«Ξύπνησα, άραγε;» • Μαρία Φαρμάκη

Άνεμος Magazine 19/10/2013 0

ksipnisa arage

Εφτά το πρωί, Ιούλης μήνας. Την ανταμώνω ξανά φαρδιά πλατιά στο κάδρο του παραθυριού  της  κουζίνας μου, νοτιοδυτικού προσανατολισμού.  Ανάμεσα απ’ το φύλλωμα του πεύκου της μικρής μου αυλής, όπου χρόνια τώρα το βλέμμα πνίγεται μαζί με τον καπνό απ’ το πρώτο τσιγάρο, απωθημένο της προηγούμενης νύχτας, μου στέλνει χαιρετίσματα τις υποσχέσεις της.
Για την καλοκαιριάτικη μέρα μου μιλώ που πάω να την προϋπαντήσω από κεκτημένη και αξιολάτρευτη συνήθεια μιας ζωής.
Κάνω να σημειώσω ένα θαυμαστικό στο ξημέρωμά της, όπως κάθε φορά στο πρωινό μας ραντεβού. Πίνω μια γουλιά καφέ και θυμάμαι ότι ξέχασα το βράδυ να βγάλω τα σκουπίδια.
Η καρέκλα μου με εκτινάζει θαρρείς, για να φανώ συνεπής στην πρακτική όσο και ποταπή αυτή υποχρέωσή μου.
Με την τσίμπλα στο μάτι, λοιπόν, και απορημένη με τον εαυτό μου που αρχίζω το νοικοκυριό, πριν ολοκληρωθεί η τελετουργική διαδικασία της αφύπνισής μου-μια γουλιά καφέ, δυο τζούρες τσιγάρο, άναψε σβήσε, πιες καφέ και φτου από την αρχή-της εξαρτημένης, σηκώνομαι, παίρνω αποφασιστικά τα σκουπίδια, βγάζω την αλυσίδα, ξεκλειδώνω και κατευθύνομαι στον κάδο που δεν απέχει και πολύ από το σπίτι μου.
Εκεί όμως πρέπει να κρατήσω τη σειρά προτεραιότητας και να περιμένω, όχι γιατί κάποιος γείτονας έβαζε τα δικά του σκουπίδια στον κάδο, αλλά γιατί ο κάδος με το βρωμερό του στόμα έφτυνε μια πρόστυχη ιστορία κατάμουτρα στην άγνωστη γυναίκα που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από μένα.
Σκυμμένη, διπλωμένη σχεδόν, κρατώντας ένα γάντζο από σίδερο πάσχιζε να βγάλει από κει μέσα ό, τι θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμο, ενώ μια άλλη μικρότερης ηλικίας περίμενε με ετοιμοπόλεμη τη μεγάλη πλαστική σακούλα από τα τζάμπο να χάσκει τα αποφόρια και αποκαΐδια του καταναλωτισμού μας. Τα ολόδικά μας αποκαΐδια.
Ντρέπομαι. Κοκκινίζω. Ενέχομαι.
Δεν σχολίασα ούτε με το βλέμμα αυτό που έβλεπα.
Πετάω τα σκουπίδια σιωπηλά, γυρίζω την πλάτη και ξαναμπαίνω στη θαλπωρή του δικού μου κεραμιδιού.
Έχω ξυπνήσει.
Δεν μου χρειάζονται ο καφές και ο συγκεκριμένος αριθμός τσιγάρων, όπως στην καθημερινή διαδικασία αφύπνισης.
Ξύπνησα, άραγε;
Με νευρικές κινήσεις μια στρίβω τσιγάρο, εκείνο να σβήνει, εγώ να το ξαναανάβω, μια πίνω καφέ, μια κοιτάζω τη μέρα έξω να διατρανώνεται, μια βασανίζω το οπτικό μου πεδίο με την προηγούμενη εικόνα των δυο γυναικών.
Δεν μου βγαίνει το θαυμαστικό σήμερα. Ένα ξημέρωμα σκέτο, νέτο και χωρίς  «δόξα στη ζωή!» και κουραφέξαλα.
Με αυτά και με εκείνα η ώρα έχει περάσει. Πήγε κιόλας οκτώ και μισή. Γύρευε πόση ώρα μου πήρε σήμερα ο καφές. Μιάμιση τουλάχιστον. Πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζομαι. Είναι η μέρα που πάω στο νησί.
Ξύπνησα άραγε;
Ή, καθώς θα επιβιβάζομαι στο καράβι με προορισμό τη δουλειά μου, όλο εκείνο το μελισσολόι των ξένων θα μου μηνάει πως είμαι ατυχής που πάω για δουλειά, ενώ εκείνοι άνοιξαν πανιά για τις διακοπές τους;
Μου βγαίνει το ερωτηματικό σήμερα.
Ένα ερωτηματικό τής πρέπει της κάθε μέρας τα δυο τρία τελευταία χρόνια και από δω και πέρα για πολύ.
Φτάνει να ασκηθούμε στην αφύπνιση, για να ξαναγίνει η ζωή μας κατάφαση με η χωρίς θαυμαστικό.

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/maria.farmaki.906https://www.facebook.com/pages/Αλήθειες-παράλληλες-Μαρία-Φαρμάκη-Άνεμος-εκδοτική/354383581363486

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *