμό και επιλεκτική ανθρωπιά, πήρε την μάνα και εκείνη δεν ξαναγύρισε ποτέ. Περιπλανήθηκε με γοερά κλάματα στα μισοφωτισμένα σοκάκια της πόλης αναζητώντας την μυρωδιά της μάνας, μα, μάταια. Τον περιμάζεψε με δυο αδέσποτα ψωριασμένα σκυλιά, σε μια χαρτόκουτα πάνω, ανάμεσα σε δυο κάδους με τα άχρηστα υπολείμματα της Βαρβακείου, ο Λευτέρης. Αρχιμάγειρας κάποτε σε χλιδάτα εστιατόρια και ξενοδοχεία, άνεργος και άστεγος καιρό τώρα. Του δώσε όνομα, Θανάση τον έβγαλε, μα όπου το έλεγε του αντιγύριζαν πως είναι μαύρος και δεν μπορεί να τον λένε Θανάση. Του έμαθε όλα τα μυστικά της επιβίωσης στο δρόμο, μα χάθηκε και αυτός μια νύχτα του χειμώνα από υψηλό πυρετό.
Από τότε, ένα χρόνο τώρα, περιπλανιέται στην πόλη, ανύπαρκτη χωρίς ταυτότητα παρουσία, σαν ξωτικό της ζωής.
«Ξέρεις να κάνεις τούμπες; Αν κάνεις μια θα σου δώσω λίγο λουκάνικο» λέει ο άντρας και γελάει δυνατά.
«Πρόσεξε μη τον ακουμπήσεις, θεός ξέρει τι αρρώστιες κουβαλάει», λέει η γυναίκα και πετάει στον αέρα ένα κομμάτι λουκάνικο.
Ο μεζές προσγειώνεται μπροστά στην μουσούδα του γατιού. Το γατί μένει ακίνητο σαν ψεύτικο. Ο Θανάσης, που δεν γίνεται να τον λένε Θανάση γιατί είναι μαύρος, το μαζεύει, το μοιράζει στα δύο, ένα κομματάκι για το γατί, ένα για τον εαυτό του.
«Φεύγα τώρα! Τράβα να δεις τη πανσέληνο» του λένε.
Παιδί και γατί χάνονται στα στενά της Πλάκας. Η πανσέληνος ποζάρει σε φακούς φωτογραφικών μηχανών και μάτια ρομαντικών και ευαίσθητων. Ο μικρός στέκει για λίγο και την κοιτά να λούζει με φώς το Ωρολόγιο του Κυρρήστου και συνεχίζει με το γατί πιστό ακόλουθο. Λουφάζουν πίσω από έναν κάδο που ίσως αργά θα γεμίσει αποφάγια από την γειτονική ταβέρνα. Πανσέληνες νυχτιές και ασέληνες ζωές δεμένες άρρηκτα. Τα μάτια βαραίνουν στην προσμονή και μισοκλείνουν. Λίγη πανσέληνη χρυσόσκονη ξεστρατίζει και πέφτει στις παιδικές βλεφαρίδες.
Φεγγαράκι μου λαμπρό
Φέγγε μου να περπατώ
Είμαι παιδάκι νηστικό
Λίγο φαγάκι για να βρω
Σιγομουρμουράει ο μικρός και περιμένει με την πανσέληνη χρυσόσκονη στις βλεφαρίδες.
• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα: