«Ο πρώτος καλοκαιρινός έρωτας» • Γιάννης Φιλιππίδης

Άνεμος Magazine 04/09/2013 0

O protos kalokairinos erotas

Είναι στιγμές που τα καλοκαίρια –όλα τα ενήλικα τουλάχιστον καλοκαίρια μου- υπάρχει πάντα μια πολύ ειδική στιγμή. Είναι η στιγμή που ανοίγει την πύλη γι’ ασπρόμαυρες σκέψεις. Θες από ασυνείδητη θέληση; Θες από εθιμοτυπικό αυτοψυχαναγκασμό; Εγώ επιστρέφω κάθε χρόνο. Στην εποχή, που οι μπάρες στις γραμμές των τρένων –όταν αυτά συναντιόντουσαν με αυτοκινητόδρομους από τσιμέντο και αν- δεν ήταν από μέταλλο, αλλά τηλεγραφόξυλο. Αυτό που είχε υφή κι ύλη φυσική. Τόσο, όσο κι οι παιδικές σκέψεις μου, τα καλοκαίρια μου εκεί, στην Πιερία που ονειρευόμουνα τους χειμώνες κάτι σπάνιες νύχτες, που ξυπνούσα με τη μυρωδιά της άμμου και κείνου του αρχαίου αντιηλιακού, που απειλούσε να μου πασαλείψει η καλόπιστη μάνα μιας κι έβλεπε μέρα τη μέρα το παιδί της, ν’ αλλάζει εθνικότητα.

Στο ψευτοχωριό ενός συγκεκριμένου κόλπου, διαλέγω πάντα να επιστρέφω. Εννιά καλοκαίρια πλάι σ’ ένα συγκεκριμένο δωμάτιο μερικά μέτρα από το κύμα και συγκάτοικους στα διπλανά σπίτια του ενός δωματίου, δυο οικογένειες ψαράδων. Κι αν οι εικόνες λένε η καθεμιά τους χίλιες λέξεις σε μια και μόνη σύντομη διήγηση, που δεν επιθυμεί να ξεπεράσει το όριο των σελίδων της, εγώ πόσες λέξεις άραγε θα χρειαστώ;

Για το πρώτο μου πλησίασμα με το αστραφτερό σε διαύγεια νερό, που έγινε με το στανιό της καθ’ όλα γλυκιάς μάνας, μιας και είχα απολαύσει το «προνόμιο» να μη μπαίνω παραπάνω από το γόνατο εξαιτίας περιορισμού, αφού είχα πρόσφατα περάσει κάποια σαχλή ασθένεια μ’ αποτέλεσμα να χαίρομαι το καλοκαίρι και ταυτόχρονα να μένω άλουστος από αρμύρα; Τότε βλέπεις έβλεπα τη θάλασσα σαν γίγαντα αδηφάγο, όχι σα θεά της γης, όπως θα της άξιζε. Έτσι η Ελληνίδα μάνα, μονάχα με άγκυρα δε προσπάθησε, προκειμένου να βουτήξω ολόκληρος μέσα στο άγνωστο νερό κι οι τσιρίδες μου ακούστηκαν ως την Χαλκιδική.

Να σου πω ότι παίρναμε νερό απ’ την παλιά τουλούμπα που είχε πηγάδι κι όλοι μέρα κατακαιγόμασταν μαζεύοντας κοχύλια, που ‘βγαζε ασταμάτητα το κύμα κι ήτανε πολλών ειδών, άλλα αχιβάδες, άλλα στριφτά ή πολλών λογιών χτένες; Κι έπειτα τα ανταλλάσσαμε γιατί για μας αποτελούσαν ένδειξη προσωπικού πλούτου συλλογής και χλιδής; Μήπως να σε γυρίσω ξανά σε κείνο το πρώτο καλοκαίρι, που με πλεονέκτημα το χέρι της θείας  Φωτεινής, βγήκα προς αναζήτηση μολυβιού στο μοναδικό μπακάλικο της κοινότητας, αλλά ξύθηκε με το μαχαίρι του ψαρά;

Ή μήπως να σου περιγράψω το ίδιο το κορίτσι του ψαρά, που το απόγευμα της πρώτης μας άφιξης σαν ένοικοι, ερωτεύτηκα και πλήγωσα ταυτόχρονα; Το πρώτο συνέβη γιατί ήτανε ενάμισι χρόνο πιο αναπτυγμένη από μένα, καστανόξανθη με δέρμα σοκολάτας από τον ήλιο και τ’ αλάτι, αλλά είχε δυο μάτια μεγάλα πράσινα που σε άφηναν χωρίς λαλίτσα. Το δεύτερο γεγονός συνέβη εκείνο το ίδιο το απόγευμα, μιας και στο πρώτο παιχνίδι γνωριμίας με τα ψαρόπαιδα επιδοθήκαμε σε αλληλοαμοβολή ξέφρενη κι εγώ στεκόμουν αυθόρμητα ακριβώς απέναντί της όλως τυχαίως κι έτσι οι δικές μου χούφτες άμμου βρήκαν καίρια τα δικά της άπαιχτα μάτια; Κραυγή υστερίας διαδέχτηκε το γεγονός, από ένα κορίτσι που αργότερα έμαθα, ότι αν εγώ σαν παιδί ήμουνα κάποιες φορές νευρικό, εκείνη δε παλευότανε με τίποτα.

Έτρεξα στο δωμάτιο με μαμά και μπαμπά άναυδους να με βλέπουν να διπλοκλειδώνομαι πίσω από την ξύλινη πόρτα του δωματίου, πλημμυρισμένος από αίσθημα ευθύνης του φονιά, αδίστακτα μαστιγωμένος από ντροπή, που ένιωθα σε βαθμό μη διαχειρίσιμο. Μισή ώρα μετά, το κορίτσι είχε συνέλθει μιας κι η πίκα ότι νικήθηκε περισσότερο κι όχι η άμμος, όπως αρχικά πίστεψα, την έφερε με υπόδειξη των γονιών της, να μου ζητάει ειλικρινά συγνώμη, ήρεμη πια στη σκέψη, μιας κι ήξερε η γυναίκα του ψαρά, ότι το μεσαίο κορίτσι ήτανε κάποιες φορές για δέσιμο κι αφού κι αυτό κρινόταν και τότε αντιπαιδαγωγικό, είχε αξιοποιήσει το άλλο της γονεϊκό πλεονέκτημα, τα ψιλοσκαμπιλάκια κι ένα γενναιόψυχο «σκασμός!», που είχε ακουστεί από τα κατάβαθα των δυνατών πνευμόνων της, ως τα κλεισμένα μαζί με μένα τον ίδιο αυτάκια μου μέσα στο γαλάζιο δωμάτιο στο βαθμό να πιστέψω ότι έτριξε το τσίγκινο ντεποζιτάκι με τη βρυσούλα του, πάνω από το μαρμάρινο σαγρέ νεροχύτη, που κοσμούσε το μικρό κουζινάκι. Υποβοηθούμενου του γεγονότος, ότι λόγω ντροπής, ο πνιγμός μου στο πηγάδι της πίσω αυλής δεν είχε συντελεστεί –τόσο μηδενικός κι ανάξιος είχα νιώσει με πάθος παιδικό, όσο κι απόλυτο- η συγνώμη έγινε αποδεκτή κι ένα χέρι κοριτσίστικο άγγιξε το δικό μου.

Εφτά καλοκαίρια ένιωθα το ίδιο εκείνο πρώτο ρίγος όταν με πλησίαζε, ειδικά όταν με κοίταζε κατάματα. Ακόμα κι αν εκείνα τα χρόνια η λέξη «σεξ» δεν ήταν στο σχέδιο μαθήματος για τα προνήπια, η έλξη ήταν έκδηλη κι από τις δυο μεριές. Το ιδιότροπο αγόρι, είχε συναντήσει το έξαλλο συχνά, κορίτσι της καρδιάς του. Κοινές συνωμοσίες τις ώρες που κοιμίζαμε τους γονείς μας τα μεσημέρι κι εμείς το σκάγαμε ως το διπλανό ρέμα –όπου σύμφωνα με την πληροφόρηση από μεριάς γονιών, ανέφερε ότι κυκλοφορούσαν αλλόφυλοι που μάζευαν παιδάκια να τους πιούνε το αίμα στις τελετές τους- να μαζέψουμε ξύλα για τη δική μας παιδική φωτιά, μιας κι οι ροκιές των μεγαλύτερων όσο κι η εικόνα από τις φωτιές που άναβαν εκείνοι, φτάνανε ως το ακρωτήρι των ασύμμετρων βράχων, που χώριζε τον κόλπο από τον διπλανό. Άλλα πάλι ντάλα ο ήλιος απομεσήμερα, αρπάζαμε σωσίβια και μπαίναμε ύπουλα και σιωπηλά στο νερό, μην ανησυχήσει κανένα ιδρωμένο μαξιλάρι για το τρίτο καραπαράνομο μπάνιο της ημέρας. Που παίρναμε τα σωσίβια που εμμέναμε κάθε χρόνο προς έκπληξιν γονιών και λοιπών συγγενών, μιας κι ήμασταν ψαράκια εκπληκτικά στο κολύμπι και μέναμε τα πρωινά τόσο πολύ στο νερό, που οι μανάδες βγαίνανε με πετσέτες και φωνές, να μας μαζέψουν ώρα πολλή μετά τα πρώτα ρίγη, που μας ανέβαζαν την αδρεναλίνη πιο πολύ, παρά μας απέτρεπαν  από το νερό και την ατέλειωτη εξερεύνηση του βυθού του με όργανα μάσκες αρχαίες, που βρομοκοπούσανε φτηνό λάστιχο, όπως και τα βατραχοπέδιλά μας όταν ξεραίνονταν στον ήλιο τα μεσημέρια. Σ’ αυτά τα ένοχα θαλασσινά παραπανίσια μπάνια μας, αρπάζαμε τα σωσίβια και πλέαμε βαθιά, κατάβαθα και κει που τα νερά μαύριζαν, ως να προσεγγίσουμε τα γρι-γρι που ανά καιρούς ρίχνανε άγκυρα μεσοπέλαγα και μεις εμμέναμε ν’ αγγίζουμε τις εξωτερικές σκαλίτσες τους για να επιδοθούμε σε θεαματικές, θρασύτατες βουτιές.

Μας ένωναν μυστικά παράξενα όχι το ίδιο πολύ με την υπόλοιπη παρέα των παιδιών, απ’ ότι με τη Χαρούλα μας συνέδεαν πολλοί περισσότεροι κώδικες ψυχικοί κι αν σου μαρτυράω τ’ όνομά της σήμερα, δεν είναι για προσδιορίσω στο χάρτη την «ανωνυμίας» της, αλλά γιατί αφενός αν πέσει αυτό το κείμενο υπ’ όψιν του συζύγου της, μιας και φέτος μόλις έμαθα από τον κουνιάδο της ψαρά, σ’ απρόοπτη επίσκεψη μου εκεί στα παλιά μου καλοκαίρια, στο πιο πρόσφατο ανοιξιάτικο ταξίδι μου στη Μακεδονία, ότι έχει δημιουργήσει την δική της οικογένεια. Ο σύντροφος της λοιπόν καλά θα κάνει να νιώσει περήφανος με το τόσο ιδιαίτερο πλάσμα που έχει πλάι του, αφετέρου και στην ευτυχή περίπτωση που θα διαβαστεί από κείνην, ίσως δικαιολογήσει κάποιες άμετρες σιωπηλές ματιές μου, κάποια τρέμουλα χεριών παραπανίσια όταν αγγιζόμασταν αθώα, παίζοντας τ’ απογεύματα πριν το γέρμα κοινά αγοροκόριτσα παιχνίδια με μανάβικα και αγορές που στήνονταν με σπιρτόκουτα και πετρούλες στο χρώμα κάθε λαχανικού, πράσινες για τα κολοκυθάκια, βιολετιές για τις μελιτζάνες, κόκκινες σα ντομάτες, χωρίς να παραλείπει κανείς μας το προσωπικό απλωμένο πανάκι στα αμουδένια μας «καταστήματα», πανάκια που ενείχαν ρόλο εικαστικών καθ’ άτομο εκθέσεων καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος με τα κοχύλια-τρόπαια της ημέρας κι εντυπωσιακά λείες πλατιές πέτρες, που αποτελούσαν τον απόλυτο καμβά των εικόνων μας, που αποκτούσαν ύλη από ξυλομπογιές, μαρκαδόρους ή κηρομπογιές στις πιο ποπ εκδοχές των ταλέντων μας.

Αυτό ήτανε και το μεγάλο ατού του κοριτσιού που σου περιγράφω, μιας κι ζωγραφική της, αποτελούσε απρόσμενη έκπληξη, πιο εντυπωσιακή ακόμα κι απ’ τα χαρακτηριστικά μάτια της. Γιατί αν η σχέση μου με τον μικρότερό της αδερφό κι αυθεντικό κωμικό παιδί, που ασχολιόμουν προσωπικά μαζί του μονάχα όταν τον κυνηγούσα απειλητικά με θεόβαριες ξύλινες ρακέτες, μιας και διεκδικούσε κουτοπόνηρα σα μικρότερός μας, αλλά καθόλου διακριτικά τα στολίδια της ακτής, που τάχα έβλεπε κείνος πρώτος στις κοινές αναζητήσεις μας, η σχέση μου με τη Χαρούλα συνέχισε να υφίσταται με τη δική της μοναδικότητα.

Εγώ ήμουν που έφερνα από την μεγάλη πόλη, την αρχαία Lowe φορητή πορτοκαλιά τηλεόραση και βλέπαμε τηλεοπτικές σειρές σε μαζική συνάθροιση ψάθινων καρεκλών από ενήλικες, παιδιά και περαστικούς που στέκονταν τα σούρουπα κι άλλοτε πάλι οργανώναμε τις δικές μας παραστάσεις καραγκιόζη άνευ μπερντέ –είχαμε προσπαθήσει με σεντόνια, αλλά οι παντόφλες κι οι σαγιονάρες των μανάδων που επιδεικνύονταν στη δεξιά τους παλάμη, σήμαιναν μόνο ένα πράγμα: ότι ήμασταν κάτω από άγρυπνη αστυνομική επίβλεψη και μια χαρά βολεύανε τα στρώματα θαλάσσης που βάζαμε στα όρθια για προκάλυμμα της κάλυψής μας και παίζαμε Καραγκιόζη χωρίς τη μαγεία της σκιάς, αλλ’ αυτών και μόνων των φιγούρων του κι η χαρά να αυτοσχεδιάζουμε σενάρια, συγκεντρώνοντας κοινό κυρίως παιδιά, που περνούσαν θαυμάσια, άσχετα αν οι εθελοντές Καραγκιοζοπαίχτες, τρίβαμε μπλουζάκια και πόδια γυμνά στα χαλίκια της αυλής, προκειμένου να καθίσει το κοινό στις παλιές καρέκλες επί του τσιμέντου, στην απόλυτη για μας και τότε χλίδα δηλαδή.

Κι αν κάποτε με ζώσανε τα φίδια, ότι η Χαρούλα αγαπούσε πιο πολύ από μένα τον ίδιο, το παλιακό ραδιοκασετόφωνο Philips, που μας ακολουθούσε κάθε καλοκαίρι μ’ όλη την κασετοθήκη του, με τον καιρό ανακάλυψα ότι κατά την κρίση της, τα τραγουδούσα πιο όμορφα από τις φωνές στις σκονισμένες κασέτες. Και καταλήξαμε να της τραγουδάω Πουλόπουλους, Πάριους και τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού από το πολυθρύλητο «Εκείνο το καλοκαίρι», φιλμ και μουσικές, που μας ξελίγωναν σα παιδιά. Έτσι λίγο πριν το γέρμα, αφήναμε σκόπιμα την υπόλοιπη παρέα να πάει για στέγνωμα ή απομακρυνόμασταν από τους απείθαρχους για να με βάλει να της τραγουδήσω μερικά τραγούδια κι ας με τουρτούριζε απ’ τη μια το άγχος κι από την άλλη η υπερέκθεση ωρών απογεύματος στο νερό.

Φιλί δεν έπαιξε ποτέ, μολονότι υποπτεύομαι ότι θα σ’ άρεσε να διαβάσεις ότι επήλθε σα φυσικό ομαλό, μ’ όλη την έλξη, που σε κείνη την ηλικία, μας έκανε τη σάρκα των κορμιών μας, μάρμαρο ακλόνητο, ανυπεράσπιστους στην άγνοια του πώς προσεγγίζονται δυο ανθρώπινα πλασματάκια, που κρύβουν κάτι ιδιαίτερο.

Αλλά η δική της ανταπόδοση, ήτανε ένα σκίτσο που –παρά τις άνευ λόγου διαφωνίες μου- με κάθισε στην ψάθινη καρέκλα απέναντί της και με σκιτσάρισε -ο πρώτος άνθρωπος εμένα σα πρόσωπο- και μ’ έκανε ομορφότερο πολύ απ’ όσο στ’ αλήθεια ήμουν κι όταν το είδα κόντεψα να λιγοθυμήσω από συγκινησιακή φόρτιση. Μοιραία όμως το σκίτσο χάθηκε από τη ζωή μας όπως και το κορίτσι, που μεγάλωσε με τα χρόνια, γρηγορότερα από ένα αγόρι ενάμισι χρόνο μικρότερό της. Κι αν υπάρχει ένα χατίρι που δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ όσο κι αν το ονειρεύομαι, αυτό είναι μια εξιδανικευμένη μηχανή του χρόνου: να γυρίσω πίσω σ’ κείνο το απόγευμα, που παρίστανα το μοντέλο και το μολύβι της Χαρούλας τράβαγε γραμμές μαγείας στο μεγάλο μπλοκ της. Όχι για να της δώσω ένα φιλί, όπως θα της χρώσταγα σαν ενήλικος. Αλλά για ν’ αρπάξω εκείνη τη μοναδική εικόνα μου, που ‘χε προέλθει από τα συναισθηματικά φορτισμένα παιδικά της χέρια και από τα πράσινα εκείνα μοναδικά και πανέξυπνα μάτια της, που ανά καιρούς ζωγράφιζαν τις εικόνες του μικρού κι αδιαμόρφωτου ακόμα εκείνου κολπίσκου…

• πηγή: http://yannis-filippidis-zoi-alli.blogspot.gr

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
http://yannis-filippidis.blogspot.gr

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *