«Διαφυγή στα ομορφότερα» • Γιάννης Φιλιππίδης

Άνεμος Magazine 23/08/2013 0

diafigi sta omorfotera

Πρώτη νύχτα, κάτω από την αγαπημένη μου κληματαριά στην ορεινοπεδινή Κορινθία και δε θα σου ομολογήσω ποτέ το όνομα του οικισμού. Αλλά από δω, εν ειρήνη και σε κατάπαυση κάθε επείγοντος γεγονότος, μπορώ να φανώ πολλές φορές πιο μεγαλόθυμος, όσο σπάνια: να σου περιγράψω, όσα μοναδικά αντιλαμβάνομαι σαν μη μόνιμος κάτοικος ενός τέτοιου μικρού απομονωμένου παράδεισου. Για τις κεραμιδόχρωμες γάτες του σπιτιού στο παλιό χωριό, που χαϊδεύονται στα πόδια μου, ανυπομονώντας για την ώρα του φαγητού και το μεζέ που θ’ απολαύσουν με παραπανίσια ευχαρίστηση, ανταποδίδοντας την εκτίμηση για το πρόσωπο μου, μετά.

Μετά, όταν οι λέξεις τελειώσουν κι οι υπολογιστές συνεχίσουν να παίζουν μονάχα ελληνική κατά προτίμηση μουσική, που θα σιγοντάρει τα έγχορδα ακούσματα των γρύλων που φωλιάζουνε στα δέντρα και τις βατραχοφωνούλες από μακρινό, αλλά υπαρκτό υγρό ρέμα, την κοινότητα των πράσινων πλασμάτων, που δεν εξοκείλει ποτέ από την υγρή μικρή ανεξάρτητη πατρίδα της, που προστατεύεται από συστάδες καλαμωτές, φρούριο ένα εγκαταλειμμένο οίκημα που δεν αποπερατώθηκε ποτέ –Κύριος οίδε γιατί- φυλάκια δυο τρεις ροδιές –απ’ όπου κάθε χρόνο κλέβω καρπούς τους- και σύνορα, δυο χωματόδρομους κι ένα κτήμα με φουντωτά λιόδεντρα, που σκιάζει μακριά από τις ξύλινες στήλες του ηλεκτρισμού, όλ’ αυτά τα παράξενα πλάσματα, που κάνουν καριέρα στο τραγούδι τα βράδια· όλα τις νύχτες, που η μεγάλη για κείνα χαράδρα που κατεβαίνει ως την παραλία, αντιστρέφει τον άνεμό της προς όφελος δροσιάς δικό μας κι όσων πλασμάτων ζουν στο σχίσμα δυο υψιπέδων.

Εδώ, και για περισσότερα από είκοσι χρόνια, θα σου εξομολογηθώ ότι αντιλαμβάνομαι τη ζωή αλλιώς. Αποθέτω μπαταρίες στη συμπαντική φόρτιση, κάνοντας τις πιο δημιουργικές σκέψεις. Θες που νύχτες σαν την αποψινή, δεν έχει περάσει αυτοκίνητο –καν ένα- από τον παρακάτω δρόμο και μόνο τα προβατοκάτσικα  του πήγαιν’-έλα της βοσκής τους δηλώνουν την ύπαρξη ζωής; Θες που πλησιάζουν τα αδέσποτα του κάτω και του παραδιπλανού χωριού –που συχνά ταΐζω, όταν πλησιάζουν με πλάγιο βλέμμα υποτακτικού επαίτη την καγκελόπορτα του κτήματος κι εγώ προσποιούμαι τον φιλόζωο, αδιαφορώντας –λόγω της χειμερινής μου καταναγκαστικής απουσίας-  στην πραγματικότητα αν επιζούν σε τόπο ασύχναστο από ανθρώπινες ψυχές; Η αξία για την προσφορά μου φαντάζει γελοία τότε, έστω κι αν αδειάζει το δικό μου ψυγείο, απ’ ό,τι τραβάει η στρατιά των αγαπημένων μου πεινασμένων, που ‘χω από χρόνια πολλά πριν φωτογραφίσει και βιντεοσκοπήσει, αλλά δε θα επιτρέψω ποτέ  στον εαυτό μου να δημοσιεύσει από σεβασμό και μόνο απέναντι στα παρακλητικά τους βλέμματα, που θυμίζουν πια μονάχα Έλληνες μακροχρόνια άνεργους, που αδυνατούν να εκτιμήσουν πότε θα ‘χουν και πάλι την ευκαιρία να περάσουν το κατώφλι του σπιτιού τους, αγκαλιά με μια σακούλα τρόφιμα, που τα παιδιά τους λαχταρούν, μακάρι να γνώριζες πως και πόσο;

Αλλά για την πλαγιά με το παλιοκαιρίσιο χωριό, σου έλεγα κι αν ένιωθες λαχτάρα παιδικών βλεμμάτων, ίσως καταλάβαινες καλύτερα την ετήσιά μου άφεση στο απόλυτο. Στην πλαγιά και στην κοινότητα εδώ ωστόσο θα επανέρθω, που δεν έχει καν δημοτική ύδρευση κι οι άνθρωποι βολεύονται απ’ ό,τι μοιράσει σε κείνους και τα γύρω χωράφια ο νερουλάς, όσο νερό κατά την κρίση του υπολείπεται; Μπα· τουναντίον: Γιατί έχω πρώτιστα, να σου πω γα το πόσα αστέρια βλέπουν ακόμα και τα δικά μου θαμπά οπτικά κέντρα, αν δε τρέχει φεγαροτροχιά, να σβήνει τουλάχιστον τα μισά;  Ή μήπως να σταθώ σε κείνο το ενσταντανέ που ‘χε ανεβάσει στη μοναδική στέγη του σπιτιού που δεν είχε κεραμίδι, αγκαλιά με το τηλεσκόπιο του μπαμπά του ένα μικρανίψι προς δική του τέρψη το συμπαντικό στερέωμα αδιαφορώντας καίρια για τα επιφωνηματικά μας «το παιδί-το παιδί!», που διαδέχτηκε σα ξεχασμένη τσίχλα στο στόμα γι’ αρκετά λεπτά, την προηγηθείσα έκπληξη;

Θα προτιμήσω να σταθώ, σε μια τέτοια καλοκαιρινή διαφυγή μ’ εμφανή την απόπνιξη στο αναπνευστικό μου για όσα άφηνα πίσω μου και μια ώρα μετά κύλαγαν οι πρώτες οινοπνευμάτινες γουλιές κι η μόνη μου σωματική κίνηση εκφραζόταν κάπου ανάμεσα στην κίνηση ενός τσιγάρου αναμμένου στη δόξα του φεγγαρόφωτος κι ανάμεσα στο μεράκι μου ν’ αλλάζω τα μικρά ψηφιακά μου δισκάκια, που ‘τανε γεμάτα άλλοτε από τα Λειτουργικά ή τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου κι άλλες φορές πάλι ντύνονταν μουσικές από ταινίες του Preisner, Renè Aubry και άλλων. Ποτέ και πουθενά οι φωνές της Φλέρυς ή της Marianne Faithfull δεν ακούγονταν τόσο διαυγώς ειλικρινείς κι αδούλωτες στη μικρότητα,  τόσο καθαρές, τόσο του άφαντου βουνού και της πλαγιάς απέναντι, που διακρίνονταν από μακριά λίγο πριν από το λιόγερμα τα προβατοκάτσικα, να περνάνε δίπλα μας προς τη στάνη για να μας θυμίζουν, ότι τριγυρίζουν και περαιτέρω ζωντανά πλην ημών με προβατίσιες κραυγούλες και κουδουνάκια στο πλάι του –θαρρείς- μικρόκοσμού μας. Αυτού που, διαχειριζόταν την εσωτερική ανάγκη για τις προσωπικές σου σιωπές, λες και κόπαζε τη μέρα, αφουγκραζόμενος τους ολοδικούς σου σφυγμούς κι έφερνε από πάντα το χαμήλωμα του ήλιου σε συνάρτηση με τη δική σου ηρεμία, που ‘θελε πια να αφεθεί έρμαιο πανάκι στο ανεμάκι τ’ ανάποδο μετά από μια μέρα γεμάτη φως, εικόνες, διαδρομές κι αρμύρα.

Ωριμάζοντας, αποδράσεις σαν την παραπάνω έγιναν με τη συνείδηση που σε προικίζει η ηλικία όσο κυλάει, σφραγίστηκαν από πιο ομαλές μεταβάσεις χωρίς αναπνευστικά συμπτώματα. Γίνανε νησίδες ημερών συνειδητής χαράς: απολεύκανσης από τον κουραστικό χειμώνα που σε αποδόμησε, μέχρι την ελπίδα σου για περισσότερο προσωπικό χρόνο στο χειμώνα που ‘βλεπες μπροστά σου και κατά βάθος, αντιλαμβανόσουν μια χαρά την ουτοπική σκέψη. Απλά παρέμενε σταθερά μέσα σου, η βεβαιότητα του πραγματοποιήσιμου για όσα στ’ αλήθεια ονειρευόσουν και προσευχόσουν, εκεί φιλοξενούμενος ανάμεσα στα χαμηλά βουνά.

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
http://yannis-filippidis-zoi-alli.blogspot.gr
http://yannis-filippidis.blogspot.gr

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *